ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ



ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Δρ. Ιωάννης Νικολακάκης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΧΟΙΡΩΝ ΚΑΙ ΠΤΗΝΩΝ

ΦΛΩΡΙΝΑ 2011

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΧΟΙΡΩΝ

1. Εισαγωγή

Ένας από τους στόχους των σημειώσεων αυτών είναι η κατανόηση των θρεπτικών αναγκών των χοίρων. Σε κάθε στάδιο ανάπτυξη τους οι χοίροι δέχονται την επίδραση από ένα πλήθος φυσιολογικών, γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, που είναι σε θέση να επηρεάσουν με διάφορους τρόπους τις θρεπτικές τους ανάγκες. Τους παράγοντες αυτούς θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε. Ένας άλλος στόχος είναι η περιγραφή των ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται συνήθως στη διατροφή των χοίρων, η περιγραφή της θρεπτική αξίας των ζωοτροφών αυτών και οι μέθοδοι επεξεργασίας με τους οποίους η θρεπτική αξία των ζωοτροφών είναι δυνατό να επηρεαστεί.

Στο σχήμα 1 περιγράφονται οι παράγοντες που είναι σε θέση να επηρεάσουν τη σύνθεση του σιτηρεσίου.

[pic]

Σχήμα 1. Παράγοντες που επηρεάζουν τη σύνθεση του σιτηρεσίου

2. Κατανάλωση τροφής (feed intake)

2.1. Γενικά

Η κατανάλωση της τροφής αποτελεί μια από τις φυσιολογικές ανάγκες του οργανισμού, που αποβλέπει στην ικανοποίηση του αισθήματος της πείνας. Το αίσθημα της πείνας εξασφαλίζει στον οργανισμό τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία και κυρίως ενέργεια, με τα οποία θα κατορθώσει κατά πρώτο λόγο να επιβιώσει και κατά δεύτερο λόγο να παράγει κτηνοτροφικά προϊόντα. Το αίσθημα της πείνας ικανοποιείται τόσο με τον μηχανικό όσο και με το φυσιολογικό κορεσμό. Ο μηχανικός κορεσμός αναφέρεται στη μηχανική διάταση του τοιχώματος του στομάχου εξαιτίας της παρουσίας τροφής, ενώ ο φυσιολογικός κορεσμός αναφέρεται στην κάλυψη των αναγκών του ζώου σε θρεπτικά συστατικά και κυρίως ενέργεια.

Το μέγεθος της κατανάλωσης της τροφής επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων αναφέρονται φυσιολογικοί παράγοντες που συνδέονται με το γονότυπο των ζώων, διαιτητικοί παράγοντες όπως είναι η ενεργειακή πυκνότητα του σιτηρεσίου και περιβαλλοντικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων ο σημαντικότερος είναι η θερμοκρασία του περιβάλλοντος.

Ο χοίρος κατατάσσεται στα παμφάγα ζώα και έχει την τάση να καταναλώνει ποσότητα τροφής μεγαλύτερη εκείνης που καλύπτει τις ανάγκες του και κυρίως τις ανάγκες του σε ενέργεια. Ως αποτέλεσμα προκύπτει συχνά η υπερβολική εναπόθεση σωματικού λίπους. Για το λόγο αυτό επιδιώκεται η κατάρτιση του σιτηρεσίου του κατά τέτοιο τρόπο που να καλύπτει επακριβώς τις ανάγκες του και να αποφεύγεται η εναπόθεση σωματικού λίπους.

Φυσιολογικά οι χοίροι δεν εμφανίζουν προβλήματα στη κατανάλωση της τροφής, με εξαίρεση ίσως τη περίοδο γαλακτοπαραγωγής των χοιρομητέρων, κατά την οποία προβλήματα είναι δυνατό να προκύψουν αφενός μεν λόγω των υψηλών θρεπτικών αναγκών τους και αφετέρου εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των υψηλών θερμοκρασιών.

2.2. Παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τις θρεπτικές ανάγκες και τις αποδόσεις των χοίρων (Major Factors Influencing Nutrient Recommendations and Pig Performance)

Ένας αρκετά σημαντικός αριθμός παραγόντων φαίνεται να επηρεάζει και να καθορίζει τις θρεπτικές ανάγκες των χοίρων κατά τα διάφορα στάδια της ζωής τους. Οι παράγοντες αυτοί είναι διατροφικής και μη διατροφικής φύσης. Δεν αρκεί μια απλή κατανόηση των θρεπτικών αναγκών των χοίρων στα διάφορα παραγωγικά στάδια της ανάπτυξης τους, αλλά και η γνώση του τρόπου χρησιμοποίησης των κατάλληλων πρώτων υλών, όπως και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα θρεπτικά συστατικά των πρώτων αυτών υλών θα επηρεάσουν τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές ιδιότητες των χοίρων. Επιπλέον, κατά τη κατάρτιση των σιτηρεσίων έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος επιλογής διαφορετικών πρώτων υλών ζωοτροφών, που θα μπορούσαν να συνδυασθούν στην εφαρμογή ενός άριστου προγράμματος διατροφής, με απώτερο σκοπό το μέγιστο οικονομικό αποτέλεσμα για τη χοιροτροφική εκμετάλλευση.

Οι μη διατροφικής φύσης παράγοντες, είναι δυνατό να επηρεάσουν τις αποδόσεις των χοίρων και να επιδεινώσουν το κόστος της διατροφής τους. Κάθε ένας από αυτούς είναι σε θέση να ασκήσει τις δυσμενείς του επιδράσεις μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους. Οι μη διατροφικοί παράγοντες ποικίλουν σημαντικά μεταξύ των διαφόρων χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων, γεγονός το οποίο επιβάλλει το σχεδιασμό ξεχωριστού προγράμματος διατροφής για την κάθε εκμετάλλευση. Στο ξεχωριστό για κάθε χοιροτροφική εκμετάλλευση πρόγραμμα διατροφής θα λαμβάνεται πρόνοια αντιμετώπισης όλων των εξειδικευμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζει.

Στο σχήμα 2 φαίνονται οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τις διατροφικές ανάγκες των χοίρων.

[pic]

Figure 2. Factors That Can Affect The Natritional Requirements of Swine.

2.3. Περιβάλλον (Environment)

Σε κάθε φάση της παραγωγικής ζωής των χοίρων, το φυσικό περιβάλλον διαβίωσης (θερμοκρασία, υγρασία, ρεύματα αέρα) είναι δυνατό να επηρεάσει τις αποδόσεις τους. Για τους χοίρους υπάρχει ένα όριο θερμοκρασιών μέσα στο οποίο διαβιώνουν ευχάριστα (ζώνη άνετης διαβίωσης) και εμφανίζουν τις μέγιστες επιδόσεις σε ρυθμό ανάπτυξης (weight gain) και εκμετάλλευσης τροφής (feed utilization). Η ζώνη αυτή της άνετης διαβίωσης των χοίρων βρίσκεται μεταξύ μιας ελάχιστης (lower critical temperature) και μιας μέγιστης (upper critical temperature) τιμής θερμοκρασίας. Η ζώνη άνετης διαβίωσης είναι διαφορετική για τους χοίρους που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια της παραγωγικής τους ζωής. Τα όρια της θερμοκρασίας που ορίζουν τη ζώνη άνετης διαβίωσης είναι δυνατό να επηρεαστούν από αρκετούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι ο τύπος σταβλισμού και οι συνθήκες στρωμνής. Έξω από τα όρια θερμοκρασίας που καθορίζουν τη ζώνη άνετης διαβίωσης οι χοίροι θα μεταβάλλουν τη συμπεριφορά και τις φυσιολογικές τους λειτουργίες και θα καταστούν λιγότερο αποδοτικοί όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης και την εκμετάλλευση της τροφής. Η επίδραση των συνθηκών του περιβάλλοντος εντός και εκτός των ορίων της ζώνης άνετης διαβίωσης στις αποδόσεις των χοίρων φαίνεται στο σχήμα 3.

Πέραν των επιδράσεων που ασκούν οι συνθήκες θερμοκρασίας και άλλοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις αποδόσεις των χοίρων. Μεταξύ αυτών θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το μέγεθος του κελιού διαβίωσης, το μέγεθος της ομάδας των χοίρων που διαβιώνει στο ίδιο κελί, την αναλογία της ταΐστρας ανά χοίρο κ.α. Για παράδειγμα μια ομάδα χοίρων που διαβιώνει σε άνετα κελιά με περιορισμένη ανταγωνιστική δραστηριότητα για τη λήψη τροφής θα εμφανίσει σημαντικά καλύτερες αποδόσεις σε σύγκριση με μια άλλη ομάδα που διαβιώνει σε κελιά με υπεράριθμο αριθμό χοίρων και μεγάλη ανταγωνιστικότητα για την κατανάλωση τροφής.

[pic]

Figure 3. Pig Performance and Physiological Responses to Environmental Stresses.

2.4. Συνθήκες άνετης διαβίωσης (Facilities)

Στις χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις παρέχεται ένας μεγάλος αριθμός ανέσεων στις διάφορες φάσεις της παραγωγικής ζωής των χοίρων. Οι συνθήκες άνετης διαβίωσης μπορούν να επηρεάσουν άμεσα τις αποδόσεις αλλά και τις θρεπτικές ανάγκες των χοίρων. Για παράδειγμα χοίροι οι οποίοι διατρέφονται σε συνθήκες σταβλισμού με πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον εμφανίζουν υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής σε σύγκριση με τους χοίρους που διατηρούνται στη βοσκή ή σε περιβάλλον με ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Εξάλλου, οι συνθήκες του περιβάλλοντος και το άριστο περιβάλλον διαβίωσης επηρεάζει σημαντικά τις θρεπτικές ανάγκες των χοίρων. Η σχολαστική καθαριότητα και η δημιουργία ενός άνετου περιβάλλοντος διαβίωσης με καλό αερισμό και χωρίς υπολείμματα τροφών, στάσιμα νερά και περιττώματα θα συμβάλλει αποφασιστικά στην διατήρηση καλύτερης υγείας και υψηλότερων παραγωγικών και αναπαραγωγικών αποδόσεων των χοίρων. Επιπλέον, ένα άριστο περιβάλλον διαβίωσης των χοίρων, δημιουργεί καλύτερες συνθήκες εργασίας για το προσωπικό.

2.5. Υγεία (health)

Οι ασθένειες επηρεάζουν περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα το κόστος διατροφής και τις αποδόσεις των χοίρων. Η καλή υγεία των χοίρων μιας αγέλης ή μιας ομάδας χοίρων επιτυγχάνεται με την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων κτηνιατρικής πρακτικής. Υποβόσκουσες ασθένειες στους χοίρους μιας αγέλης θα επηρεάσει τις θρεπτικές τους ανάγκες, τη κατανάλωση της τροφής και το κόστος διατροφής τους. Οι καλές συνθήκες διαβίωσης στο χοιροστάσια σε συνδυασμό με την κατάλληλη κτηνιατρική αγωγή θα συμβάλλουν στην άριστη λειτουργία της εκμετάλλευσης και στη βελτίωση του εισοδήματος του παραγωγού.

2.6. Γονότυπος (genotype)

Με την εφαρμογή των προγραμμάτων γενετικής επιλογής τις τελευταίες δεκαετίες, έχει μεταβληθεί η ικανότητα προσαρμογής των χοίρων στις εκάστοτε συνθήκες του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα ορισμένες γενετικές σειρές (genetic lines) χοίρων προσαρμόζονται καλύτερα σε πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον αλλά δε προσαρμόζονται σχεδόν καθόλου σε συνθήκες φυσικής εκτροφής. Ακόμη ορισμένες χοιρομητέρες αποδίδουν άριστα όταν εφαρμόζονται συνθήκες πρώιμου απογαλακτισμού των χοιριδίων, αλλά δεν αποδίδουν ανάλογα σε προγράμματα όψιμου απογαλακτισμού. Ένα χαρακτηριστικό το οποίο έχει μεταβληθεί αλλά εμφανίζει σημαντική διακύμανση μεταξύ των γενετικών σειρών χοίρων είναι το μέγεθος της κατανάλωσης τροφής. Ορισμένες από τις περισσότερο άπαχες σειρές χοίρων εμφανίζουν χαμηλότερη κατανάλωση τροφής και χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με χοίρους που είναι προϊόντα διασταυρώσεων. Η διαφορετική εξάλλου γενετική ικανότητα εναπόθεσης μυϊκής μάζας μεταξύ των διαφόρων φυλών, δημιουργεί και διαφορετική ικανότητα εκμετάλλευσης της τροφής. Οι γονότυποι οι οποίοι εμφανίζουν μεγαλύτερη ικανότητα εναπόθεσης άπαχου μυϊκού ιστού, αλλά και χαμηλότερη κατανάλωση τροφής επιβάλλεται να καταναλώνουν σιτηρέσια διαφορετικά από εκείνα που θα καταναλώνουν χοίροι άλλων γονοτύπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά όρεξης. Οι σύγχρονες εμπορικές εκτροφές στις οποίες εκτρέφονται συνθετικές σειρές χοίρων έχουν υπόψη τους την αναμενόμενη κατανάλωση τροφής και τις αποδόσεις των χοίρων τους, την ποιότητα του σφαγίου, τη διάρκεια ζωής των χοιρομητέρων τους και άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά της αγέλης. Κάθε προσπάθεια για τον προσδιορισμό των θρεπτικών αναγκών των χοίρων αυτών θα είναι υπερβολικά δύσκολη χωρίς τη γνώση των συγκεκριμένων πληροφοριών.

3. Θρεπτικά συστατικά και αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών (Nutrient and nutrient utilization)

Η απαιτούμενη ποσότητα κάθε θρεπτικού συστατικού για την κάλυψη των σωματικών αναγκών του σώματος επηρεάζεται από το γονότυπο, το φύλο και την παραγωγική φάση στην οποία βρίσκεται ο χοίρος. Αν και πολλά θρεπτικά συστατικά χρησιμοποιούνται κατά παρόμοιο τρόπο στις λειτουργίες του οργανισμού και συχνά αποτελούν ομάδες, δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσουν άλλα θρεπτικά συστατικά της ίδιας ομάδας. Οι κυριότερες ομάδες είναι: ενέργεια (υδατάνθρακες και λίπη), πρωτεΐνες (αμινοξέα), ανόργανες ουσίες (μακροστοιχεία και μικροστοιχεία), βιταμίνες (λιποδιαλυτές και υδατοδιαλυτές) και νερό.

3.1. Ενέργεια (Energy)

Η ενέργεια δε συμπεριλαμβάνεται στα θρεπτικά συστατικά, αλλά απελευθερώνεται κατά το μεταβολισμό των υδατανθράκων (άμυλο) και των λιπών (λιπίδια) που αποτελούν συνήθη συστατικά των τροφών. Σε πολλές χώρες (πχ ΗΠΑ) η ενέργεια εκφράζεται σε Κιλό- θερμίδες (kilocalories-Kcal) ή σε Μέγα- θερμίδες (megacalories-Mcal). Μια Mcal ισοδυναμεί με 1000 Kcal. Η συνολική ενέργεια (total energy), που βρίσκεται στις τροφές δεν αξιοποιείται εξολοκλήρου από τον οργανισμό των χοίρων, αλλά ένα σημαντικό μέρος της δαπανάται κατά τη διαδικασία της πέψης των τροφών και των βιοχημικών μεταβολικών αντιδράσεων. Το μέρος της ολικής ενέργειας μιας τροφής, το οποίο τελικά χρησιμοποιείται για να καλύψει τις ανάγκες συντήρησης και παραγωγής του σώματος, αναφέρεται ως καθαρή ενέργεια (Net energy).

Η περιεχόμενη ενέργεια των ζωοτροφών εκφράζεται πολύ συχνά ως Πεπτή (digestible) η ως Μεταβολίσιμη (metabolizable). Η Πεπτή Ενέργεια (ΠΕ) που περιέχεται στις ζωοτροφές, υπολογίζεται εάν από την ολική ενέργεια της τροφής αφαιρεθεί η ενέργεια που αποβάλλεται με τα κόπρανα. Η Μεταβολίσιμη Ενέργεια (ΜΕ), προκύπτει εάν από την ΠΕ αφαιρεθούν οι απώλειες της ενέργειας με τα ούρα και τα αέρια (σχήμα 4). Οι απώλειες της ενέργειας με τη μορφή των αερίων (μέσα στο περιβάλλον του γαστροεντερικού σωλήνα) θεωρούνται συνήθως αμελητέες για τη περίπτωση των χοίρων (μικρότερες από 1% της ολικής ενέργειας της τροφής). Το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο (National Research Council- NRC), χρησιμοποιεί τη ΠΕ για τη κατάρτιση σιτηρεσίων χοίρων. Η περιεχόμενη ΜΕ για τις περισσότερες ζωοτροφές μπορεί να προκύψει από τη σχέση ΠΕ Χ 0,96.

[pic]

Figure 4. Energy Partition in Pig Nutrition.

Η ΚΕ χρησιμοποιείται στη συνέχεια από τον οργανισμό των χοίρων για τη συντήρηση του σώματος τους (ΚΕσ) και για παραγωγικούς σκοπούς, ως ΚΕ ανάπτυξης (ΚΕαν), παραγωγής προϊόντων κ.λ.π. Όσο τα παχυνόμενα χοιρίδια πλησιάζουν προς το βάρος της σφαγής, ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας της τροφής χρησιμοποιείται ως ενέργεια συντήρησης του σώματος, με αποτέλεσμα να παρατηρείται στην ηλικία αυτή μια σημαντική χειροτέρευση στην εκμετάλλευση της τροφής. Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσό σωματικού λίπους αποθηκεύεται στο σφάγιο. Το ποσό της απαιτούμενης ενέργειας για την εναπόθεση σωματικού λίπους είναι σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο που απαιτείται για την αύξηση της μυϊκής μάζας του σώματος και αποτελεί τη κυριότερη αιτία για την επιδείνωση της εκμετάλλευσης της τροφής. Για παράδειγμα, για την αποθήκευση 1kg μυϊκού ιστού (0,2kg πρωτεΐνης και 0,8kg νερού) απαιτούνται περίπου 2,09 Mcal ενέργειας. Αντίθετα, για την εναπόθεση 1kg σωματικού λίπους (0,83kg λιπιδίων και 0,17kg νερού) απαιτούνται περίπου 10,67 Mcal ενέργειας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι για την εναπόθεση σωματικού λίπους απαιτείται πέντε φορές περισσότερη ενέργεια σε σύγκριση με την εναπόθεση ίσης ποσότητας μυϊκού ιστού.

Η ενέργεια της τροφής για να χρησιμοποιηθεί για παραγωγικούς σκοπούς, πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την ενέργεια συντήρησης. Η κυριότερη πηγή ενέργειας για τους αναπτυσσόμενους χοίρους είναι οι υδατάνθρακες (πχ άμυλο), οι οποίοι προέρχονται από τους καρπούς δημητριακών και από διάφορα υποπροϊόντα τους. Ζωοτροφές όπως είναι ο αραβόσιτος, το σόργο και ο σίτος περιέχουν υψηλά επίπεδα αμύλου (>60%). Καρποί δημητριακών όπως είναι η κριθή, περιέχουν άμυλο σε μεγάλες συγκεντρώσεις αλλά και σχετικά υψηλά επίπεδα δομικών υδατανθράκων (πχ κυτταρίνη), που εμφανίζουν χαμηλούς συντελεστές πεπτικότητας.

Τα λίπη αποτελούν την περισσότερο συμπυκνωμένη πηγή ενέργειας στο σιτηρέσιο για το σώμα των χοίρων. Το λίπος της τροφής παρέχει 2,25 φορές περισσότερη ενέργεια ανά μονάδα βάρους σε σύγκριση με τους υδατάνθρακες. Η επί τοις εκατό περιεκτικότητα σε λίπη (έλαια) στους περισσότερους καρπούς δημητριακών είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τους υδατάνθρακες και σε γενικές γραμμές κυμαίνεται μεταξύ 1 και 4%. Τα λίπη της τροφής επιπλέον περιέχουν τα απαραίτητα λιπαρά οξέα (essential fatty acids), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη βιοσύνθεση ποικίλων ορμονών. Η παρουσία των λιπών στον εντερικό σωλήνα θεωρείται απαραίτητη για την απορρόφηση των υδατοδιαλυτών βιταμινών.

Τα λίπη και οι δομικοί υδατάνθρακες των τροφών μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον οργανισμό για την μείωση ή την αύξηση της παραγόμενης σωματικής θερμότητας, αντίστοιχα. Όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι χαμηλότερη από το κατώτερο όριο άνετης διαβίωσης, οι χοίροι εμφανίζουν μεγαλύτερες ανάγκες σε ενέργεια για να διατηρήσουν σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος τους. Εάν η επιπλέον αυτή ενέργεια δεν εξασφαλίζεται με την τροφή, ο οργανισμός χρησιμοποιεί τις σωματικές εφεδρείες λίπους του. Αντίθετα, όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι πολύ υψηλή και έξω από τα ανώτερα όρια άνετης διαβίωσης, ο ρυθμός αναπνοής των χοίρων αυξάνεται, περιορίζεται σημαντικά η κατανάλωση της τροφής και ένα σημαντικά μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας της τροφής που καταναλώνεται χρησιμοποιείται για την αποβολή της πλεονάζουσας θερμότητας και τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις επιδεινώνεται σημαντικά η εκμετάλλευση της τροφής.

Το λίπος της τροφής απελευθερώνει λιγότερη ενέργεια κατά τη διαδικασία της πέψης και του μεταβολισμού του και ως εκ τούτου προκαλεί λιγότερη θερμική καταπόνηση (heat stress) στον οργανισμό του ζώου όταν καταναλώνεται από το ζώο σε περιόδους με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος. Αντίθετα, οι δομικοί υδατάνθρακες του σιτηρεσίου απελευθερώνουν περισσότερη θερμότητα κατά τη διαδικασία της πέψης και του μεταβολισμού τους και ως εκ τούτου αποτελούν μια καλή πηγή θερμότητας για το σώμα όταν οι θερμοκρασίες του περιβάλλοντος είναι χαμηλές.

Λόγω της περιορισμένης απελευθέρωσης θερμότητας κατά τη διαδικασία πέψης και μεταβολισμού του λίπους της τροφής, η συμμετοχή του στο σιτηρέσιο των χοίρων κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών είναι πολύ πιθανό ότι θα συντελέσει στη βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης και της εκμετάλλευσης της τροφής. Αντίστροφα, όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι ψυχρότερες και απαιτείται επιπλέον σωματική θερμότητα, η χρήση δομικών υδατανθράκων στο σιτηρέσιο των χοίρων είναι πολύ πιθανό ότι θα καταστεί επωφελής. Συνεπώς η χρήση λιπών και δομικών υδατανθράκων στα σιτηρέσια των χοίρων κατά τη διάρκεια των διαφόρων εποχών του έτους μπορεί να προσδιοριστεί με βάση το παραγωγικό στάδιο, διάφορους οικονομικούς παράγοντες και τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.

Πέραν τούτων και άλλοι παράγοντες είναι σε θέση να επηρεάσουν το βαθμό αξιοποίησης της ενέργειας της τροφής και κατά συνέπεια και την εκμετάλλευση της τροφής, όπως για παράδειγμα τα αμινοξέα, τα λιπαρά οξέα και οι ινώδεις ουσίες. Σιτηρέσια τα οποία περιέχουν περίσσεια αμινοξέων ή ακατάλληλη αναλογία αμινοξέων χρησιμοποιούνται λιγότερο αποτελεσματικά από τους χοίρους σε σύγκριση με τα σιτηρέσια τα οποία περιέχουν αμινοξέα στις κατάλληλες ποιοτικές και ποσοτικές αναλογίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο οργανισμός των χοίρων σπαταλά ενέργεια για να εξουδετερώσει την περίσσεια των αμινοξέων της τροφής, με αποτέλεσμα την επιδείνωση στην εκμετάλλευση της τροφής. Οι ινώδεις ουσίες (fiber) της τροφής είναι πολύπλοκοι υδατάνθρακες που απαντούν στους καρπούς των δημητριακών, στα άχυρα και γενικά στις ζωοτροφές φυτικής προέλευσης και δε πέπτονται αποτελεσματικά από τον οργανισμό των χοίρων. Πέραν της περιορισμένης τους πεπτικότητας, τα ινώδη συστατικά περιορίζουν και το βαθμό χρησιμοποίησης της ενέργειας του σιτηρεσίου, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση περιορισμένου συντελεστή εκμετάλλευσης τροφής. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση των ινωδών ουσιών θεωρείται επιβεβλημένη σε ορισμένες περιπτώσεις στη διατροφή των χοίρων, όπως για παράδειγμα στη διατροφή των χοιρομητέρων, διότι περιορίζει την εναπόθεση σωματικού λίπους. Επιπλέον, οι ινώδεις ουσίες συχνά προστίθενται στα σιτηρέσια εγκύων χοιρομητέρων στα οποία επιδιώκεται ο περιορισμός της παρεχόμενης ενέργειας ή και η αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων δυσκοιλιότητας.

3.2. Πρωτεΐνη και αμινοξέα (protein and amino acids)

Η ολική πρωτεΐνη (crude protein), η οποία περιέχεται στο σιτηρέσιο των χοίρων, θεωρείται άριστης ποιότητας όταν ικανοποιεί πλήρως τις ανάγκες τους σε αμινοξέα. Ο όρος «ολική» χρησιμοποιείται διότι οι ζωοτροφές συχνά δεν περιέχουν μόνο αμινοξέα (κάθε αμινοξύ περιέχει άζωτο), αλλά και αζωτούχες ουσίες μη πρωτεϊνικής προέλευσης (non amino acid nitrogen). Η ολική πρωτεΐνη στους καρπούς δημητριακών εκτιμάται με τη βοήθεια μαθηματικών υπολογισμών από την μετρούμενη εργαστηριακά ποσότητα ολικού πρωτεϊνικού και μη πρωτεϊνικού αζώτου. Το μη πρωτεϊνικής φύσης μέρος του σιτηρεσίου (πχ ουρία, νιτρικά άλατα κ.α) δε χρησιμοποιείται αποτελεσματικά από τον οργανισμό των χοίρων, αλλά το άζωτο το οποίο περιέχει συνυπολογίζεται κατά τη διαδικασία εκτίμησης της ολικής πρωτεΐνης.

Ο οργανισμός των χοιριδίων στην πραγματικότητα δεν απαιτεί τη κατανάλωση μιας συγκεκριμένης πρωτεΐνης, αλλά χρειάζεται τα κατάλληλα αμινοξέα που θα τον βοηθήσουν να σχηματίσει τις μυϊκές και τις άλλες σωματικές του πρωτεΐνες. Δέκα από τα είκοσι αμινοξέα θεωρούνται για τους χοίρους ως απαραίτητα (essentials), διότι ο οργανισμός των χοίρων αδυνατεί να τα συνθέσει ή τα συνθέτει σε μικρές ποσότητες που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του. Τα απαραίτητα αυτά αμινοξέα πρέπει να προστίθενται στο σιτηρέσιο σε ένα ελάχιστο επίπεδο καλύπτοντας τις ανάγκες των χοίρων και να συντελώντας στον ομαλό σχηματισμό όλων των σωματικών πρωτεϊνών.

Τα αμινοξέα επιπλέον απαιτούνται σε μια καθορισμένη αναλογία για το σχηματισμό κάθε σωματικής πρωτεΐνης. Εξαιτίας του γεγονότος ότι ο σχηματισμός των διαφόρων σωματικών πρωτεϊνών λαμβάνει χώρα στο ζωικό οργανισμό με διαφορετικούς ρυθμούς, η απαιτούμενη αναλογία σε απαραίτητα αμινοξέα για το σχηματισμό κάθε μιας από τις σωματικές πρωτεΐνες διαφέρει σημαντικά. Η περιεκτικότητα του σιτηρεσίου των χοίρων σε αμινοξέα μπορεί να επηρεάσει το σχηματισμό των πρωτεϊνών αυτών. Θεωρητικά, μπορούμε να επιτύχουμε άριστα αποτελέσματα όταν στο σιτηρέσιο των χοίρων συμμετέχουν τα αμινοξέα στην απαιτούμενη ποσότητα και με μια άριστη αναλογία των απαραίτητων αμινοξέων (ιδεώδης πρωτεΐνη), η οποία θα είναι παρόμοια με εκείνη των σωματικών πρωτεϊνών και επιπλέον παράλληλα στο σιτηρέσιο θα προστεθεί μια ποσότητα πρωτεϊνών για την κάλυψη των αναγκών συντήρησης. Έτσι η ιδεώδης πρωτεΐνη στο σιτηρέσιο πρέπει να περιέχει μια άριστη αναλογία των απαιτούμενων αμινοξέων για την κάλυψη των αναγκών συντήρησης, ανάπτυξης και αναπαραγωγής (εάν υπάρχουν) των χοίρων.

Η αναλογία των διαφέρων αμινοξέων εκφράζεται συνήθως σε σχέση με τις απαιτήσεις σε λυσίνη (lysine) στο σιτηρέσιο. Αν και συνήθως χρησιμοποιείται η έκφραση συνολική συγκέντρωση αμινοξέων στο σιτηρέσιο, η υιοθέτηση στο άμεσο μέλλον εκφράσεων όπως η πεπτή (digestible) ή η διαθέσιμη (available) ποσότητα αμινοξέων θα είναι περισσότερο χρήσιμη, καθώς με τον τρόπο αυτό εκφράζεται καλύτερα τι τελικά πέπτεται ή χρησιμοποιείται αντίστοιχα, από τις πρωτεΐνες που περιέχονται σε κάθε ζωοτροφή.

Η λυσίνη αποτελεί το πρώτο ελλειμματικό αμινοξύ (first- limiting amino acid) σε ένα σύνηθες μίγμα που αποτελείται από καρπούς δημητριακών και σογιάλευρο. Για το λόγο αυτό κατά την κατάρτιση των σιτηρεσίων των χοίρων δίνεται μεγαλύτερη σημασία στο επίπεδο της λυσίνης παρά στο επίπεδο της πρωτεΐνης του σιτηρεσίου. Η πρακτική αυτή οδηγεί τελικά στη δημιουργία σιτηρεσίων με επαρκή επίπεδα λυσίνης αλλά και με ελαφρά υπερεπάρκεια στα υπόλοιπα αμινοξέα. Ωστόσο, δεν έχει διαπιστωθεί σε καμία ερευνητική εργασία βλαπτική επίδραση της υπερεπάρκειας αυτής των αμινοξέων στο σιτηρέσιο στις αποδόσεις των χοίρων. Φυσιολογικά, η επιπλέον ποσότητα των αμινοξέων στο σώμα των χοίρων μεταβολίζεται για το σχηματισμό ουρίας, που αποτελεί το τελικό προϊόν στο μεταβολισμό του αζώτου και η οποία στη συνέχεια αποβάλλεται με τα ούρα.

Εκτός από τη λυσίνη άλλα αμινοξέα που επίσης στα σιτηρέσια με βάση τους καρπούς δημητριακών και σογιάλευρο απαντούν σε χαμηλές συγκεντρώσεις είναι η ισολευκίνη, η βαλίνη, η τρυπτοφάνη, η θρεονίνη και η μεθειονίνη. Ωστόσο, ανεπάρκεια στο σιτηρέσιο των χοίρων στα αμινοξέα αυτά, παρατηρείται μόνο τότε όταν το σογιάλευρο αντικαθίσταται από άλλη πηγή πρωτεΐνης. Για παράδειγμα, όταν ως πηγή πρωτεΐνης στο εναρκτήριο σιτηρέσιο των χοιριδίων χρησιμοποιείται πλάσμα πρωτεΐνης, το σιτηρέσιο αναμένεται να είναι ελλειματικό σε μεθειονίνη.

Σε πρακτικό επίπεδο για να δημιουργήσουμε μια ιδανική αναλογία αμινοξέων στο σιτηρέσιο των χοίρων επιβάλλεται να συνδυάσουμε περισσότερες πηγές πρωτεΐνης και /ή να χρησιμοποιήσουμε επιπλέον ποσότητα συνθετικών αμινοξέων. Η ενίσχυση ενός σιτηρεσίου χαμηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη με συνθετικά αμινοξέα ωστόσο, όπως για παράδειγμα με υδροχλωρική λυσίνη (lysine-HCl), που περιέχει 78,8% περίπου λυσίνη, επιφέρει τις περισσότερες φορές μεγαλύτερη επιβάρυνση του κόστους σε σύγκριση με το κόστος που προκαλεί η επιπλέον χορήγηση μια συνήθους πρωτεϊνικής πηγής. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση της συνήθους πρωτεϊνικής πηγής περιορίζει σημαντική την απέκκριση της ποσότητας του αζώτου δια των περιττωμάτων. Σε γενικές γραμμές με εξαίρεση ίσως τη λυσίνη και τη μεθειονίνη, δεν είναι οικονομικώς συμφέρουσα η χρησιμοποίηση άλλων συνθετικών αμινοξέων στο σιτηρέσιο των χοίρων, λόγω του υψηλού κόστους αγοράς.

Τα χοιρίδια γενικά τείνουν να καταναλώσουν ποσότητα τροφής ικανής να καλύψει τις ανάγκες τους σε ενέργεια. Συνεπώς, όσο η περιεκτικότητα του σιτηρεσίου τους σε λίπη αυξάνεται, το ποσό της τροφής το οποίο τελικά θα καταναλώνουν θα περιορίζεται. Ως εκ τούτου στις περιπτώσεις αύξησης της περιεκτικότητας του σιτηρεσίου των χοίρων σε λίπη και της αναμενόμενης περιορισμένης κατανάλωσης τροφής, για να αποφευχθεί η περιορισμένη κατανάλωση λυσίνης κρίνεται απαραίτητο όπως διατηρηθεί σταθερή η αναλογία ενέργειας (θερμίδες): πρωτεΐνη (λυσίνη). Αυτό σημαίνει ότι όσο η κατανάλωση της τροφής περιορίζεται, άλλα θρεπτικά συστατικά πρέπει να προστίθενται στο σιτηρέσιο, που θα εξασφαλίσουν τη σταθεροποίηση της σχέσης αυτής.

Κατά τη διαδικασία επεξεργασίας (ιδιαίτερα της θερμικής) των δημητριακών καρπών ή των ζωοτροφών ζωικής προέλευσης, είναι δυνατό να προκληθεί σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας της πρωτεΐνης. Ειδικότερα, η υψηλή θερμοκρασία στις περιπτώσεις αυτές τροποποιεί τη χημική δομή της πρωτεΐνης και συμβάλλει στον περιορισμό της πεπτικότητας και της βιοδιαθεσιμότητας των αμινοξέων που περιέχει με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται αποτελεσματικά από το ζωικό σώμα. Αν και η περίσσεια πρωτεΐνης ή και των αμινοξέων στο σιτηρέσιο των χοίρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο σώμα ως πηγή για την παραγωγή ενέργειας, η πρακτική αυτή έχει πολύ μικρή σημασία εξαιτίας τόσο της σημαντικά μεγαλύτερης οικονομικής επιβάρυνσης που επιφέρει όσο και της υψηλότερης αποβολής αζώτου στο περιβάλλον.

4. Ανόργανες ουσίες (minerals)

Οι απαιτήσεις των χοίρων σε μακροστοιχεία, δίνονται στο πίνακα 1. Αν και τα μακροστοιχεία αποτελούν συστατικά στις περισσότερες ζωοτροφές φυτικής προέλευσης, μερικά απαντούν σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις. Συνεπώς, έχει ιδιαίτερη σημασία η εξισορρόπηση των σιτηρεσίων στα ελλειμματικά μακροστοιχεία με τη χρησιμοποίηση ανόργανων πηγών. Το ασβέστιο (calcium), ο φωσφόρος (phosphorus) και το μαγνήσιο (magnesium) συμβάλλουν στο σχηματισμό των οστών, συμμετέχοντας παράλληλα και σε πολλές ακόμη βιοχημικές αντιδράσεις. Το νάτριο (sodium), το κάλιο (potassium) και το χλώριο (chloride) διευκολύνουν τη μεταφορά των θρεπτικών ουσιών δια μέσου των κυτταρικών μεμβρανών, παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του pH του σώματος, στο ισοζύγιο του ύδατος και στη διαδικασία της πέψης. Το θείο (sulfur) συμμετέχει στη δομή αρκετών οργανικών ενώσεων μέσα στο σώμα. Σε γενικές γραμμές η προσθήκη στο σιτηρέσιο των χοίρων μαγνησίου, καλίου και θείου δεν είναι απαραίτητη, με δεδομένο ότι οι ανάγκες των ζώων καλύπτονται επαρκώς δια της τροφής.

Άλλα ανόργανα στοιχεία αναφέρονται ως μικροστοιχεία (trace ή micro minerals), διότι οι ανάγκες των χοίρων σε αυτά είναι πολύ περιορισμένες (Πίνακας 1). Οι συγκεντρώσεις των ανόργανων αυτών ουσιών εκφράζονται συνήθως σε μέρη στο εκατομμύριο (parts per million ή ppm), με το 1ppm να ισοδυναμεί με το 0,0001% του σιτηρεσίου. Οι ανόργανες αυτές ουσίες συχνά συμμετέχουν στο σχηματισμό του μορίου των ενζύμων ή των σωματικών ορμονών και/ η έχουν σχέση με την εκδήλωση της ενεργότητας των μεταβολικών ενζύμων. Αν και τα μικροστοιχεία βρίσκονται στους καρπούς δημητριακών και στα υποπροϊόντα αυτών, ο σίδηρος (iron), ο ψευδάργυρος (zinc), ο χαλκός (copper), το σελήνιο (selenium) και το ιώδιο (iodine) πρέπει να προστίθενται. Το νικέλιο (nickel), το βανάδιο (vanadium) και το αρσενικό (arsenic) δεν φαίνεται να ασκούν κάποιο σημαντικό ρόλο στην λειτουργία του οργανισμού των χοίρων, αλλά ανιχνεύονται κατά τις εργαστηριακές αναλύσεις στους σωματικούς ιστούς. Ο διατροφικός ρόλος του χρωμίου (chromium) είναι ακόμη αδιευκρίνιστος. Ορισμένοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι η προσθήκη χρωμίου στο σιτηρέσιο των χοίρων επιφέρει μεταβολές στο σχηματισμό των μυών και βελτιώνει σημαντικά τις αναπαραγωγικές ικανότητες, ενώ άλλοι αντίθετα δεν έχουν παρατηρήσει παρόμοιες επιδράσεις. Είναι πολύ πιθανό ότι το χρώμιο το οποίο περιέχεται στις συνήθεις τροφές των χοίρων επαρκεί για τη πλήρη κάλυψη των αναγκών τους.

Η αναλογία μεταξύ του ασβεστίου και του φωσφόρου στο σιτηρέσιο των χοίρων θεωρείται ουσιαστικής σημασίας και ασκεί σημαντική επίδραση στην απορρόφηση και στη χρησιμοποίηση και των δύο ανόργανων ουσιών. Όταν το σιτηρέσιο των χοίρων περιέχει ένα περιθωριακό επίπεδο φωσφόρου, η επικρατούσα στο σιτηρέσιο υψηλή αναλογία ασβεστίου: φώσφορο θα οδηγήσει στην περιορισμένη απορρόφηση φωσφόρου. Μια πτωχή αναλογία μεταξύ ασβεστίου και φωσφόρου είναι δυνατό να περιορίσει σημαντικά το ρυθμό ανάπτυξης και να βλάψει το σχηματισμό τω οστών. Μια καλή αναλογία μεταξύ των δύο ανόργανων ουσιών σε ένα τυπικό σιτηρέσιο χοίρων που σχηματίζεται με βάση τους καρπούς δημητριακών και το σογιάλευρο πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 1,2:1 έως 1,5:1.

Η βιοδιαθεσιμότητα των ανόργανων ουσιών (mineral bioavailability) έχει μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα στη περίπτωση χρησιμοποίησης διαφόρων πηγών ανόργανων ουσιών. Η έννοια της βιοδιαθεσιμότητας δε περιλαμβάνει μόνο την απορρόφηση αλλά και τη μεταφορά στο ενδοκυτταρικό περιβάλλον για την εκδήλωση της βιολογικής λειτουργίας. Αρκετοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την βιοδιαθεσιμότητα των ανόργανων ουσιών:

• Η χημική μορφή των ανόργανων ουσιών.

• Το ποσό που προστίθεται στο σιτηρέσιο.

• Το ποσό που αποθηκεύεται στο σώμα.

• Η υγεία, η ηλικία και το φυσιολογικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται το ζώο.

• Η συγκέντρωση άλλων ανόργανων ουσιών στο σιτηρέσιο.

Στο εμπόριο κυκλοφορούν ανόργανες ουσίες με διάφορες οργανικές μορφές. Οι ανόργανες αυτές ουσίες συχνά δεσμεύονται με κάποια πρωτεΐνη ή κάποιο αμινοξύ και αναφέρονται ως «proteinates» ή «chelates» είτε ως ανόργανες ουσίες σε οργανική μορφή «organic minerals». Η μορφή αυτή των ανόργανων ουσιών εμφανίζει κατά κανόνα σχετικά υψηλή βιοδιαθεσιμότητα, αλλά το κόστος της χρησιμοποίησης της είναι γενικά υψηλότερο σε σύγκριση με τις ανόργανη μορφή. Οι κύριες ανόργανες πηγές, οι οποίες χρησιμοποιούνται σήμερα στη διατροφή των χοίρων και η βιοδιαθεσιμότητα αυτών δίνεται στο πίνακα 1.

|Πίνακας 1. Θρεπτικά συστατικά απαραίτητα στη διατροφή των χοίρων |

|Απαραίτητα |Ανόργανες ουσίες |Βιταμίνες |

|Αμινοξέα |Λιπαρά οξέα |Μακροστοιχεία |Μικροστοιχεία |Λιποδιαλυτές |Υδατοδιαλυτές |

|Αργινίνη, Arginine |Λιλολεϊκό, Linoleic |Ασβέστιο, Calcium |Σίδηρος, Iron |Βιταμίνη Α Vitamin A |Θειαμίνη Thiamine |

|Ιστιδίνη, Histidine |Λινολενικό, |Φώσφορος, Phosphorus |Ψευδάργυρος, Zinc |Βιταμίνη D Vitamin D |Ριβοφλαβίνη Riboflavin |

| |Linolenic | | | | |

|Ισολευκίνη, Isoleucine | |Μαγνήσιο, Magnesium |Χαλκός, Copper |Βιταμίνη Ε Vitamin E |Νιασίνη Niacin |

|Λευκίνη, Leucine | |Νάτριο, Sodium |Σελήνιο, Selenium |Βιταμίνη Κ Vitamin K |Πυριδοξίνη Pyridoxine (B6) |

|Λυσίνη, Lysine | |Κάλιο, Potassium |Ιώδιο, Iodine | |Βιοτίνη Biotin |

|Μεθειονίνη, Methionine | |Χλώριο, Chloride |Μαγγάνιο, Manganese | |Βιταμίνη Β12 Vitamin B12 |

|Φαινυλαλανίνη, Phenylalanine | |Θείο, Sulfur |Μολυβδαίνιο, Molybdenum | |Φολικό οξύ Folic acid |

|Θρεονίνη, Threonine | | | | |Παντοθενικό οξύ Pantothenic Acid |

|Τρυπτοφάνη, Tryptophan | | | | |Χολίνη Choline |

|Βαλίνη, Valine | | | | |Βιταμίνη Ca Vitamin Ca |

|Παρατήρηση στον Πίνακα 1. Αν και η βιταμίνη C μπορεί να συντεθεί από τον οργανισμό των χοίρων, σε έρευνες διαπιστώθηκε ότι τα πρώιμα απογαλακτισμένα χοιρίδια δεν έχουν αναπτύξει την ικανότητα αυτή και ως εκ τούτου η βιταμίνη |

|πρέπει να προστίθεται στο σιτηρέσιο τους για μία σύντομη περίοδο μετά τον απογαλακτισμό. |

|Πίνακας 2. Συνήθεις μορφές ανόργανων ουσιών που χρησιμοποιούνται στα σιτηρέσια των χοίρων. |

|Ανόργανες ουσίες |Μορφή |Βιοδιαθεσιμότητα | Ανόργανη ουσία % |

|Ασβέστιο, calcium |Οστεάλευρο, bone meal |Άριστη |24 |

| |Ανθρακικό, carbonate |Άριστη |38 |

| |Φωσφορικό μόνο ή διασβέστιο, mono- or dicalcium phosphate |Άριστη |18-21 |

| |Μαρμαρόσκονη, dolomitic limestone |Καλή |22 |

|Χαλκός, copper |Θειούχος, sulfate |Άριστη |25 |

| |Οξείδιο, oxide |Πτωχή |79 |

| |Λυσίνη, lysineb |Άριστη |10 |

|Σίδηρος, iron |Οξείδιο, ferric oxide |Αναξιοποίητος |< |

| |Ανθρακικός, ferrous carbonate |Πτωχή |32 |

| |Θειούχος, ferrous sulfate |Άριστη |32 |

| |Στη μεθειονίνη, iron methionineb |Άριστη |14.5 |

|Μαγνήσιο, magnesium |Θειούχο, sulfate |Άριστη |10 |

| |Οξείδιο, oxide |Καλή |54 |

| |Ανθρακικό, carbonate |Άριστη |30 |

|Μαγγάνιο, manganese |Θειούχο, sulfate |Άριστη |25 |

| |Μεθειονίνη, methionineb |Άριστη |16 |

|Φώσφορος, phosphorus |Οστεάλευρο, bone meal |Άριστη |12 |

| |Φωσφορικό διασβέστιο, dicalcium phosphate |Άριστη |18.5 |

| |Φωσφορικό μονοασβέστιο, monocalcium phosphate |Άριστη |21 |

| |soft rock phosphate |Πτωχή |17 |

| |defluorinate rock phosphate |Άριστη |20 |

|Σελήνιο, selenium |sodium selenite |Άριστη |45.6c |

| |sodium selenate |Άριστη |41.8c |

|Ψευδάργυρος, zinc |Λυσίνη, lysineb |Άριστη |10 |

| |Μεθειονίνη, methionineb |Άριστη |18 |

| |Οξείδιο, oxide |Μέτρια |2 |

| |Θειούχος, sulfate |Άριστη |36 |

| |Ανθρακικός, carbonate |Άριστη |78 |

|a Οι συγκεντρώσεις είναι δυνατό να διαφέρουν εξαιτίας της διαφορετικής περιεκτικότητας του προϊόντος σε ύδωρ. |

|b Οι “proteinates» ή «chelates» μπορεί να διαφέρουν όσον αφορά τη σύνθεση τους εξαιτίας της διαφορετικής χημικής τους δομής. |

|c Γενικά σχεδιάστηκε να αποδίδει 0,3 ppm στο τελικό μίγμα του σιτηρεσίου. |

5. Βιταμίνες (vitamins)

Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες (fat soluble vitamins), που συμπεριλαμβάνονται στο πίνακα 1 είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη, τη συντήρηση και την αναπαραγωγική δραστηριότητα των χοίρων. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός των χοίρων χρειάζεται ημερήσια μια συγκεκριμένη ποσότητα κάθε μιας από τις βιταμίνες αυτές. Στον πίνακα 1 ακόμη αναφέρονται και οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες (water soluble vitamins). Οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες γενικά χρησιμοποιούνται σε διάφορες μεταβολικές διεργασίες του οργανισμού και οι απαραίτητες ποσότητες κάθε μιας από αυτές συνδέονται αναλογικά με το ποσό της τροφής ή της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται. Ορισμένες από τις πρώτες ύλες του σιτηρεσίου, όπως επίσης και η μικροβιακή δραστηριότητα στο περιβάλλον του εντέρου, εξασφαλίζουν ένα μέρος των αναγκών των χοίρων σε βιταμίνες της ομάδας Β, αλλά οι υπόλοιπες υδατοδιαλυτές βιταμίνες είναι απαραίτητο να προστίθενται στο σιτηρέσιο.

Η αποθήκευση, η επεξεργασία και η ανάμειξη των βιταμινών με ανόργανες ουσίες μπορεί να περιορίσουν την δραστικότητα της κάθε βιταμίνης στο πρόμιγμα και στο τελικό σιτηρέσιο. Ορισμένες βιταμίνες μέσα στα προμίγματα διατηρούνται αναλλοίωτες για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Σε γενικές γραμμές για τη προστασία των βιταμινών τα προμίγματα πρέπει πάντα να αποθηκεύονται σε δροσερό και ξηρό μέρος και για μια σχετικά σύντομη χρονική περίοδο. Είναι γεγονός ότι η ενεργότητα των βιταμινών μέσα στα μίγματα βιταμινών- ανόργανων ουσιών είναι πολύ χαμηλότερη σε σύγκριση με την ενεργότητα των βιταμινών που αποθηκεύονται ξεχωριστά. Γενικά μια περίοδος αποθήκευσης βιταμινών που δε ξεπερνά τους τρεις μήνες δε δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα περισσότερα μίγματα βιταμινών.

6. Νερό (water)

Αποτελεί το συγκριτικά μεγαλύτερο συστατικό του σώματος των χοίρων (ξεπερνά το 90% στο σώμα των νεογέννητων χοιριδίων). Ποσοτικά, χρειάζεται από τον οργανισμό των χοίρων σε ποσά μεγαλύτερα από κάθε άλλο θρεπτικό συστατικό. Το νερό ασκεί πολύ σημαντικό ρόλο στον οργανισμό των χοίρων, παίζοντας σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό και στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος. Τα χοιρίδια συνήθως καταναλώνουν 2 έως 3kg νερού για κάθε kg τροφής που καταναλώνουν. Εάν το νερό δεν είναι εύκολα διαθέσιμο για τους χοίρους, εάν ο αριθμός των χοίρων σε κάθε κελί είναι υπερβολικός με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για τροφή και νερό, ή εάν ο αριθμός των ποτιστρών είναι πολύ μικρός, η κατανάλωση της τροφής και ο ημερήσιος ρυθμός ανάπτυξης των χοίρων θα περιοριστεί σημαντικά.

Οι παράγοντες οι οποίοι είναι δυνατό να βλάψουν τη ποιότητα του νερού περισσότερο από κάθε άλλο είναι οι διάφοροι μικροοργανισμοί. Το νερό το οποίο χρησιμοποιείται στη διατροφή των χοίρων πρέπει να έχει ανάλογα χαρακτηριστικά πόσιμου ύδατος για τον άνθρωπο. Ένας άλλος επίσης σημαντικός παράγοντας υποβάθμισης της ποιότητας του νερού είναι η συγκέντρωση νιτρικών αλάτων.

Ανόργανες ουσίες οι οποίες συχνά απαντούν στο νερό είναι το χλώριο, το θείο, ο σίδηρος και το μαγνήσιο. Οι ανόργανες αυτές ουσίες συνήθως σχηματίζουν σύμπλοκες ενώσεις με το ασβέστιο ή το νάτριο, οι οποίες γενικά θεωρούνται ως δυσδιάλυτες. Όταν οι συγκεντρώσεις των δυσδιάλυτων αυτών ενώσεων ξεπεράσουν ένα ορισμένο όριο στο πόσιμο ύδωρ (5000 ppm), είναι δυνατό να συνδεθούν με την εκδήλωση ανωμαλιών στη λειτουργία του πεπτικού σωλήνα (διάρροια) και με χαμηλές γενικά αποδόσεις.

Υψηλές συγκεντρώσεις σιδήρου ή θείου στο πόσιμο ύδωρ συνήθως δε συνδέονται με την εκδήλωση δυσμενών επιδράσεων στον οργανισμό των χοίρων. Ωστόσο, εάν οι συγκεντρώσεις των δύο αυτών ανόργανων είναι υπερβολικές, είναι πιθανά να συνδυαστούν με την εκδήλωση διάρροιας ιδιαίτερα στα νεαρά χοιρίδια. Τα νιτρικά άλατα απαντούν συνήθως στο υπεδάφιο νερό, ως αποτέλεσμα της γεωργοκτηνοτροφικής δραστηριότητας. Τα νιτρικά άλατα δεν ασκούν από μόνα τους κάποια τοξική επίδραση, αλλά σχετικά εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε νιτρώδη, τα οποία είναι πολύ τοξικά για τον οργανισμό των χοίρων. Ασφαλές επίπεδο νιτρωδών αλάτων στο πόσιμο νερό θεωρείται κάθε επίπεδο χαμηλότερο των 100ppm, αλλά η πόση ύδατος με περιεκτικότητα σε νιτρώδη άλατα μεγαλύτερης των 100ppm είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει στο ζωικό σώμα σοβαρές τοξικές επιδράσεις εξαιτίας της μετατροπής της αιμογλοβίνης του αίματος σε μεθεμογλοβίνη. Η τελευταία δεν είναι σε θέση να μεταφέρει τα απαραίτητα ποσά οξυγόνου στους ιστούς του σώματος και εάν η συγκέντρωση της ξεπεράσει στο αίμα ένα ορισμένο επίπεδο είναι δυνατό να οδηγήσει στο θάνατο του ζώου.

Σε πρακτικό επίπεδο οι χοίροι εξασφαλίζουν την απαραίτητη ποσότητα πόσιμου ύδατος δια μέσου ειδικών ποτιστρών που έχουν τη μορφή πιπίλας (nipple drinkers). Η συνιστώμενη παροχή πόσιμου ύδατος δια μέσου του συστήματος αυτού δίνεται στον πίνακα 3 που ακολουθεί.

|Πίνακας 3. Συνιστώμενη παροχή πόσιμου ύδατος |

|Φάση παραγωγής |Ρυθμός ροής ύδατος |

|Νεογέννητα χοιρίδια 4-20kg |250 έως 500 ml/λεπτό |

|Αναπτυσσόμενα χοιρίδια 20-60kg |500 έως 750 ml/λεπτό |

|Παχυνόμενα χοιρίδια 60-100kg |750 έως 1000 ml/λεπτό |

|Χοιρομητέρες και κάπροι |1500 ml/λεπτό |

7. Ανάπτυξη χοιριδίων (pig growth)

Το χοιρίδιο είναι ένα ζώο με ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης και με δυνατότητες αύξησης του σωματικού του βάρους περισσότερο από εκατό φορές πριν την ηλικία των 12 μηνών. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου ρυθμού ανάπτυξης απαιτούνται μεγάλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών, που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη των σωματικών ιστών. Ο ρυθμός ανάπτυξης των επιμέρους κύριων συστατικών του σώματος των χοιριδίων μεταβάλλεται συνεχώς κατά τη περίοδο της ανάπτυξης και τουλάχιστο μέχρι το χρονικό όριο που τα ζώα θα αποκτήσουν το σωματικό μέγεθος των ενήλικων ζώων της φυλής τους.

Στο σχήμα 5 περιγράφονται οι ρυθμοί σχηματισμού των κύριων συστατικών του σώματος των χοίρων (οστά, μυς, λίπος) από τη γέννηση τους (3 έως 4 lb) έως το σωματικό βάρος των 300 pounds. Στα νεαρά χοιρίδια οι σωματικοί ιστοί με το μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης είναι τα οστά και οι μυς. Στα χοιρίδια που βρίσκονται στο τελικό στάδιο πάχυνσης εξακολουθεί η ανάπτυξη των οστών και των μυών αλλά ο ρυθμός της ανάπτυξης αυτής μειώνεται σταδιακά, ενώ η ανάπτυξη του λιπώδους ιστού αυξάνεται ταχέως όσο το σωματικό βάρος του χοίρου αυξάνει. Λόγω των σημαντικών γενετικών διαφορών μεταξύ των διαφόρων φυλών χοίρων στο ρυθμό της ανάπτυξης των τριών αυτών κύριων συστατικών του σώματος, οι ανάγκες τους σε θρεπτικά συστατικά εξαρτιόνται κάθε φορά από το ρυθμό ανάπτυξης που παρατηρείται. Γενικά οι χοίροι οι οποίοι εμφανίζουν μια υπεροχή όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης, έχουν και μεγαλύτερες θρεπτικές ανάγκες σε θρεπτικά συστατικά σε σύγκριση με τους χοίρους που εμφανίζουν μέτριο ή και κακό ρυθμό ανάπτυξης.

Στο σχήμα 5 δίνεται ακόμη μια σύγκριση όσον αφορά την ανάπτυξη των σωματικών ιστών μεταξύ δύο διαφορετικών γονότυπων, του «μέσου βιομηχανικού» και του «άπαχου». Παρατηρείται γενικά μια μεγαλύτερη διαφορά στη σωματική σύνθεση μεταξύ των δύο συγκρινόμενων γονότυπων περισσότερο κατά τη διάρκεια της τελικής φάσης πάχυνσης παρά κατά τη διάρκεια έναρξης της ανάπτυξης.

[pic]

Figure 5. Relative Rates of Body Development and

Nutrients Needed at Various Production Phases.

8. Σχηματισμός του σκελετού (skeletal formation)

Η ανάπτυξη των οστών είναι ταχύτατη στις νεαρές ηλικίες των χοίρων αλλά περιορίζεται σταδιακά όσο οι χοίροι προσεγγίζουν το βάρος σφαγής. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη μια υψηλότερη συγκέντρωση ασβεστίου και φωσφόρου στα εναρκτήρια σιτηρέσια και στα σιτηρέσια ανάπτυξης των χοίρων σε σύγκριση με τα σιτηρέσια τελικής πάχυνσης. Αν και η ανάπτυξη των οστών περιορίζεται με την πρόοδο της ηλικίας των χοίρων, ο σκελετός εξακολουθεί να αναπτύσσεται και στη περίοδο της τελικής πάχυνσης με περιορισμένους ρυθμούς. Κατά τη περίοδο αυτή τα οστά διαπλατύνονται και γίνονται πυκνότερα και συνεπώς και ισχυρότερα.

Ο οργανισμός των χοίρων που βρίσκονται στη τελική φάση πάχυνσης εμφανίζει την ικανότητα να αποθηκεύει ασβέστιο και φωσφόρο στα οστά του μετά την κάλυψη των ημερήσιων αναγκών του για την επίτευξη του άριστου ρυθμού ανάπτυξης. Η τάση αυτή αποθήκευσης ανόργανων ουσιών στα οστά δεν είναι χρήσιμη ασφαλώς για χοίρους που προορίζονται για σφαγή, αλλά είναι πολύ χρήσιμη για τις νεαρές χοιρομητέρες (gilts) που διατηρούνται στην αγέλη ως ζώα αναπαραγωγής, με δεδομένο ότι συμβάλλει στη βελτίωση των αναπαραγωγικών δυνατοτήτων των ζώων αυτών.

Συνεπώς, οι νεαρές χοιρομητέρες οι οποίες καταναλώνουν κατά το τελικό στάδιο της ανάπτυξης τους ένα σιτηρέσιο με χαμηλότερα από το κανονικό επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου, θα αναπτύξουν πιθανά ένα λιγότερο ανθεκτικό σκελετό. Αυξάνοντας το επίπεδο του ασβεστίου και του φωσφόρου στο σιτηρέσιο των νεαρών ζώων αντικατάστασης κατά 10% σε σύγκριση με εκείνο των χοίρων τελικής πάχυνσης θα επιτύχουμε ένα άριστο βαθμό ανοργανοποίησης των οστών «bone mineralization».

Σωματικές πρωτεΐνες και μυϊκός ιστός

Κάθε σωματικός ιστός περιέχει ποικιλία πρωτεϊνών και κάθε μια από τις πρωτεΐνες αυτές έχει μια ιδιαίτερη σύνθεση αμινοξέων. Οι σωματικοί ιστοί επιπλέον αναπτύσσονται με διαφορετικό ρυθμό από τη γέννηση έως την ενηλικίωση του ζώου. Για παράδειγμα τα εσωτερικά όργανα (πχ ήπαρ, εντερικός σωλήνας, κ.λ.π.) αναπτύσσονται ταχύτερα στα νεαρότερα χοιρίδια αλλά σχετικά αργά στους ενήλικες χοίρους. Αντίθετα, άλλοι ιστοί (πχ τα όργανα αναπαραγωγής) αναπτύσσονται εξαιρετικά γρήγορα κατά τη διάρκεια της τελικής ανάπτυξης των ζώων.

Λόγω του ότι κάθε ιστός του σώματος περιέχει μια διαφορετική σύνθεση αμινοξέων, οι ανάγκες σε αμινοξέα στο σιτηρέσιο θα διαφέρουν καθώς οι διαφορετικοί ιστοί αναπτύσσονται. Ο μυϊκός ιστός αναπτύσσεται σε αυξανόμενους ρυθμούς κατά τη περίοδο από τη γέννηση έως το μέσο περίπου της περιόδου ανάπτυξης, αλλά η ανάπτυξη του επιβραδύνεται στο υπόλοιπο της περιόδου ανάπτυξης και πάχυνσης. Η περίοδος κατά την οποία ο μυϊκός ιστός περιορίζει την ανάπτυξη του καθορίζεται από τη γενετική ικανότητα κάθε ζώου να σχηματίζει μυϊκή μάζα. Ο δυνατός αριθμός μυϊκών σωματικών κυττάρων για κάθε χοίρο στην ενηλικίωση, καθορίζεται κυρίως από γενετικούς παράγοντες που υπεισέρχονται από τα πρώτα στάδια σχηματισμού του κατά τη σύλληψη. Οι πλέον άπαχοι γονότυποι περιέχουν ένα μεγαλύτερο αριθμό μυϊκών κυττάρων στη γέννηση σε σύγκριση με τους γονότυπους των χοίρων που δεν είναι τόσο άπαχοι. Τα μυϊκά κύτταρα αυξάνονται σε μέγεθος μετά τη γέννηση, αλλά με την προϋπόθεση ότι έχουν στη διάθεση τους επαρκή θρεπτικά στοιχεία καθώς επίσης και ορμονική διέγερση.

Η γενετική επιστήμη έχει δημιουργήσει αρκετές βελτιωμένες γραμμές χοίρων, η κάθε μια από τις οποίες εμφανίζει ένα άριστο ρυθμό μυϊκής ανάπτυξης. Η παράθεση σιτηρεσίων με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη δεν θα συντελέσει σε μια περαιτέρω αύξηση της μυϊκής μάζας, πέραν εκείνης που καθορίζουν οι γενετικές προδιαγραφές, αλλά η παράθεση σιτηρεσίων με χαμηλότερη της κανονικής περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη σίγουρα θα περιορίσει την μυϊκή ανάπτυξη και θα εξουδετερώσει τις γενετικές δυνατότητες των ζώων αυτών.

Συνεπώς είναι πιθανό να κάνουμε ένα γενετικά άπαχο χοίρο παχύτερο χορηγώντας ένα σιτηρέσιο με χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, αλλά είναι απίθανο να κάνουμε ένα γενετικά παχύτερο χοίρο περισσότερο άπαχο χορηγώντας ένα σιτηρέσιο με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη. Δεν είναι πιθανό να ξεπεράσουμε τις γενετικές δυνατότητες των χοίρων όσον αφορά τη παραγωγή μυϊκής μάζας χρησιμοποιώντας διάφορους διατροφικούς χειρισμούς, αλλά είναι πιθανό να περιορίσουμε τις γενετικές αυτές δυνατότητες με τη παράθεση ακατάλληλων και ελλειμματικών σιτηρεσίων.

Ο ρυθμός σχηματισμού του μυϊκού ιστού περιορίζεται κατά τη διάρκεια της τελικής περιόδου πάχυνσης των χοίρων, αλλά ο ακριβής χρόνος της απόκλισης αυτής ποικίλει για γενετικούς λόγους μεταξύ των ζώων. Γενικά, παρατηρείται μια ευρεία διακύμανση μεταξύ των γονότυπων, αλλά οι περισσότερο άπαχοι γονότυποι εξακολουθούν να αναπτύσσουν μυϊκή μάζα σε μεγαλύτερο σωματικό βάρος (70-80kg) σε σύγκριση με τους άλλους γονότυπους. Αντίθετα, οι χοίροι με μικρότερη μυϊκή μάζα γενικά εμφανίζουν περιορισμό της μυϊκής τους ανάπτυξης σε μικρότερο σωματικό βάρος (55-65kg).

Ως εκ τούτου, χοίροι στο τελικό στάδιο πάχυνσης που εμφανίζουν υψηλότερο ρυθμό μυϊκής ανάπτυξης έχουν μεγαλύτερες ανάγκες αμινοξέων στο σιτηρέσιο τους σε σύγκριση με τους χοίρους που εμφανίζουν χαμηλότερους ρυθμούς. Επιπλέον, οι χοίροι με μικρότερες δυνατότητες μυϊκής ανάπτυξης καθίστανται παχύτεροι καθώς το σωματικό τους βάρος αυξάνεται μετά το όριο των 105-115kg.

Ανάπτυξη λιπώδους ιστού (fat development)

Το λίπος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα συστατικά όλων των σωματικών κυττάρων, καθώς επίσης και ένα σημαντικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών. Τα λιποκύτταρα σχηματίζονται κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης αλλά δεν πληρούνται έως ότου ο χοίρος είναι σε θέση να καταναλώσει με τη τροφή υψηλά επίπεδα ενέργειας. Ο αρχικός σχηματισμός των λιποκυττάρων βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση γενετικών παραγόντων, αλλά η πλήρωση τους επηρεάζεται από τις συνθήκες της διατροφής.

Όταν οι χοίροι καταναλώνουν σιτηρέσια τα οποία περιέχουν περίσσεια υδατανθράκων ή λιπών, παρατηρείται αποθήκευση με τη μορφή λίπους κυρίως στα λιποκύτταρα, ενώ όταν καταναλώνουν σιτηρέσια με περίσσεια σε άλλα θρεπτικά στοιχεία, τα στοιχεία αυτά σε μεγάλο ποσοστό αποβάλλονται. Το λίπος ως υποδόριο, συμβάλλει στον οργανισμό ως πηγή ενέργειας αλλά και ως μονωτικό στρώμα για τη προστασία του οργανισμού. Το υποδόριο λίπος στους χοίρους αναπτύσσεται κυρίως κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Αν και η περιοχή από τη 10η έως τη τελευταία πλευρά περιέχει υποδόριο λίπος με μικρότερη λεπτότητα στρώσης σε σύγκριση με το βάθος στο υπόλοιπο τμήμα που βρίσκεται κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, η περιεκτικότητα σε λίπος στο σημείο αυτό είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με το συνολικό σωματικό λίπος. Η μέτρηση του πάχους υποδόριου λίπους στο σημείο αυτό (μεταξύ 10ης και τελευταίας πλευράς) χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της συνολικής λιποπεριεκτικότητας του σώματος του χοίρου.

Το ποσό του σωματικού λίπους που αποθηκεύεται επηρεάζεται από διατροφικούς και γενετικούς παράγοντες, αλλά ο τύπος του αποθηκευμένου λίπους επηρεάζεται από το τύπο και τη ποσότητα του λίπους της τροφής. Αν και η εναπόθεση του λίπους παρατηρείται σε όλη τη διάρκεια της ζωής των χοίρων, ταχύτερη εναπόθεση παρατηρείται κατά τη διάρκεια της τελικής περιόδου της πάχυνσης τους και συμπίπτει με τη περίοδο κατά την οποία ο σχηματισμός της μυϊκής μάζας περιορίζεται (σχήμα 5). Το ποσό του εναποθηκευμένου λίπους αυξάνεται ταχύτερα και ενωρίτερα στους γονότυπους με αυξημένες προδιαγραφές εναπόθεσης λίπους, ενώ αντίθετα στους γονότυπους με περιορισμένες προδιαγραφές εναπόθεσης λίπους η εναπόθεση γίνεται με σχετικά αργότερους ρυθμούς. Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι παραγωγοί χοιρινού κρέατος επιθυμούν γενικά τη σφαγή των χοίρων σε μεγάλα σχετικά σωματικά βάρη (110-120kg), προτιμούν χοίρους με λιγότερο λίπος στο βάρος αυτό. Βαρύτεροι σωματικά χοίροι με μεγαλύτερες δυνατότητες μυϊκής ανάπτυξης και χαμηλότερο ρυθμό εναπόθεσης λίπους, θα εμφανίζουν λιγότερη συγκέντρωση υποδόριου λίπους στο σωματικό βάρος σφαγής.

Σχέση μεταξύ διατροφής και γενετικών παραγόντων

Τα χοιρίδια διαφορετικών γονότυπων εμφανίζουν διαφορετικές δυνατότητες ανάπτυξης των τριών κυριότερων συστατικών του σώματος τους (οστά, μυς, λίπος) και ως εκ τούτου έχουν και διαφορετικές απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά. Οι θρεπτικές ανάγκες για τους γονότυπους με μεγαλύτερη αναλογία στο σφάγιο άπαχου κρέατος, συμπεριλαμβάνουν αφθονία αμινοξέων, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η αυξημένη μυϊκή ανάπτυξη και επιπλέον η ανάπτυξη άπαχου μυϊκού ιστού προϋποθέτει πρόσθετη ενίσχυση του σιτηρεσίου με βιταμίνες και ανόργανες ουσίες.

Με την εξέλιξη της ανάπτυξης και τη μεταβολή του ρυθμού σχηματισμού των σωματικών συστατικών, το σιτηρέσιο των χοίρων πρέπει να προσαρμόζεται κάθε φορά στις διαφορετικές θρεπτικές απαιτήσεις. Για παράδειγμα, νεώτερης ηλικίας χοίροι εμφανίζουν ένα υψηλό ρυθμό ανάπτυξης των οστών και ως εκ τούτου έχουν και αυξημένες ανάγκες στο σιτηρέσιο τους σε ασβέστιο και φωσφόρο. Οι ανάγκες για τις ανόργανες αυτές ουσίες περιορίζονται σταδιακά παράλληλα με την πρόοδο της ανάπτυξης των ζώων, ακριβώς διότι και ο ρυθμός της ανάπτυξης των οστών τους περιορίζεται.

Εάν υπήρχε η δυνατότητα να εκτιμήσουμε ποσοτικά το ρυθμό σχηματισμού των τριών διαφορετικών συστατικών του σώματος των χοίρων κατά τη διάρκεια κάθε σταδίου της σωματικής τους ανάπτυξης και για κάθε ξεχωριστή γραμμή χοίρων, θα ήμασταν σε θέση να καταρτίσουμε σιτηρέσια που να ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στις πραγματικές ανάγκες των χοίρων. Τα διάφορα προγράμματα Η/Υ καταρτίζονται με βάση πληροφορίες σχετικά με τις αλλαγές που επέρχονται στο ρυθμό σχηματισμού των συστατικών του σώματος των χοίρων και ακόμη με βάση ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη διαθεσιμότητα των θρεπτικών συστατικών του σιτηρεσίου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί.

Ενδεδειγμένες μετατροπές στη σύνθεση του σιτηρεσίου των χοίρων, ανάλογα με τη φάση της ανάπτυξης, είναι δυνατό να προσεγγίσουν καλύτερα τις εξειδικευμένες εκάστοτε θρεπτικές τους ανάγκες. Στις περιπτώσεις αυτές ο καταρτισμός των σιτηρεσίων βοηθάει στην εκδήλωση των πραγματικών γενετικών δυνατοτήτων των χοίρων. Ωστόσο, προϋπόθεση για επιτυχημένη διατροφή αποτελεί η ομοιομορφία των χοίρων που απαρτίζουν τις ομάδες πάχυνσης. Ανομοιόμορφες ομάδες από την άποψη γονότυπων, ενδεχόμενα δεν θα επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Νεογέννητα και θηλάζοντα χοιρίδια (Newborn and nursing pigs)

Πριν τη γέννηση το έμβρυο κατά την ενδομήτρια ζωή του εφοδιάζεται συνεχώς με θρεπτικά στοιχεία (αμινοξέα, γλυκόζη, βιταμίνες και ανόργανες ουσίες) για να ολοκληρώσει επιτυχώς την ανάπτυξη του. Ο οργανισμός του εμβρύου δεν έχει την ικανότητα να πέψει θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται σε πολύπλοκη μορφή. Για το λόγο αυτό ο οργανισμός της μητέρας του το εφοδιάζει με θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται σε πολύ απλή μορφή, υποβοηθώντας σημαντικά την ανάπτυξη του μέχρι τη γέννηση. Μετά την γέννηση, ο τύπος πέψης και μεταβολισμού των θρεπτικών συστατικών στα νεογέννητα χοιρίδια μεταβάλλεται δραματικά.

Διατροφή και ανάπτυξη του εμβρύου πριν τη γέννηση

Ο πλακούντας (placenta) και ο ομφάλιος λώρος (umbilical cord) της χοιρομητέρας σχηματίζονται από πυκνό ιστό, που επιτρέπει την επιλεκτική μεταφορά θρεπτικών συστατικών στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Τα υδατοδιαλυτά θρεπτικά συστατικά γενικά μεταφέρονται ευκολότερα σε σύγκριση με τα λιποδιαλυτά. Τα χοιρίδια γεννιούνται με μια χαμηλή περιεκτικότητα σε σωματικό λίπος και ελάχιστα αποθέματα λιποδιαλυτών βιταμινών και ειδικότερα βιταμίνης Ε. Ακόμη παρατηρείται μια σχετικά χαμηλή περιεκτικότητα στο σώμα των νεογέννητων χοιριδίων σε σίδηρο και σελήνιο, γεγονός που οφείλεται στο περιορισμένο εφοδιασμό κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής στα δύο αυτά μικροστοιχεία. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι τα νεογέννητα χοιρίδια θα πρέπει να εφοδιαστούν το συντομότερο δυνατό με αυτά αλλά και με άλλα θρεπτικά συστατικά είτε από το πρωτόγαλα και το κανονικό γάλα που θα καταναλώσουν λίγο αργότερα, είτε από κάποια εξωγενή πηγή.

Η κύρια ενεργειακή πηγή του εμβρύου κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του είναι η γλυκόζη, η οποία προέρχεται από το αίμα της μητέρας και καταφθάνει στο έμβρυο δια μέσου του ομφάλιου λώρου. Τα έμβρυα τα οποία είναι τοποθετημένα περίπου στο κέντρο των κεράτων της μήτρας, δέχονται το μεγαλύτερο εφοδιασμό σε θρεπτικά συστατικά, γεγονός το οποίο τα βοηθάει να εμφανίζουν μεγαλύτερο σωματικό βάρος κατά τη γέννηση, ενώ αντίθετα έμβρυα που αναπτύσσονται στην άκρη των κεράτων της μήτρας, δέχονται μικρότερο εφοδιασμό σε γλυκόζη και άλλα θρεπτικά συστατικά και για το λόγο αυτό γενικά εμφανίζουν μικρότερο σωματικό βάρος κατά τη γέννηση.

Το σωματικό βάρος των χοιριδίων κατά τη γέννηση ως εκ τούτου, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ποσό της γλυκόζης που έφθανε σε αυτά κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής τους. Τα χοιρίδια τα οποία έχουν μεγαλύτερο σωματικό βάρος κατά τη γέννηση επιπλέον εμφανίζουν και ένα ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης για όλη την περίοδο από τη γέννηση έως την ηλικία σφαγής. Σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη των χοιριδίων κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής τους είναι δυνατό να προκύψουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δίδονται προς κατανάλωση στις χοιρομητέρες σιτηρέσια, τα οποία περιέχουν μεγαλύτερα ή μικρότερα από το κανονικό επίπεδα ενέργειας.

Τα αμινοξέα διέρχονται δια του πλακούντα στο έμβρυο και χρησιμοποιούνται για το σχηματικό των μυϊκών κυττάρων, των εσωτερικών οργάνων του εμβρύου και άλλων σωματικών ιστών που περιέχουν πρωτεΐνες. Αν και ο αριθμός των μυϊκών κυττάρων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από γενετικούς παράγοντες, τα έμβρυα των χοίρων τα οποία εφοδιάζονται με ανεπαρκή ποσότητα αμινοξέων θα φέρουν κατά τη γέννηση μυϊκά κύτταρα, τα οποία θα είναι αριθμητικά λιγότερα από τα φυσιολογικά. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ο ρυθμός ανάπτυξης των χοίρων αυτών έως το βάρος της σφαγής να υπολείπεται σημαντικά του φυσιολογικού.

Διατροφή των χοίρων μετά τη γέννηση (postnatal nutrition)

Για τα χοιρίδια που κατορθώνουν να επιβιώσουν μετά τον τοκετό (85-95%), το σωματικό βάρος σχεδόν διπλασιάζεται κατά τη διάρκεια της κάθε εβδομάδας από τις τρεις τουλάχιστον πρώτες εβδομάδες της ζωής τους που ακολουθούν. Αυτό επιτυγχάνεται με την εξασφάλιση των απαραίτητων ποσοτήτων θρεπτικών συστατικών δια μέσου της κατανάλωσης γάλακτος.

Το σώμα των νεογέννητων χοίρων περιέχει λιγότερο από 2% λίπος και δεν φέρει σχεδόν καθόλου υποδόρια στοιβάδα λίπους. Συνεπώς, τα νεαρά χοιρίδια θα πρέπει να πάρουν ένα μεγάλο ποσό της ενέργειας που τους χρειάζεται για να επιβιώσουν από το λίπος ή τους υδατάνθρακες του πρωτογάλακτος (colostrum). Εξαιτίας της ανύπαρκτης υποδόριας στοιβάδας λίπους, τα χοιρίδια επιπλέον χρειάζονται την απαραίτητη θερμότητα που θα τα προστατέψει από την ψύξη και θα τα βοηθήσει να διατηρήσουν σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος τους. Εάν η θερμοκρασία στο δάπεδο και στο χώρο διαβίωσης των χοίρων είναι χαμηλότερη από το κατώτερο όριο της άνετης ζώνης διαβίωσης των χοίρων, είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση θερμαντικών πηγών που θα αποτελούν μια αποτελεσματική πηγή παροχής πρόσθετης θερμότητας.

Η κατανάλωση του πρωτογάλακτος θεωρείται κρίσιμη για την επιβίωση του νεογέννητου χοιριδίου για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων οι κυριότεροι αναφέρονται στην εξασφάλιση των θρεπτικών συστατικών και των αντισωμάτων (antibodies) που περιέχει. Τα αντισώματα δεν μπορούν να μεταφερθούν από το σώμα της μητέρας στο έμβρυο δια του πλακούντα, αλλά μπορούν να μεταφερθούν δια μέσου των γαλακτικών ιστών στο γάλα. Για το λόγο αυτό το σώμα των νεογέννητων δε περιέχει τον κατάλληλο αριθμό αντισωμάτων και επιβάλλεται για να επιβιώσει να πάρει τα απαραίτητα αντισώματα από το πρωτόγαλα. Τα αντισώματα τα οποία το νεογέννητο θα πάρει από την μητέρα του δια μέσου του πρωτογάλακτος θα το βοηθήσουν να αποκτήσει ανοσία και να προστατευθεί από πολύ σοβαρές ασθένειες. Τα αντισώματα που περιέχονται στο πρωτόγαλα, απορροφιούνται εύκολα από τον οργανισμό των χοιριδίων εντός των πρώτων 24 έως 36 ωρών από τη γέννηση τους, αλλά όχι αργότερα. Μέσα σε τρεις συνήθως ημέρες η έκκριση του πρωτογάλακτος από το μαστό της χοίρου αντικαθίσταται από την έκκριση του φυσιολογικού γάλακτος.

Εξαιτίας του ταχύτατου ρυθμού ανάπτυξης των νεαρών χοιριδίων και της περιορισμένης συγκέντρωσης του γάλακτος της χοιρομητέρας σε σίδηρο, τα χοιρίδια δεν εξασφαλίζουν με το γάλα τις απαραίτητες ποσότητες σιδήρου που θα μπορούσαν να καλύψουν επαρκώς τις ανάγκες τους. Ο σίδηρος είναι ένα σημαντικό συστατικό της αιμογλοβίνης του αίματος, που είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά οξυγόνου στους ταχύτατα αναπτυσσόμενους σωματικούς ιστούς. Για το λόγο αυτό η διατροφή των χοιριδίων τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση τους πρέπει να εμπλουτιστεί με κάποια πηγή σιδήρου. Σε αντίθετη περίπτωση θα προκύψει αναιμία (anemia). Μια ενδομυϊκή έκχυση 100 έως 200mg σιδήρου είναι η πλέον συνήθης μέθοδος κάλυψης των αναγκών των χοιριδίων σε σίδηρο.

Η κατανάλωση αλάτων σιδήρου από τις χοιρομητέρες πρακτικά φαίνεται να ασκεί κάποια προστασία στη εκδήλωση της αναιμίας από τους νεαρούς χοίρους, αλλά το φαινόμενο αυτό περισσότερο αποδίδεται στην αύξηση στης συγκέντρωσης του σιδήρου στα κόπρανα της χοιρομητέρας παρά στο μητρικό γάλα. Πράγματι, τα χοιρίδια έχουν τη συνήθεια να καταναλώνουν ένα μέρος των κοπράνων της μητέρας τους, εξασφαλίζοντας ένα μέρος των αναγκών τους σε σίδηρο. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις για λόγους καθαρά τρόπου κατασκευής των κλωβών, τα κόπρανα της μητέρας απομακρύνονται άμεσα χωρίς να δίνεται η δυνατότητα προσέγγισης από τα χοιρίδια, με αποτέλεσμα να εκλείπει αυτή η πηγή εξασφάλισης σιδήρου. Μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων δεν θεωρείται απαραίτητη καμία προσθήκη σιδήρου στο σιτηρέσιο.

Το γάλα της χοιρομητέρας, το οποίο παράγεται από τα γαλακτικά κύτταρα του μαστού της από την 3 έως την 21 ημέρα μετά τον τοκετό, διατηρεί μια σταθερή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, λακτόζη, ασβέστιο και φωσφόρο. Το γάλα αποτελεί μια άριστη πηγή θρεπτικών συστατικών, που εμφανίζουν πολύ υψηλούς συντελεστές πεπτικότητας (>96%) για τα νεογέννητα χοιρίδια. Ορισμένα ωστόσο συστατικά του γάλακτος, όπως για παράδειγμα το σελήνιο, η βιταμίνη Ε και το λίπος είναι δυνατό να βρίσκονται σε ελλειμματικές συγκεντρώσεις. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη διατροφική αγωγή της χοιρομητέρας και τη σωματική της κατάσταση. Η κατανάλωση του γάλακτος δεν εξασφαλίζει τις απαραίτητες ποσότητες νερού για τα ταχύτατα αναπτυσσόμενα χοιρίδια και κρίνεται απαραίτητος ο εφοδιασμός της τοκετομάδας με τον κατάλληλο αριθμό ποτιστρών (τύπου πιπίλας).

Σε ορισμένες ερευνητικές εργασίες παρατηρήθηκε ότι οι γηραιότερες χοιρομητέρες είναι περισσότερο ευπαθείς στην έλλειψη βιταμίνης Ε και σεληνίου σε σύγκριση με τις χοιρομητέρες νεαρότερης ηλικίας. Το γάλα των χοιρομητέρων περιέχει χαμηλότερα επίπεδα σελήνιου και βιταμίνης Ε στο τέλος της περιόδου γαλακτοπαραγωγής και οι συγκεντρώσεις αυτές είναι ακόμη χαμηλότερες στο γάλα των γηραιότερων χοιρομητέρων. Συνεπώς, τα χοιρίδια των τοκετομάδων των γηραιότερων χοιρομητέρων είναι πολύ πιθανό να εμφανίζουν μια έλλειψη στα θρεπτικά αυτά συστατικά στη γέννηση ή μέσα σε χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας μετά το τοκετό. Πρακτικά για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη αυτή, θα μπορούσε να ενισχυθεί το σιτηρέσιο των χοιρομητέρων τόσο με σελήνιο όσο και με βιταμίνη Ε.

Το λίπος δε χρησιμοποιείται αποτελεσματικά από τα έμβρυα, αλλά αποτελεί την σημαντικότερη πηγή ενέργειας για τα θηλάζοντα χοιρίδια. Το λίπος απαντά σε μια σχετικά υψηλή συγκέντρωση στο πρωτόγαλα και στο κανονικό γάλα, κυμαινόμενη μεταξύ 5% και 9%. Τα θηλάζοντα χοιρίδια αξιοποιούν άριστα το λίπος του γάλακτος της χοιρομητέρας, διότι αφενός μεν όταν το γάλα εκκρίνεται από τους γαλακτικούς αδένες βρίσκεται ήδη σε μια ιδανική γαλακτοματοποιημένη μορφή και αφετέρου ο πεπτικός σωλήνας των νεαρών χοιριδίων εκκρίνει ένα σχετικά μεγάλο ποσό του ενζύμου λιπάση. Ο συνδυασμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα τη ταχεία διάσπαση του λίπους στα λιπαρά οξέα από τα οποία απαρτίζεται.

Η περιεκτικότητα του γάλακτος της χοιρομητέρας σε λίπος, επηρεάζεται από γενετικούς παράγοντες και από το περιεχόμενο του σώματος της σε εφεδρικό λίπος. Επιπλέον, επηρεάζεται από το μέγεθος της κατανάλωσης και από το περιεχόμενο του σιτηρεσίου γαλακτοπαραγωγής σε λίπος. Ο οργανισμός των χοιρομητέρων που περιέχει ελάχιστο εφεδρικό λίπος μεταφέρει μικρότερη ποσότητα λίπους στους γαλακτικούς αδένες. Προσθήκη λίπους στο σιτηρέσιο των χοιρομητέρων κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της κυοφορίας τους βελτιώνει σημαντικά το ποσοστό επιβίωσης των λιποβαρών χοιριδίων, κυρίως διότι προκαλεί την αύξηση της λιποπεριεκτικότητας του πρωτογάλακτος και του γάλακτος. Αυτό επιτρέπει τα λιποβαρή χοιρίδια να καταναλώσουν περισσότερη ενέργεια.

Η προσθήκη 5% λίπους στο σιτηρέσιο γαλακτοπαραγωγής των χοιρομητέρων δεν φαίνεται να προκαλεί καμία επιζήμια επίδραση στο μέγεθος της κατανάλωσης, αλλά σίγουρα αυξάνει το επίπεδο της καταναλισκόμενης ενέργειας, αυξάνει το περιεχόμενο του λίπους στο γάλα, αυξάνει το βάρος απογαλακτισμού των χοιριδίων, περιορίζει τις απώλειες σωματικού βάρους των χοιρομητέρων κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου και μπορεί να περιορίσει το διάστημα από τον απογαλακτισμό έως τη σύλληψη.

Το περιορισμένης ποσότητα γάλα της χοιρομητέρες ωστόσο, δεν περιέχει τις απαραίτητες ποσότητες θρεπτικών ουσιών που θα μπορούσαν από μόνες τους να εξασφαλίσουν ένα ταχύ ρυθμό ανάπτυξης των χοιριδίων μετά την 21η ημέρα της ηλικίας τους. Αυτό σημαίνει ότι η περιορισμένη ποσότητα του γάλακτος κατά τη περίοδο εκείνη θα πρέπει να ενισχύεται με την κατανάλωση στερεάς τροφής. Φυσιολογικά τα νεαρά χοιρίδια επιδεικνύουν για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τη κατανάλωση στερεάς τροφής από τη 10η ημέρα της ηλικίας τους, αλλά το μέγεθος της πρώτης αυτής κατανάλωσης στερεάς τροφής ανά χοιρίδιο διαφέρει σημαντικά μεταξύ των τοκετοομάδων.

Όταν τα χοιρίδια καταναλώνουν στερεά τροφή σε ικανοποιητικά επίπεδα, είναι δυνατό να εφαρμοστεί πρόγραμμα πρόωρου απογαλακτισμού (πίνακας 3), αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα έτσι ώστε τα χοιρίδια κατά τον απογαλακτισμό να καταναλώνουν μια μόνο μικρή σχετικά ποσότητα στερεάς τροφής για να μη δημιουργηθούν παθολογικές καταστάσεις στο πεπτικό τους σύστημα. Όταν το γάλα της χοιρομητέρας είναι περιορισμένης ποσότητας, η χορήγηση επιπλέον ποσότητας εμπορικού υποκατάστατου γάλακτος ενισχυμένου με ηλεκτρολύτες στα χοιρίδια θεωρείται επιβεβλημένη.

Επισημάνσεις με πρακτική σημασία

Ορισμένοι χοιροτρόφοι συνηθίζουν με ορμονικούς χειρισμούς να επισπεύδουν τον επερχόμενο τοκετό των χοιρομητέρων τους κατά 2-3 ημέρες. Ο χειρισμός αυτός φαίνεται ότι ασκεί σημαντική επίδραση στη σύνθεση του πρωτογάλακτος. Ειδικότερα, ο μαστός της χοιρομητέρας ενεργοποιείται για την επερχόμενη περίοδο γαλακτοπαραγωγής λίγες ημέρες πριν το φυσιολογικό τοκετό. Κατά τη διάρκεια των λίγων αυτών ημερών αντισώματα και θρεπτικά συστατικά μεταφέρονται και αποθηκεύονται από τον οργανισμό της μητέρας στα γαλακτικά κύτταρα. Κατά το φυσιολογικό τοκετό τα αποθηκευμένα αυτά συστατικά θα «περάσουν» στο πρωτόγαλα. Το πρωτόγαλα εκκρίνεται από το μαστό της χοιρομητέρας 10 περίπου ώρες πριν το τοκετό και η έκκριση του είναι συνεχής για τουλάχιστον 36 ώρες μετά τον τοκετό, χωρίς να είναι απαραίτητη (φυσιολογικά) κανείς επιπλέον χειρισμός για την διέγερση της έκκρισης του. Στη περίπτωση επίσπευσης του τοκετού η συσσώρευση αντισωμάτων και θρεπτικών συστατικών είναι περιορισμένη ή και ανύπαρκτη, γεγονός το οποίο έχει αντίκτυπο στη ποιότητα του πρωτογάλακτος και στην υγεία των χοιριδίων.

Η κατανάλωση της απαραίτητης ποσότητας πρωτόγαλακτος αμέσως μετά τον τοκετό είναι ζωτικής σημασίας για τα χοιρίδια κάθε σωματικού βάρους. Το σώμα των ελλειποβαρών χοιριδίων περιέχει ένα ελάχιστο ποσό αποθηκευμένης ενέργειας κατά τη γέννηση, γεγονός το οποίο καθιστά ενδεχόμενη την εκδήλωση υπογλυκαιμίας (χαμηλή συγκέντρωση του αίματος σε σάκχαρο) σύντομα αμέσως μετά τον τοκετό, εάν δεν καταναλωθούν οι απαραίτητες ποσότητες σακχάρων. Η έρευνα απέδειξε ότι, η χορήγηση υδατανθράκων (πχ δεξτρόζης) δια του στόματος άμεσα στα ελλειποβαρεί χοιρίδια είναι δυνατό να επιφέρει σημαντική βελτίωση στο ποσοστό της επιβίωσης τους. Αντίθετα, τα χοιρίδια μεγαλύτερου σωματικού βάρους μπορούν να επιβιώσουν για μεγαλύτερη χρονική περίοδο χωρίς θηλασμό και δεν χρειάζονται καμία συμπληρωματική χορήγηση σακχάρου. Τα επιτραπέζια σάκχαρα (πχ η σουκρόζη) δεν θεωρούνται κατάλληλα για το σκοπό αυτό, διότι είναι δυνατό να προκαλέσουν διάρροιες, που συχνά οδηγούν στο θάνατο των νεογέννητων χοιριδίων, ενώ αντίθετα η γλυκόζη αποτελεί μια κατάλληλη πηγή υδατανθράκων.

Η μεταφορά χοιριδίων από μια τοκετοομάδα σε μια άλλη είναι μια συνηθισμένη πρακτική στις περισσότερες χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις. Η μεταφορά αυτή ωστόσο για να είναι απρόσκοπτη, πρέπει να γίνει μέσα σε χρονικό διάστημα μιας έως τριών ημερών από τη γέννηση των χοιριδίων και σε τοκετοομάδα που έχει χοιρίδια ίδιας περίπου ηλικίας. Τα μεταφερόμενα με αυτό τον τρόπο χοιρίδια, γίνονται καλύτερα αποδεκτά από τη νέα μητέρα, γεγονός το οποίο έχει θετικές επιδράσεις στις αποδόσεις τους. Είναι πολύ σημαντικό τα νεαρά χοιρίδια να καταναλώσουν το ταχύτερο δυνατό μετά τον τοκετό το πρωτόγαλα, είτε από τη δική τους μητέρα είτε από κάποια άλλη. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να φροντίσουμε έτσι ώστε τα νεαρά χοιρίδια που μεταφέρονται σε άλλη τοκετομάδα να έχουν διαθέσιμη θηλή.

Μια συνηθισμένη πρακτική για την επιτυχημένη μεταφορά χοιριδίων από μια τοκετοομάδα σε μια άλλη, περιλαμβάνει αρχικά την τοποθέτηση όλων των χοιριδίων σε ένα ξεχωριστό κελί για παραμονή 2 έως 3 ωρών και την στη συνέχεια επαναφορά όλων των χοιριδίων στη χοιρομητέρα. Η παραμονή όλων των χοιριδίων σε κοινό χώρο, διευκολύνει τη μετάδοση της φυσικής οσμής της νέας χοιρομητέρας, που φυσιολογικά φέρουν τα δικά της χοιρίδια, στα νεοεισερχόμενα χοιρίδια, γεγονός το οποίο διευκολύνει την ευκολότερη αποδοχή. Επιπλέον, η περίοδος αυτή της απομόνωσης των 2-3 ωρών της χοιρομητέρας από τα χοιρίδια, διευκολύνει την πλήρωση των γαλακτικών κυττάρων του μαστού με γάλα, που διατίθεται για κατανάλωση σε όλα τα χοιρίδια της νέας τοκετοομάδας αμέσως μετά την επαναφορά.

Οι νεαρής ηλικίας χοιρομητέρες και γενικά οι χοιρομητέρες που γεννούν για πρώτη φορά, καταναλώνουν σχεδόν 15 έως 20% λιγότερη τροφή κατά τη διάρκεια της πρώτης γαλακτικής τους περιόδου και παράγουν ανάλογη μικρότερη ποσότητα γάλακτος σε σύγκριση με τις χοιρομητέρες μεγαλύτερης ηλικίας. Έτσι η μεταφορά χοιριδίων από τις τοκετοομάδες των νεότερων στις τοκετοομάδες των μεγαλύτερης ηλικίας χοιρομητέρων αποτελεί μια πολύ καλή πρακτική, που επιτρέπει στις νεότερες μητέρες να διατηρούν ένα μικρότερο αριθμό χοιριδίων (οκτώ έως εννέα), με αποτέλεσμα τα χοιρίδια της τοκετοομάδας τους να έχουν μεγαλύτερο σωματικό βάρος κατά τον απογαλακτισμό αλλά και τις ίδιες τις χοιρομητέρες να εμφανίζουν καλύτερες αναπαραγωγικές επιδόσεις.

Τα νεογέννητα χοιρίδια έχουν κατά κανόνα ένα σχετικά χαμηλό απόθεμα σιδήρου στο σώμα τους. Επιπλέον, το γάλα της μητέρας τους είναι ελλειμματικό σε σίδηρο. Έτσι, είναι πολύ πιθανό ότι θα εμφανίσουν συμπτώματα αναιμίας (περιορισμένος ρυθμός ανάπτυξης, εργώδης αναπνοή και ωχρό δέρμα) μέσα σε χρονικό διάστημα 7 έως 14 ημερών από τη γέννηση τους, εκτός εάν τους χορηγηθεί συμπληρωματικός σίδηρος. Η χορήγηση του συμπληρωματικού σίδηρου γίνεται συνήθως ενδομυϊκά (100- 200 mg) κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της ζωής τους. Για τον περιορισμό της αναμενόμενης καταπόνησης των χοιριδίων (stress), η χορήγηση μπορεί να συνδυαστεί με μια από τις άλλες επεμβάσεις, όπως για παράδειγμα με τον εμβολιασμό ή με την κοπή (σήμανση) των αυτιών.

Ο σίδηρος χρησιμοποιείται στο σώμα των χοιριδίων για τη βιοσύνθεση της αιμογλοβίνης του αίματος, η οποία θεωρείται απαραίτητη για τη μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς. Η ενδομυϊκή χορήγηση του σιδήρου θα είναι αποτελεσματική για τον οργανισμό των χοιριδίων, όταν χρησιμοποιείται σιδηρούχο φαρμακευτικό προϊόν, στο οποίο ο σίδηρος βρίσκεται συνδεδεμένος ελαφρά με συγκεκριμένο υλικό, το οποίο έχει την ιδιότητα όταν βρεθεί στην αιματική κυκλοφορία του χοιριδίου να αποδεσμεύει αργά και σταθερά τον σίδηρο. Το υλικό αυτό, το οποίο συνήθως χρησιμοποιείται για τη δέσμευση του σίδηρου, είναι κάποιος υδατάνθρακας (όπως για παράδειγμα η δεξτρόζη).

Στην περίπτωση κατά την οποία ο σίδηρος δε χορηγείται ενδομυϊκά αλλά από το στόμα, δεν είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση φαρμακευτικού σκευάσματος στο οποίο ο σίδηρος να βρίσκεται σε μορφή συμπλόκου με κάποιο υδατάνθρακα, διότι η απορρόφηση του σιδήρου ρυθμίζεται από τον εντερικό σωλήνα. Στη περίπτωση χορήγησης σιδήρου από το στόμα εξυπακούεται ότι ο σίδηρος πρέπει να βρίσκεται σε διαθέσιμη μορφή. Εάν τα θηλάζοντα χοιρίδια έχουν πρόσβαση σε βοσκή, η κατανάλωση μικρής ποσότητας εδάφους μπορεί να τους εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ποσότητα σιδήρου, έτσι ώστε η συμπληρωματική χορήγηση (ενδομυϊκή ή από το στόμα) να μη θεωρείται πλέον απαραίτητη.

Η συμπληρωματική χορήγηση των 200mg σιδήρου στο νεαρό χοιρίδιο λίγο μετά τη γέννηση του απεδείχθη ότι του εξασφαλίζει την απαραίτητη ποσότητα σιδήρου για χρονική περίοδο περίπου 28 έως 35 ημερών. Εάν ο σίδηρος προστίθεται κανονικά στο εναρκτήριο σιτηρέσιο των χοιριδίων και βρίσκεται σε μορφή που μπορεί εύκολα να αξιοποιήσει ο οργανισμός και εάν τα χοιρίδια καταναλώνουν τις φυσιολογικές ποσότητες στερεάς τροφής (εναρκτήριο σιτηρέσιο), δεν υπάρχει καμία επιπλέον ανάγκη για συμπληρωματική χορήγηση σιδήρου στον απογαλακτισμό, τουλάχιστο για τους περισσότερους γονότυπους.

Από διάφορες ερευνητικές εργασίες προέκυψε ότι όταν σε χοιρίδια που γεννιούνται με μεγάλες ελλείψεις σε σελήνιο και/ ή βιταμίνη Ε, χορηγηθεί ενδομυϊκά συμπληρωματική ποσότητα σιδήρου, είναι δυνατό να προκαλέσει το θάνατο τους σε λίγες μόνο ώρες μετά την έκχυση. Το πρόβλημα αυτό είναι περισσότερο συνηθισμένο στα χοιρίδια τα οποία γεννιούνται από χοιρομητέρες μεγάλης σχετικά ηλικίας. Αν και το πρόβλημα αποδίδεται στη «υπερφόρτωση» του οργανισμού του χοιριδίου με σίδηρο, η πραγματική αιτία είναι η έλλειψη σεληνίου και βιταμίνης Ε στον οργανισμό της χοιρομητέρας, που «μεταφέρεται» και στο νεογέννητο χοιρίδιο. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ο σίδηρος επιφέρει τραύματα στους ιστούς του σώματος του χοιριδίου, που προκαλούν τελικά ακόμη και το θάνατο του.

Η ανάγκη χορήγησης σεληνίου και βιταμίνης Ε στα νεαρά χοιρίδια αμέσως μετά τη γέννηση τους, θεωρείται απαραίτητη μόνο για τις αγέλες των χοίρων που αποδεδειγμένα εμφανίζουν έλλειψη σε σελήνιο και βιταμίνη Ε. Αντίθετα, ο σίδηρος είναι σίγουρα απαραίτητος και πρέπει να χορηγείται στα νεαρά χοιρίδια για όλες τις αγέλες μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων ημερών από τη γέννηση τους. Από την άλλη πλευρά το πρωτόγαλα θεωρείται άριστη πηγή βιταμίνης Ε και σεληνίου. Για να περιέχει ωστόσο το πρωτόγαλα τα δύο αυτά απαραίτητα στοιχεία θα πρέπει να υπάρχουν σε επαρκείς ποσότητες στο σώμα της μητέρας, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να σχηματίσει αποθέματα σε σελήνιο και βιταμίνη Ε μόνο εάν διατίθενται σε κατάλληλες ποσότητες στο σιτηρέσιο που καταναλώνει κατά τη διάρκεια της κυοφορίας.

Διατροφή των χοιριδίων μετά τον απογαλακτισμό (εναρκτήρια περίοδος. Σωματικό βάρος των χοίρων έως 23kg)

Ο πρόωρος απογαλακτισμός των χοιριδίων σε ηλικία 21 έως 28 ημερών, αποτελεί μια συνήθη πρακτική μεταξύ των εμπορικών χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων σε όλο τον κόσμο και έχει ως αντικειμενικό σκοπό μεταξύ των άλλων τον περιορισμό του κινδύνου μεταφοράς ασθενειών μεταξύ της μητέρας και των χοιριδίων. Η χρησιμοποίηση ζωοτροφών υψηλής πεπτικότητας για τα νεαρά χοιρίδια, έχει καταστήσει δυνατό τον απογαλακτισμό των χοιριδίων ακόμη σε νεώτερη ηλικία (10 έως 18 ημερών). Ωστόσο, ο πρόωρος απογαλακτισμός ή ο απογαλακτισμός των χοιριδίων σε ελαφρύτερο σωματικό βάρος προϋποθέτει σημαντικές αλλαγές στη διατροφική αγωγή των χοιριδίων και στην πρακτική διαχείρισης των εκμεταλλεύσεων.

Τα διάφορα διατροφικά προγράμματα τα οποία επινοούνται και εφαρμόζονται για διαφορετικές ηλικίες απογαλακτισμού, θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε φορά υπόψη την ικανότητα των χοιριδίων να πέψουν τα διάφορα θρεπτικά συστατικά του σιτηρεσίου, με δεδομένο ότι η ικανότητα αυτή μεταβάλλεται διαρκώς με την πρόοδο της ανάπτυξης τους. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί η κατάλληλη χρονική στιγμή κατά την οποία θα επιχειρηθεί επιτυχώς η αντικατάσταση των μεγαλύτερου οικονομικού κόστους εναρκτήριων σιτηρεσίων με εκείνα που έχουν χαμηλότερο κόστος.

Παρατηρούνται αρκετές φυσιολογικές μετατροπές που επέρχονται στον πεπτικό σωλήνα των νεαρών χοιριδίων στο χρονικό διάστημα από τη γέννηση τους έως την ηλικία των οκτώ εβδομάδων. Το χρονικό διάστημα που επιτελείται κάθε μια από τις αλλαγές αυτές θα καθορίσει και την απόφαση μας σχετικά με το ποιο σιτηρέσιο θα χρησιμοποιήσουμε. Η μεταβολή της δραστηριότητας των πεπτικών ενζύμων στον οργανισμό του νεαρού χοιριδίου πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη για την επιλογή των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση των εναρκτήριων σιτηρεσίων.

Σημαντικές μετατροπές υφίστανται εξάλλου τα νεαρά απογαλακτισμένα χοιρίδια και όσον αφορά τις συνθήκες του περιβάλλοντος, υγείας και διατροφής. Η κατανόηση των επιδράσεων που προκαλούν οι μετατροπές αυτές στη φυσιολογία του χοίρου έχει ακόμη ιδιαίτερη σημασία. Για τη δημιουργία ιδανικών συνθηκών απογαλακτισμού, τα χοιρίδια κάθε ομάδας πρέπει να έχουν ομοιόμορφο σωματικό βάρος. Ο ρυθμός ανάπτυξης των χοιριδίων κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων μετά τον απογαλακτισμό θα επηρεάσει και την υπόλοιπη περίοδο της ανάπτυξης τους μέχρι την ηλικία που θα αποκτήσουν το βάρος σφαγής.

Περιβάλλον (Environment)

Το φυσικό περιβάλλον (θερμοκρασία, υγρασία και ποιότητα αέρα) στον χώρο του αναθρεπτηρίου των χοιριδίων ασκεί άμεση επίδραση στις αποδόσεις τους. Εάν οι συνθήκες στο χώρο αυτό είναι ακατάλληλες, η εμφάνιση διαφόρων ασθενειών και διάρροιας είναι πολύ πιθανό ότι θα αυξηθεί. Ως αποτέλεσμα των κακών συνθηκών του περιβάλλοντος, θα προκύψει τελικά επιδείνωση των αποδόσεων των χοίρων και χειροτέρευση της αξιοποίησης της τροφής, σε βάρος του συνολικού κόστους εκτροφής.

Απόδειξη των καλών συνθηκών που επικρατούν στο αναθρεπτήριο μπορεί να αποκομίσει κανείς με την προσεκτική παρατήρηση της συμπεριφοράς των χοιριδίων. Συνωστισμός, φανερώνει όχι ιδιαίτερα καλές συνθήκες περιβάλλοντος, καθώς τα χοιρίδια συνωστίζονται στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν την απαραίτητη θερμότητα, ενώ αντίθετα η κατανομή των χοιριδίων σε όλο τον διαθέσιμο χώρο του αναθρεπτηρίου, μπορεί να σημαίνει είτε ότι οι συνθήκες στο χώρο είναι άνετες είτε ότι επικρατεί υπερβολικά υψηλή θερμοκρασία. Η υψηλή θερμοκρασία διαπιστώνεται και από τον έντονο ρυθμό αναπνοής των χοιριδίων και επιβάλλει την λήψη άμεσων μέτρων, που θα μπορούσαν να επαναφέρουν στο χώρο φυσιολογικές τιμές θερμοκρασίας.

Λόγω της περιορισμένης κατανάλωσης τροφής και της απώλειας σωματικού λίπους που κατά κανόνα επιδεικνύουν τα χοιρίδια κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων μετά τον απογαλακτισμό, οι θερμοκρασίες στο χώρο του αναθρεπτηρίου πρέπει να διατηρηθούν σε ελαφρά υψηλότερες τιμές από εκείνες που επικρατούσαν στο χώρο διατήρησης των χοιριδίων με τις μητέρες τους κατά την περίοδο του θηλασμού. Οι θερμοκρασίες αυτές με την πρόοδο της ανάπτυξης των χοιριδίων και της αύξησης του σωματικού τους βάρους σταδιακά θα πρέπει να μειώνονται. Η αύξηση του σωματικού βάρους των χοιριδίων σημαίνει ότι αυξήθηκε και η περιεχόμενη ποσότητα του σωματικού τους λίπους. Ο τύπος του δαπέδου, η στρωμνή, οι θερμομητέρες, το ύψος των κελιών και άλλοι παράγοντες είναι δυνατό να επηρεάσουν την «ζώνη άνετης διαβίωσης» των χοιριδίων και να διαμορφώσουν τη θερμοκρασία στο χώρο του αναθρεπτηρίου. Η κατανόηση της συμπεριφοράς των χοιριδίων μας βοηθάει σε όλες τις περιπτώσεις να εκτιμήσουμε σωστά τις ιδανικές συνθήκες περιβάλλοντος για τα χοιρίδια που πρέπει να επικρατούν στο χώρο του αναθρεπτηρίου.

Η θερμοκρασία που πρέπει να επικρατεί στο χώρο του αναθρεπτηρίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το βάρος των χοιριδίων και το ποσοστό του σωματικού λίπους που έχουν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της περιόδου θηλασμού. Το υποδόριο λίπος εναποθηκεύεται ταχύτατα στο σώμα των χοιριδίων κατά τη περίοδο του θηλασμού, αλλά ένα πολύ σημαντικό μέρος από αυτό είναι δυνατό να απολεσθεί τις πρώτες εβδομάδες μετά τον απογαλακτισμό. Εξάλλου το υποδόριο λίπος των ελαφρύτερων χοιριδίων είναι λιγότερο σε σύγκριση με εκείνο των βαρύτερων χοιριδίων. Το υποδόριο αυτό λίπος παρέχει σημαντική προστασία στο χοιρίδιο κατά την έκθεση του σε χαμηλές θερμοκρασίες. Για να διατηρηθούν μέσα στη ζώνη της άνετης διαβίωσης τα ελαφρύτερα χοιρίδια χρειάζονται ένα αναθρεπτήριο, στο οποίο να επικρατούν υψηλότερες θερμοκρασίες σε σύγκριση με τις θερμοκρασίες που πρέπει να επικρατούν στο αναθρεπτήριο για τα βαρύτερα χοιρίδια (Σχήμα 3). Καθώς το σωματικό βάρος των χοιριδίων αυξάνεται, η εναπόθεση υποδόριου λίπους στο σώμα τους βελτιώνεται και η ανάγκη για υψηλότερες θερμοκρασίες στο χώρο του αναθρεπτηρίου περιορίζεται.

Τα περισσότερα χοιρίδια και κυρίως εκείνα που έχουν χαμηλό σχετικά σωματικό βάρος εμφανίζουν περιορισμένη όρεξη κατά τον απογαλακτισμό, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια σωματικού λίπους. Η κατάσταση αυτή διατηρείται για τις πρώτες εβδομάδες μετά τον απογαλακτισμό και επιφέρει περιορισμένες αποδόσεις. Για τη διέγερση της όρεξης των χοιριδίων τις κρίσιμες πρώτες εβδομάδες μετά τον απογαλακτισμό, μπορεί να γίνει εμπλουτισμός του σιτηρεσίου με πρωτεΐνη και λακτόζη. Τα χοιρίδια μεγαλύτερου σωματικού βάρους αναπτύσσονται ταχύτερα σε σύγκριση με εκείνα με χαμηλότερο σωματικό βάρος όχι μόνο κατά τη διάρκεια του θηλασμού αλλά και για όλη τη περίοδο ανάπτυξης και πάχυνσης μέχρι την ηλικία του βάρους σφαγής.

Μεταβολές στο πεπτικό σωλήνα (digestive tract changes)

Η κατανάλωση γάλακτος από τα θηλάζοντα χοιρίδια έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση στο στομάχι τους και στον πεπτικό τους σωλήνα μια ομάδας βακτηρίων (Lactobacillus spp.). Τα βακτήρια αυτά χρησιμοποιούν ένα μέρος της λακτόζης του γάλακτος για την παραγωγή γαλακτικού οξέος, με αποτέλεσμα την μείωση της τιμής του pH στο περιβάλλον του στομάχου. Οι όξινες αυτές συνθήκες επηρεάζουν τη διαδικασία της πέψης και αποτρέπουν την ανάπτυξη άλλων μικροοργανισμών, μερικοί από τους οποίους θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την υγεία και τις αποδόσεις των χοίρων.

Μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων, είτε όταν η ποσότητα του γάλακτος που καταναλώνεται από το χοιρίδιο περιορίζεται και αντικαθίσταται από ποσότητα εναρκτήριου σιτηρεσίου (στερεά τροφή), ο αριθμός των συγκεκριμένων βακτηρίων περιορίζεται σημαντικά και άλλα βακτήρια αρχίζουν να εποικίζουν σταδιακά τον εντερικό σωλήνα. Εάν μεταξύ των άλλων αυτών βακτηρίων κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο εποικισμού του εντερικού σωλήνα των χοιριδίων κυριαρχήσουν τα παθογόνα βακτήρια, θα ακολουθήσουν διάρροιες, ασθένειες και απώλειες σωματικού βάρους.

Το πρωτόγαλα της χοιρομητέρας περιέχει αντισώματα, τα οποία απορροφιούνται άμεσα από τον πεπτικό σωλήνα των χοιριδίων κατά τη διάρκεια των πρώτων 24 έως 36 ωρών της ζωής τους. Μία ακόμη ομάδα αντισωμάτων (IgA) απαντάται και στο φυσικό γάλα της θηλάζουσας χοιρομητέρας. Τα αντισώματα της τελευταίας αυτής ομάδας δεν απορροφιούνται από τον εντερικό σωλήνα, αλλά παραμένουν μέσα σε αυτόν κοντά στις εντερικές λάχνες και προστατεύουν τον οργανισμό από τα παθογόνα βακτήρια. Μετά τον απογαλακτισμό, τα αντισώματα αυτά εξαφανίζονται σταδιακά από τον πεπτικό σωλήνα. Έτσι, έως ότου τα χοιρίδια αναπτύξουν το δικό τους ανοσοβιολογικό σύστημα, ο πεπτικός τους σωλήνας θα είναι επιρρεπής στις προσβολές από ασθένειες.

Οι θρεπτικές ουσίες απορροφιούνται από το λεπτό έντερο δια μέσου των εντερικών λαχνών. Αν και τα πεπτικά ένζυμα παράγονται κυρίως από το πάγκρεας, οι κορυφές των εντερικών λαχνών περιέχουν μικρές ποσότητες πεπτικών ενζύμων. Μέχρι τον απογαλακτισμό οι εντερικές λάχνες έχουν μικροσκοπικό μέγεθος και τα πεπτικά ένζυμα που περιέχουν προσωρινά παραμένουν αναξιοποίητα. Συνεπώς, όταν το μήκος των εντερικών λαχνών είναι περιορισμένο, όπως στην περίοδο πριν τον απογαλακτισμό, η συνεισφορά τους στη διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης των θρεπτικών ουσιών είναι περιορισμένη. Η συμμετοχή στο εναρκτήριο σιτηρέσιο πρωτεΐνης πλάσματος, οξειδίου του ψευδαργύρου και λακτόζης, φαίνεται ότι επαναφέρει ταχύτερα το φυσιολογικό μήκος των λαχνών και την ομαλή λειτουργία του εντερικού σωλήνα.

Η έκκριση και ο τύπος των πεπτικών ενζύμων στον οργανισμό των νεαρών χοιριδίων εξαρτάται από την ηλικία, το βάρος και το σιτηρέσιο το οποίο καταναλώνουν. Κυρίως ο οργανισμός στα θηλάζοντα χοιρίδια εκκρίνει ένζυμα που βοηθούν στη πέψη του πρωτογάλακτος και των προϊόντων γάλακτος, ενώ τα απαραίτητα ένζυμα τα οποία θα βοηθήσουν στη πέψη των περισσότερο πολύπλοκων συστατικών των φυτών και άλλων προϊόντων ζωικής προέλευσης εκκρίνονται αρχικά μόνο σε ανεπαρκείς ποσότητες. Με την πρόοδο της ηλικίας των χοιριδίων, η ικανότητα έκκρισης των πεπτικών ενζύμων που είναι απαραίτητα για τη πέψη των πολύπλοκων πρωτεϊνικών και αμυλούχων συστατικών των φυτών και των ζωικών προϊόντων βελτιώνεται (Σχήμα 6).

Όταν τα χοιρίδια απογαλακτίζονται σε νεώτερη ηλικία ή με μικρότερο σωματικό βάρος, η ικανότητα του οργανισμού τους να παράγει αυτά τα πεπτικά ένζυμα είναι περιορισμένη σε σύγκριση με εκείνη των χοιριδίων μεγαλύτερης ηλικίας ή των χοιριδίων που στην ηλικία του απογαλακτισμού έχουν μεγαλύτερο σωματικό βάρος. Συνεπώς, η πέψη των πολύπλοκων θρεπτικών συστατικών είναι επίσης περιορισμένη για τα χοιρίδια αυτά (μικρότερου σωματικού βάρους). Οι πρώτες ύλες ζωοτροφών που θα χρησιμοποιηθούν στα σιτηρέσια των νεαρότερης ηλικίας και μικρότερου σωματικού βάρους χοιριδίων κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων μετά τον απογαλακτισμό τους, θα πρέπει να επιλεγούν προσεκτικά και με βάση τα πεπτικά ένζυμα που διαθέτει εκείνη τη περίοδο ο οργανισμός των νεαρών χοιριδίων για την ομαλή πέψη τους. Με την πρόοδο της ηλικίας και καθώς το σωματικό τους βάρος αυξάνει, τα χοιρίδια πέπτουν αποτελεσματικά ολοένα και υψηλότερο ποσοστό από τις πολύπλοκες πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής και ζωικής προέλευσης. Για να επιτύχουμε ως εκ τούτου χαμηλότερο κόστος διατροφής, πρέπει να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε ακριβώς μπορούμε να αλλάξουμε μετά τον απογαλακτισμό το σιτηρέσιο με κάποιο άλλο χαμηλότερου κόστους χρησιμοποίησης, αλλά ποτέ σε βάρος της υγείας και της παραγωγικότητας των χοιριδίων.

[pic]

Figure 6. Enzyme Development in the Pig from Birth to 8 Weeks of Age.

Λαμβάνοντας υπόψη τη μετατροπή που λαμβάνει χώρα όσο αφορά την έκκριση των πεπτικών ενζύμων στο χοιρίδιο από την γέννηση του έως την ηλικία των 8 εβδομάδων, τη μεταβολής της μορφολογίας των εντερικών λαχνών και την ανάγκη της απαραίτητης χρησιμοποίησης εξειδικευμένων πηγών θρεπτικών συστατικών κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου μετά τον απογαλακτισμό, ένα ξεχωριστό πρόγραμμα διατροφής είναι απαραίτητο για τη περίοδο που ακολουθεί τον απογαλακτισμό. Η χρήση εξειδικευμένων διατροφικών συστατικών (πχ πλάσμα πρωτεΐνης, προϊόντα γάλακτος, πρωτεΐνη σόγιας κ.α), αυξάνει σημαντικά το κόστος των σιτηρεσίων των πρώιμα απογαλακτισμένων χοιριδίων, αλλά είναι απαραίτητη κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής στην οποία το πεπτικό σύστημα των χοιριδίων δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την ανάπτυξη του. Οι φάσεις παραγωγής και η θρεπτική σύσταση των σιτηρεσίων για τις περιόδους αυτές φαίνεται στον πίνακα 4.

Τα χοιρίδια τα οποία απογαλακτίζονται σε μεγαλύτερο σωματικό βάρος, εμφανίζουν ένα πλεονέκτημα λόγω της ελαχιστοποίησης του χρόνου διατροφής με εναρκτήριο σιτηρέσιο που έχει μεγαλύτερο κόστος χρησιμοποίησης. Ωστόσο, είναι σημαντικό το σύστημα διατροφής που θα επιλεγεί στη συνέχεια να επιτύχει μια ομοιόμορφη ανάπτυξη στα χοιρίδια της κάθε ομάδας, χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις όσον αφορά το σωματικό τους βάρος. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μεταβολή στη σύνθεση του σιτηρεσίου κατά την περίοδο της ανάπτυξης θα πρέπει να βασίζεται κυρίως στο μέσο σωματικό βάρος των χοιριδίων και όχι στην ηλικία τους.

Όλα τα χοιρίδια είναι σωστό να καταναλώσουν το αυτό εναρκτήριο σιτηρέσιο (starter diet) για ελάχιστο χρονικό διάστημα (7 έως 14 ημέρες) αμέσως μετά τον απογαλακτισμό τους. Συνιστάται όπως ένα σιτηρέσιο πρώιμου απογαλακτισμού θα πρέπει να χορηγείται σε χοιρίδια με σωματικό βάρος 3,6kg (ασχέτως ηλικίας), με το εναρκτήριο σιτηρέσιο 1 να χορηγείται από το σωματικό βάρος των 5,5-7,0kg, το εναρκτήριο σιτηρέσιο 2 να χορηγείται από το σωματικό βάρος των 7,0-11,5kg και το εναρκτήριο σιτηρέσιο 3 να χορηγείται μέχρι το σωματικό βάρος των 23kg.

| Πίνακας 4. Θρεπτικές ανάγκες αναπτυσσόμενων χοίρων. |

| |Περίοδος ανάπτυξης |

| | |Σιτηρέσιο |Σιτηρέσιο |Σιτηρέσιο |

| |Πρώιμος απογαλακτισμός |εναρκτήριο 1 |εναρκτήριο 2 |εναρκτήριο 3 |

| | |Αναμενόμενες αποδόσεις |

|ΣΒ kg |3,5-5,5 |5,5-7,0 |7,0-11,5 |11,5-23,0 |

|Ηλικία ημέρες |10-18 |18-28 |21-35 |28-56 |

|ΡΑ, g.a |90-225 |135-270 |270-400 |400-570 |

|Κατανάλωση g |135-320 |230-400 |340-600 |600-800 |

|Διάρκεια, ημέρες |7-10 |7-10 |10-18 |12-18 |

|Κύρια θρεπτικά συστατικά στο σιτηρέσιο (με βάση την Ξηρή Ουσία) |

|Πρωτεΐνη % |20-24 |18-22 |18-20 |18-20 |

|Αμινοξέα (Συνολικά)c | | | | |

|Λυσίνη % |1,65 |1,40 |1,30 |1,15 |

|Τρυπτοφάνη, % |0,25 |0,22 |0,20 |0,18 |

|Θρεονίνη, % |0,95 |0,85 |0,75 |0,70 |

|Μεθειονίνη+κυστίνη % |0,85 |0,80 |0,72 |0,64 |

|Μακροστοιχείαc | | | | |

|Ασβέστιο, % |1,00 |0,90 |0,90 |0,90 |

|Φώσφορος (ολικός), % |0,80 |0,70 |0,70 |0,70 |

|Φώσφορος (διαθέσιμος), % |0,55 |0,45 |0,45 |0,45 |

|Νάτριο, % |0,35 |0,30 |0,20 |0,20 |

|Χλώριο, % |0,35 |0,30 |0,18 |0,18 |

|Ιχνοστοιχείαd | | | | |

|Χαλκός, ppm |10 |10 |10 |10 |

|Ιώδιο, ppm |0,15 |0,15 |0,15 |0,15 |

|Σίδηρος, ppm |100 |100 |100 |100 |

|Μαγγάνιο, ppm |20 |20 |20 |20 |

|Σελήνιο, ppm |0,30 |0,30 |0,30 |0,30 |

|Ψευδάργυρος, ppm |125 |125 |125 |125 |

|Βιταμίνεςd | | | | |

|Βιταμίνη A, IU/lb. |1,200 |1,200 |1,200 |1,200 |

|Βιταμίνη D, IU/lb. |120 |120 |120 |120 |

|Βιταμίνη E, IU/lb. |30 |30 |30 |20 |

|Βιταμίνη K, mg/lb. |4 |4 |2 |2 |

|Βιοτίνη, mg/lb. |0,10 |0,10 |0,10 |0,10 |

|Χολίνη, mg/lb. |200 |200 |100 |100 |

|Νιασίνη, mg/lb. |15 |15 |12 |12 |

|Ριβοφλαβίνη, mg/lb. |8 |8 |6 |6 |

|Παντοθενικό οξύ, mg/lb. |10 |10 |7,5 |7,5 |

|Βιταμίνη C, mg/lb. |35 |30 |0 |0 |

|Βιταμίνη B12, micro-g/lb. |20 |20 |15 |15 |

|Τα όρια αναφέρονται σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος και διαχείρισης. Ακόμη αναπαριστούν τις καλύτερες και χειρότερες |

|αποδόσεις εντός της αυτής παραγωγικής περιόδου. |

|Τα θρεπτικά αυτά συστατικά είναι αυτά που συνήθως χρησιμοποιούνται στα σιτηρέσια στην πράξη. Η πλήρης κατάσταση των συστατικών|

|αυτών είναι μεγαλύτερη αυτής που αναφέρεται. Οι καρποί των δημητριακών στις περισσότερες περιπτώσεις εφοδιάζουν δια του |

|σιτηρεσίου τον οργανισμό των χοίρων με ένα σημαντικό μέρος των συνολικών αναγκών σε θρεπτικά στοιχεία. |

|Οι τιμές αναπαριστούν τα συνολικά διαιτητικά επίπεδα (αυτά που υπάρχουν στο σιτηρέσιο + συμπληρωματικά). |

|Οι τιμές αναπαριστούν τα συμπληρωματικά επίπεδα που προστίθενται στο σιτηρέσιο. |

Επισημάνσεις με πρακτική σημασία για την εναρκτήρια περίοδο ανάπτυξης των χοίρων μετά τον απογαλακτισμό.

Η χρησιμοποίηση αντιβιοτικών ή αντιβακτηριακών γενικά παραγόντων στη διατροφή των χοίρων στην εναρκτήριο περίοδο ανάπτυξης μετά τον απογαλακτισμό και για τον κάθε τύπο αναθρεπτηρίου, μπορεί να βελτιώσει τις αποδόσεις των χοίρων σε ποσοστό 10 έως 20% περίπου. Εάν ο ρυθμός ανάπτυξης και η εκμετάλλευση της τροφής των χοιριδίων βελτιωθούν θεαματικά εξαρτάται από την κατάσταση της υγείας των ζώων, την κατάσταση καθαριότητας, τις συνθήκες του περιβάλλοντος και τις συνθήκες διαχείρισης στο αναθρεπτήριο. Άριστες συνθήκες υγιεινής θα εξασφαλίσουν ομοιόμορφη ανάπτυξη στους χοίρους.

Η συμμετοχή στο σιτηρέσιο των χοίρων υψηλών επιπέδων οξειδίου του ψευδαργύρου και/ ή θειικού χαλκού διαπιστώθηκε ότι βελτιώνει σημαντικά το ρυθμό ανάπτυξης των απογαλακτισμένων χοιριδίων σε ποσοστό περίπου 15%. Συγκεντρώσεις έως 3000 ppm ψευδαργύρου και/ ή 250 ppm χαλκού έχει διαπιστωθεί ότι προκαλούν τη επίδραση αυτή. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο συνδυασμός των δύο αυτών ανόργανων πηγών προκαλεί μια επιπρόσθετη θετική επίδραση στις αποδόσεις των χοίρων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η χρήση μιας και μόνο από τις δύο αυτές πηγές θεωρείται επαρκής. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο θεωρείται απαραίτητη η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου με τη μορφή του οξειδίου. Η ανταπόκριση των χοιριδίων θα διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας περιόδου ανάπτυξης των χοίρων αλλά η χορήγηση των υψηλών επιπέδων ψευδαργύρου πρέπει να διακοπεί μετά περίοδο τριών έως τεσσάρων εβδομάδων.

Κατά την μεταφορά από εκμετάλλευση σε εκμετάλλευση, τα χοιρίδια εξαιτίας της καταπόνησης εμφανίζουν ένα βαθμό αφυδάτωσης και συνεπώς η άμεση φροντίδα που χρειάζονται όταν θα αφιχθούν στην νέα εκμετάλλευση είναι η παροχή άφθονης ποσότητας ύδατος. Ακόμη είναι απαραίτητο να ελέγξουμε εάν το νέο περιβάλλον διαβίωσης είναι άνετο και ξηρό, απαλλαγμένο από υγρασία. Για την εξοικείωση με τις νέες ταγίστρες μπορούμε να ραντίσουμε μια μικρή ποσότητα αποφλοιωμένης βρώμης πλησίον του χώρου που βρίσκονται αυτές, έτσι ώστε να διεγείρουμε την περιέργεια τους. Για να εξελιχθεί φυσιολογικά η εκτροφή των χοιριδίων στην κρίσιμη αυτή εναρκτήριο περίοδο ανάπτυξης μετά τον απογαλακτισμό θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι οι χοίροι καταναλώνουν καθημερινά την απαραίτητη ποσότητα νερού και τροφής.

Το εναρκτήριο σιτηρέσιο 1 (πίνακας 3) θα πρέπει να χορηγείται τουλάχιστο για περίοδο μιας εβδομάδας και κατά προτίμηση για περίοδο δύο εβδομάδων σε όλα τα χοιρίδια που φθάνουν στο αναθρεπτήριο ανεξάρτητα του σωματικού τους βάρους. Τα ελλειποβαρή χοιρίδια και ιδιαίτερα εκείνα τα οποία απογαλακτίσθηκαν στην ηλικία των δύο εβδομάδων και έχουν σωματικό βάρος περίπου 3,5 kg ή και μικρότερο, επιβάλλεται να καταναλώσουν το εναρκτήριο σιτηρέσιο 1 για περίοδο τουλάχιστο δύο εβδομάδων έως ότου αποκτήσουν το σωματικό βάρος περίπου των 7 kg, οπότε στη συνέχεια μπορούν να καταναλώνουν το εναρκτήριο σιτηρέσιο 2.

Η πρωτεΐνη πλάσματος από αίμα χοίρων ή βοοειδών θεωρείται μια θαυμάσια πρώτη ύλη ζωοτροφών και χρησιμοποιείται με πολύ καλά αποτελέσματα σε όλα τα προγράμματα διατροφής κατά τον πρώιμο απογαλακτισμό των χοίρων. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση της εμφανίζει ένα πολύ σημαντικό μειονέκτημα. Έχει πολύ υψηλό κόστος αγοράς και ως εκ τούτου μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε στο σιτηρέσιο σε μικρά ποσοστά και για μια περιορισμένη χρονική περίοδο. Στην περίπτωση που έχουμε πολύ πρόωρο απογαλακτισμό των χοιριδίων (ηλικία μικρότερη των 10 ημερών) η στην περίπτωση που έχουμε χοιρίδια με πολύ μικρό σωματικό βάρος (μικρότερο των 3,5kg), το σιτηρέσιο είναι καλό να περιέχει 3 έως 5% πρωτεΐνη πλάσματος. Το χαμηλότερο επίπεδο (3%) ή και επίπεδο κάτω από το όριο αυτό της πρωτεΐνης συνήθως χρησιμοποιείται για σκοπούς αποκλειστικά περιορισμού του κόστους διατροφής. Αντίθετα, όταν χρησιμοποιείται σε επίπεδα μεγαλύτερα του 5%, τότε στο σιτηρέσιο θα πρέπει να προστίθενται και ορισμένα άλλα αμινοξέα, όπως για παράδειγμα η μεθειονίνη.

Οι ακατέργαστοι καρποί σόγιας ή το σογιάλευρο που έχουν υποστεί πλημμελή θερμική κατεργασία, περιέχουν μια πρωτεΐνη, η οποία όταν βρεθεί στο περιβάλλον του εντερικού σωλήνα ασκεί δράση παρόμοια εκείνης των αντιγόνων, διεγείροντας την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα νεώτερης ηλικίας ζώα είναι περισσότερο ευαίσθητα στη δράση της πρωτεΐνης αυτής σε σύγκριση με τα ζώα μεγαλύτερης ηλικίας. Οι καρποί σόγιας για την εξουδετέρωση της δράσης της πρωτεΐνης αυτής υφίστανται ειδική κατεργασία, η οποία ωστόσο επιβαρύνει σημαντικά το κόστος χρησιμοποίησης του σογιάλευρου. Εάν στο εναρκτήριο σιτηρέσιο 1 προστεθεί ποσότητα πρωτεΐνης πλάσματος και λακτόζης, η αντιγόνος δράση της πρωτεΐνης του σογιαλεύρου περιορίζεται σημαντικά.

Η βρώμη θεωρείται μια ζωοτροφή που προσομοιάζει στη διατροφή των νεαρών ζώων και καταναλώνεται ευχάριστα από αυτά. Η πρωτεΐνη της χαρακτηρίζεται ως υψηλής ποιότητας και οι υδατάνθρακες της εμφανίζουν υψηλούς συντελεστές πεπτικότητας. Ωστόσο, το κόστος χρησιμοποίησης της είναι συνήθως μεγαλύτερο εκείνου των άλλων δημητριακών. Η αποφλοιωμένη βρώμη εμφανίζει ακόμη μεγαλύτερη πεπτικότητα σε σύγκριση με την όλη βρώμη, αλλά το κόστος χρησιμοποίησης της είναι ακόμη υψηλότερο. Ένα πολύ καλό επίπεδο αποφλοιωμένης βρώμης (dehylled ή groats oat) στο εναρκτήριο σιτηρέσιο 1 των χοιριδίων είναι το επίπεδο του 10% και μπορεί να περιοριστεί ή και να εξαλειφθεί στο εναρκτήριο σιτηρέσιο 2 που ακολουθεί. Ο φλοιός της βρώμης αλλά και η όλη βρώμη (whole oats) περιέχει υψηλά επίπεδα ινωδών ουσιών, που εμφανίζουν πολύ χαμηλά επίπεδα πεπτικότητας.

Το ιχθυάλευρο (fishmeal) είναι μια ζωοτροφή, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως υψηλής ή χαμηλής ποιότητας ανάλογα με την πρώτη ύλη και τη μέθοδο που έχει χρησιμοποιηθεί για την αποξήρανση της. Αποτελεί μια καλή πηγή πρωτεΐνης (αμινοξέων), η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από τον οργανισμό των απογαλακτισμένων χοιριδίων. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κόστος χρησιμοποίησης του είναι συμφέρον (με βάση τη λυσίνη που περιέχει), μπορεί να συμμετέχει σε ποσοστό έως και 20% του σιτηρεσίου στα εναρκτήρια σιτηρέσια, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 2,5 και 10%.

Ορισμένα χοιρίδια εμφανίζουν υπερβολική αιμορραγία κατά τη γέννηση τους ή κατά την επέμβαση του ευνουχισμού. Η υπερβολική γενικά αιμορραγία αποδίδεται στην ανεπάρκεια της βιταμίνης Κ στο ζωικό οργανισμό. Η βιταμίνη Κ είτε συντίθεται στο περιβάλλον του εντερικού σωλήνα από τους μικροοργανισμούς είτε εξασφαλίζεται από την κατανάλωση της τροφής με τη μορφή ενεργού βιταμίνης Κ. Η ανάπτυξη «μούχλας» ή τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο είναι δυνατό να επηρεάσουν αρνητικά τη σύνθεση της βιταμίνης Κ στον εντερικό σωλήνα. Έκχυση βιταμίνης Κ και/ ή ενίσχυση των σιτηρεσίων της μητέρας και των χοιριδίων με βιταμίνη Κ θα μπορούσε αποτελεσματικά να περιορίσει το πρόβλημα της αυξημένης αιμορραγίας.

Ο διαχωρισμός σε ξεχωριστά κελιά αρσενικών και θηλυκών χοιριδίων δε φαίνεται να έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, με δεδομένο ότι δεν υφίστανται διαφορές από καθαρά διατροφικής άποψης. Ωστόσο, για καλύτερα αποτελέσματα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα χοιρίδια που έχουν μικρότερο σωματικό βάρος, έτσι ώστε αφενός μεν να περιορίσουμε το μέγεθος των διενέξεων στο αναθρεπτήριο και αφετέρου, να εξασφαλίσουμε στα ζώα αυτά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ανάπτυξης.

Έχει διαπιστωθεί ότι η προσθήκη στο σιτηρέσιο των απογαλακτισμένων χοιριδίων ποσότητας βιταμίνης C, βελτιώνει σημαντικά τις αποδόσεις τους (ρυθμός ανάπτυξης) μέχρι την ηλικία των 35 ημερών. Η θετική αυτή επίδραση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν τα χοιρίδια απογαλακτίζονται σε μικρότερη ηλικία ή με μικρότερο σωματικό βάρος. Προσοχή χρειάζεται για την επιλογή του κατάλληλου τύπου βιταμίνης (ανθεκτικής μορφής) όταν η χορήγηση γίνεται από το στόμα, έτσι ώστε να μην εξουδετερωθεί κατά τη διέλευση από το στομάχι.

Αναπτυσσόμενα- παχυνόμενα χοιρίδια (grower-finisher pigs). (Σωματικό βάρος χοίρων από 23-45kg)

Η περίοδος ανάπτυξης- πάχυνσης των χοίρων θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες περιόδους για τις σύγχρονες εκμεταλλεύσεις στις οποίες εκτρέφονται χοίροι νέων γονοτύπων και εφαρμόζονται διάφορες τακτικές διατροφής. Περίπου το 75-80% της συνολικής τροφής που χρησιμοποιείται για τη παραγωγή 45kg περίπου χοιρινού κρέατος καταναλώνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50-60% του συνολικού κόστους παραγωγής.

Αρκετοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τις θρεπτικές ανάγκες και το ρυθμό ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων-παχυνόμενων χοίρων. Μεταξύ των παραγόντων αυτών συμπεριλαμβάνονται γενετικοί παράγοντες, το φύλο, η κατάσταση υγείας της αγέλης, η θερμοκρασία του περιβάλλοντος και το στάδιο της ανάπτυξης. Οι θρεπτικές ανάγκες για τα αναπτυσσόμενα- παχυνόμενα χοιρίδια διαφορετικών γονοτύπων και για τις νεαρές χοιρομητέρες κάθε γονοτύπου δίνονται στους πίνακες 5 και 6.

Γενετικοί παράγοντες (Genetics factors)

Χοιρίδια διαφορετικών γονοτύπων εμφανίζουν διαφορετικές γενετικές δυνατότητες εναποθήκευσης μυϊκού και λιπώδους ιστού, αλλά και διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης των ιστών αυτών. Ορισμένοι γονότυποι εμφανίζουν ταχύτατη ανάπτυξη, ενώ άλλοι πάρα πολύ αργή των ιστών αυτών. Ορισμένη κατηγορία γονοτύπων εμφανίζει αρχικά αργή και στη συνέχεια ταχεία ανάπτυξη μυϊκού και λιπώδους ιστού και άλλη κατηγορία γονοτύπων το αντίθετο.

Τα χοιρίδια χαρακτηρίζονται ως υψηλού ρυθμού εναπόθεσης άπαχου ιστού (high lean gain) όταν έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν άπαχο ιστό (μυϊκό ιστό μικρής ή καμίας περιεκτικότητας σε λίπος) 320g ή και περισσότερα ανά ημέρα κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης- πάχυνσης. Η μορφή αυτή ανάπτυξης γενικά έχει ως αποτέλεσμα μια μεγαλύτερης του 50% αναλογίας άπαχου ιστού στο σφάγιο στην ηλικία σφαγής και μια εναπόθεση ελάχιστου λίπους στο ύψος της 10ης πλευράς πάχους μόλις 1,5 έως 2,2cm. Τα χοιρίδια αυτά έχουν σαφώς λιγότερο λίπος στο σφάγιο σε σύγκριση με τα «μέσου όρου βιομηχανικού τύπου» χοιρίδια, τα οποία περιέχουν 91 |

|Φύλο |

|Ρυθμός ανάπτυξης,g. |

|Πρωτεΐνη, % |

|Λυσίνη, % |

|Ασβέστιο, % |

|Χαλκός, ppm |

|Βιτ. A, IU/kg, |

|Πίνακας 6. Θρεπτικές ανάγκες αναπτυσσόμενων- παχυνόμενων χοίρων βιομηχανικού τύπου (μέσος όρος αποδόσεων) |

|Σωμ. βάρος, kg |23-46 |46-69 |69-91 |>91 |

|Φύλο |

|Ρυθμός ανάπτυξης, g. |

|Πρωτεΐνη, % |

|Λυσίνη, % |

|Ασβέστιο, % |

|Χαλκός, ppm |

|Βιτ. A, IU/kg, |

Φύλο (sex)

Οι νεαροί θηλυκοί χοίροι συνήθως εμφανίζουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τους ευνουχισμένους αρσενικούς, ειδικά μέχρι το σωματικό βάρος των 45kg. Τα νεαρά θηλυκά εναποθέτουν στο σώμα τους παρόμοια ποσότητα άπαχου ιστού ανά ημέρα, αλλά λιγότερη ποσότητα σωματικού λίπους, λόγω της μικρότερης ποσότητας ενέργειας που καταναλώνουν με την τροφή τους σε σύγκριση με τα ευνουχισμένα αρσενικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα νεαρά θηλυκά σε σύγκριση πάντα με τα ευνουχισμένα αρσενικά να φθάνουν σε μεγαλύτερη ηλικία στο βάρος σφαγής και με μεγαλύτερο ποσοστό άπαχου κρέατος στο σφάγιο τους. Συνεπώς, λόγω της χαμηλότερης κατανάλωσης τροφής αλλά του παρόμοιου ποσοστού άπαχου ιστού, τα νεαρά θηλυκά έχουν ανάγκη μια υψηλότερη αναλογία αμινοξέων στο σιτηρέσιο τους σε σύγκριση με τα ευνουχισμένα αρσενικά.

Τα νεαρά θηλυκά ωστόσο είναι δυνατό να εμφανίσουν οίστρο στα κελιά πάχυνσης πριν ακόμη φθάσουν το βάρος σφαγής, γεγονός το οποίο είναι δυνατό να επηρεάσει τη κατανάλωση της τροφής και το ρυθμό ανάπτυξης των υπολοίπων χοίρων. Συνεπώς είναι καλό να διατρέφονται αρσενικοί και θηλυκοί χοίροι κατά τη περίοδο αυτή σε διαφορετικά κελιά.

Τα αρσενικά ευνουχισμένα χοιρίδια καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα τροφής σε σύγκριση με τα νεαρά θηλυκά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τελικής πάχυνσης. Αυτό προκαλεί μια υψηλότερη εναπόθεση σωματικού λίπους στο σφάγιο των αρσενικών χοίρων. Συνεπώς, η προσθήκη λίπους στο σιτηρέσιο τελικής πάχυνσης είναι δυνατό να επιφέρει σημαντικά οφέλη για τις νεαρές χοιρομητέρες, οι οποίες καταναλώνουν χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας, αλλά όχι και για τα αρσενικά τα οποία ούτως ή άλλως καταναλώνουν ήδη μεγαλύτερη ποσότητα τροφής και η προσθήκη του λίπους θα είχε για αυτά μόνο δυσμενείς επιπτώσεις. Η προσθήκη λίπους στο σιτηρέσιο σε επίπεδο 5% αυξάνει την εναπόθεση υποδόριου λίπους στα χοιρίδια βιομηχανικού τύπου περίπου κατά 0,2cm.

Λόγω των διαφορών στο φύλο και στη κατανάλωση τροφής, ο διαχωρισμός σε διαφορετικά κελιά, θα μπορούσε να βοηθήσει στη κατάρτιση αντιπροσωπευτικότερων σιτηρεσίων όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών των νεαρών θηλυκών και ευνουχισμένων αρσενικών χοίρων. Ο διαχωρισμός των χοιριδίων με βάση το φύλο σε διαφορετικά κελιά κατά τον απογαλακτισμό ή στην αρχή της περιόδου ανάπτυξης, θα επιτρέψει στον παραγωγό να παράγει από τους θηλυκούς χοίρους σφάγια με μεγαλύτερη αναλογία σε άπαχο κρέας και να διατρέψει τα ευνουχισμένα αρσενικά περισσότερο οικονομικά. Ο χειρισμός αυτός εξάλλου θα συμβάλει σε περισσότερο ομοιόμορφο βάρος σφαγής των χοίρων σε κάθε κελί.

Η υγεία της αγέλης (herd health)

Τα χοιρίδια τα οποία έχουν καλή κατάσταση υγείας εμφανίζουν καλύτερο ρυθμό ανάπτυξης και καλύτερη εκμετάλλευση τροφής σε σύγκριση με εκείνα τα οποία εμφανίζουν κλινικά ή υποκλινικά συμπτώματα ασθένειας. Τα υγιή χοιρίδια θα εκδηλώσουν πολύ γρήγορα τις γενετικές προδιαγραφές της ανάπτυξης τους, θα εμφανίσουν πολύ γρήγορα εναπόθεση άπαχου και λιπώδους σωματικού ιστού. Η προσθήκη αντιβιοτικών ή αντιβακτηριακών παραγόντων στα σιτηρέσια τελικής πάχυνσης των χοίρων, αναμένεται να προκαλέσει μια σημαντική βελτίωση στο ρυθμό ανάπτυξης και στην εκμετάλλευση της τροφής. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα αναπτυσσόμενα χοιρίδια εμφανίζουν μεγαλύτερο όφελος σε σύγκριση με τα χοιρίδια που βρίσκονται στο τελικό στάδιο πάχυνσης όταν τα αντιβιοτικά προστίθενται στο σιτηρέσιο τους.

Θερμοκρασία περιβάλλοντος (environmental temperature)

Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος διεγείρει την όρεξη των χοιριδίων και κατά συνέπεια αυξάνει και την κατανάλωση της τροφής, διότι για την διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος στις χαμηλές αυτές θερμοκρασίες απαιτούνται μεγαλύτερα επίπεδα θερμότητας. Η θερμοκρασία του σώματος ρυθμίζεται από την θερμότητα που παράγεται τόσο κατά τη διαδικασία της πέψης όσο και κατά τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών στους ιστούς του σώματος.

Η θερμότητα που παράγεται γενικά κατά τη διαδικασία της πέψης και του μεταβολισμού των τροφών αναφέρεται ως «αύξηση θερμότητας- heat increment». Η θερμότητα αυτή μπορεί να είναι επωφελής αλλά και επιζήμια για τις αποδόσεις των χοίρων. Το λίπος της τροφής επιφέρει ένα χαμηλότερο ποσό απελευθερωμένης ενέργειας κατά τη διαδικασία της πέψης και του μεταβολισμού και συνεπώς εμφανίζει μια χαμηλή «αύξηση θερμότητας». Η πρωτεΐνη του σιτηρεσίου και οι ινώδεις ουσίες προκαλούν την απελευθέρωση περισσότερης θερμότητα κατά τη διαδικασία της πέψης και του μεταβολισμού και ως εκ τούτου εμφανίζουν μια υψηλότερη «αύξηση θερμότητας».

Η υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι δυνατό να περιορίσει τη κατανάλωση της τροφής. Συνεπώς, όταν τα χοιρίδια βρίσκονται σε κατάσταση καταπόνησης (stress) υπό την επίδραση υψηλών θερμοκρασιών του περιβάλλοντος ή έχουν υψηλή σωματική θερμότητα, προσπαθούν να περιορίσουν τη θερμότητα που παράγει το σώμα τους καταναλώνοντας μικρότερη ποσότητα τροφής. Αυτό σημαίνει ότι η προσθήκη λίπους στο σιτηρέσιο τους θα είχε ως αποτέλεσμα το μικρότερο δυνατό περιορισμό στη κατανάλωση τροφής, εξαιτίας της μικρότερης θερμότητας που παράγεται γενικά κατά τη διαδικασία της πέψης. Ο διατροφικός αυτός χειρισμός ωστόσο (προσθήκη λίπους/ ελαίων) πρέπει να γίνεται μόνο όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ξεπεράσει ένα ανώτερο όριο.

Αντίθετα, εξαιτίας του γεγονότος ότι η συμμετοχή ινωδών τροφών στο σιτηρέσιο των χοίρων απελευθερώνει μεγαλύτερα ποσά θερμότητας, τα σιτηρέσια με ινώδεις τροφές θα μπορούσαν να ασκήσουν ευνοϊκή επίδραση σε ψυχρότερες θερμοκρασίες περιβάλλοντος, όπου η πλεονάζουσα θερμότητα κατά τη διαδικασία της πέψης χρειάζεται στον οργανισμό των χοίρων για τη ρύθμιση της σωματικής θερμοκρασίας. Ωστόσο, σιτηρέσια με υψηλό περιεχόμενο σε ινώδεις τροφές μπορούν να καταστούν επιζήμια για τους χοίρους σε υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος.

Τα χοιρίδια τα οποία εκτρέφονται σε ανοικτά κελιά χρειάζονται περισσότερη ενέργεια για να διατηρήσουν τη σωματική τους θερμοκρασία κατά τη διάρκεια των ψυχρότερων εποχών του έτους σε σύγκριση με τα χοιρίδια που εκτρέφονται σε κλειστούς χώρους με ελεγχόμενες συνθήκες περιβάλλοντος.

Στάδιο ανάπτυξης των χοίρων (stage of maturity)

Οι ανάγκες των χοίρων για τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά μεταβάλλονται ανάλογα με την ηλικία ή το βαθμό ωριμότητας τους (σχήμα 5). Η μεταβολή αυτή γίνεται σε ημερήσια βάση και συνεπώς θεωρητικά θα έπρεπε να καταρτίζετε ένα ξεχωριστό σιτηρέσιο για τη κάθε ημέρα. Αυτό βεβαίως πρακτικά είναι αδύνατο. Στην πραγματικότητα ένα επιχειρούσαμε να αλλάζουμε το σιτηρέσιο σε καθημερινή βάση σε όλη τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης- πάχυνσης θα μπορούσαμε πιθανά να πετύχουμε μια σημαντική μείωση του κόστους διατροφής, αλλά είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσαμε να επιτύχουμε διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Ένα από τα περισσότερο σημαντικά χαρακτηριστικά της περιόδου διατροφής των χοίρων από το σωματικό βάρος των 23kg έως το βάρος σφαγής (90-100kg) είναι ότι τα χοιρίδια καταναλώνουν περίπου τη ποσότητα της τροφής που τους χρειάζεται και έτσι αποφεύγεται η σπατάλη θρεπτικών συστατικών της τροφής με τα κόπρανα. Ένας επαρκής και εφικτός από πρακτική σημασία αριθμός σιτηρεσίων που μπορούν να χορηγηθούν στα χοιρίδια κατά τη περίοδο αυτή μπορεί να κυμανθεί μεταξύ 3 και 6.

Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η αφαίρεση των βιταμινών και των ανόργανων ουσιών από το σιτηρέσιο κατά τη διάρκεια των τελευταίων 4 έως 6 εβδομάδων της περιόδου πάχυνσης έχει ευνοϊκά κυρίως οικονομικά αποτελέσματα. Πρακτικά η επέμβαση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του κρέατος σε βιταμίνες και ανόργανες ουσίες, που αποτελούν ένα από τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του κρέατος των χοίρων.

Επιπλέον, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι κατά την ανάπτυξη τους τα χοιρίδια χρειάζονται για τη προστασία του οργανισμού τους βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Εάν τα χοιρίδια προσβληθούν από μια ασθένεια, το ανοσοβιολογικό τους σύστημα δε θα μπορέσει να λειτουργήσει με άψογο τρόπο εάν δεν υπάρχουν επαρκείς σωματικές εφεδρείες στα θρεπτικά αυτά συστατικά. Η δυνατότητα αποθήκευσης των σωματικών ιστών του οργανισμού των χοίρων σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία είναι περιορισμένη και για σύντομη μόνο χρονική περίοδο. Αλλά, οι ελάχιστες έστω αυτές εφεδρείες είναι αποδεδειγμένο ότι επαρκούν για την κάλυψη όταν χρειάζεται των μεταβολικών αναγκών, εξαντλούμενες στη συνέχεια ταχέως . Συνεπώς, κάθε πρακτική που παρεμποδίζει την αναγέννηση των σωματικών εφεδρειών των χοίρων σε βιταμίνες και ανόργανες ουσίες είναι παρακινδυνευμένη και δε πρέπει να εφαρμόζεται.

Σπατάλη τροφής (feed wastage)

Η σπατάλη της τροφής είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί στα περισσότερα συστήματα διαχείρισης. Ωστόσο, είναι κοινώς παραδεκτό ότι η τροφή η οποία βρίσκεται σε καθημερινή βάση έξω από τη ταγίστρα (feeder) θεωρείται ως σπατάλη. Η σπατάλη αυτή για τις πλέον κοινές εμπορικές ταγίστρες φαίνεται ότι κυμαίνεται σε ποσοστό μεταξύ 1 και 34% της συνολικής ποσότητας τροφής. Η επιλογή ως εκ τούτου μιας καλής ταγίστρας και η κατάλληλη τοποθέτηση και λειτουργία της αποτελούν σημαντικές παραμέτρους για το περιορισμό της σπατάλης της τροφής.

Η ταγίστρα μετά την εγκατάσταση της θα πρέπει να ελέγχεται σε καθημερινή βάση, έτσι ώστε να διαπιστωθεί εγκαίρως κάθε διαρροή τροφής, αλλά και να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη διατροφή των χοίρων. Μια καλώς χρησιμοποιούμενη από τους χοίρους ταγίστρα, δεν περιέχει μετά από κάθε χρήση παρά ελάχιστη ποσότητα τροφής, η οποία μπορεί να καλύπτει το ½ έως το ¼ του δαπέδου της.

Η προσθήκη ύδατος στη ταγίστρα στα συστήματα «υγρής διατροφής- wet feeding system», απεδείχθη ότι περιορίζει τις απώλειες της τροφής και βελτιώνει την εκμετάλλευση της τροφής σε ποσοστό 5-8%. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται ο συχνός και σχολαστικός έλεγχος της ταγίστρας και η απομάκρυνση των υγρών υπολειμμάτων τροφής, γεγονός το οποίο μπορεί να αυξήσει σημαντικά το κόστος εργασίας. Η προσθήκη ύδατος στις ταγίστρες είναι δυνατό επίσης να περιορίσει τις απώλειες του ύδατος κατά 40-50% κατά τη διάρκεια του θέρους, αλλά η ανάπτυξη μυκήτων στις ταγίστρες αποτελεί μια σημαντική απειλή, η οποία θα πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά.

Επισημάνσεις με πρακτική σημασία κατά τη περίοδο ανάπτυξης- πάχυνσης των χοίρων

Συχνά στη πράξη γίνεται προσπάθεια αντικατάστασης του σογιάλευρου με άλλες φυσικές ή/ και συνθετικές πρώτες ύλες ζωοτροφών. Γενικά, για την αντικατάσταση της ποσότητας της λυσίνης που περιέχεται σε 100kg σογιάλευρου απαιτούνται 96,5kg αραβόσιτου και 3,5kg συνθετικής λυσίνης (περιεκτικότητα σε λυσίνη 78,8%). Μεγαλύτερη ποσότητα συνθετικής λυσίνης στο σιτηρέσιο είναι δυνατό να οδηγήσει σε έλλειψη των αμινοξέων θρεονίνης και τρυπτοφάνης.

Στα μοσχάρια είναι σχεδόν τεκμηριωμένο ότι η προσθήκη υψηλών επιπέδων βιταμίνης Ε στο σιτηρέσιο βελτιώνει την ποιότητα του κρέατος και επιφέρει και άλλα σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα. Η ευεργετική αυτή επίδραση της βιταμίνης Ε δεν έχει διαπιστωθεί πλήρως στους χοίρους. Βεβαίως η χορήγηση υψηλών επιπέδων βιταμίνης Ε στο σιτηρέσιο των χοίρων προκαλεί μια μείωση των απωλειών του ύδατος και μια σημαντική βελτίωση του χρώματος του κρέατος, αλλά προς το παρόν δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως άλλες πιθανές επιδράσεις και δεν έχουν προσδιοριστεί ως εκ τούτου και ενδεχόμενα οικονομικά αποτελέσματα.

Η προσθήκη αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο των χοίρων που βρίσκονται στο τελικό στάδιο πάχυνσης επιφέρει αντιφατικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, άλλες αγέλες φαίνεται να ωφελούνται και άλλες όχι. Αυτό διότι η ευνοϊκή επίδραση των αντιβιοτικών είναι κατά κανόνα λιγότερο εμφανής κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Εξάλλου, τα χοιρίδια τα οποία διαβιούν σε ακατάλληλους χώρους όπου επικρατούν κακές γενικά συνθήκες καθαριότητας, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν ευνοϊκή επίδραση από τη προσθήκη αντιβιοτικών ή άλλων αντιμικροβιακών παραγόντων στο σιτηρέσιο τους σε σύγκριση με τα χοιρίδια που διαβιώνουν σε άριστες συνθήκες περιβάλλοντος. Η χορήγηση κτηνιατρικών σκευασμάτων για τη καταπολέμηση ενδοπαρασίτων θα εμφανίσει θετικά αποτελέσματα μόνο στη περίπτωση κατά την οποία οι χοίροι είναι προσβεβλημένοι και καμία θετική επίδραση εάν χορηγηθεί σε χοίρους που δεν είναι προσβεβλημένοι από τα παράσιτα αυτά.

Σε αρκετές χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις κατά τη τελευταία περίοδο της πάχυνσης των χοίρων εφαρμόζεται το σύστημα της περιορισμένης διατροφής «limit feeding». Ο περιορισμός της ποσότητας τροφής που μπορούν να καταναλώσουν οι χοίροι στο 85%, βελτιώνει την εκμετάλλευση της τροφής και το ποσοστό του άπαχου κρέατος στο σφάγιο, αλλά περιορίζει σημαντικά και το ρυθμό ανάπτυξης των χοίρων. Η πρακτική αυτή είναι περισσότερο επωφελής κατά την εκτροφή ευνουχισμένων αρσενικών χοίρων, διότι περιορίζει σημαντικά την τάση για μεγάλη εναπόθεση σωματικού λίπους.

Ο διαχωρισμός των χοίρων με βάση το φύλο για διατροφή σε ξεχωριστά κελιά δε πρέπει να γίνει αργότερα από το σωματικό βάρος των 25-35kg.

Η αυξημένη χορήγηση δια του σιτηρεσίου βιταμινών και ανόργανων ουσιών για σύντομη χρονική περίοδο δεν επιφέρει κανένα σημαντικό όφελος. Αντίθετα, η χορήγηση ορισμένων βιταμινών (πχ βιοτίνης) και ανόργανων ουσιών στο σιτηρέσιο των χοίρων σε υψηλά επίπεδα για όλη τη διάρκεια της ζωής τους, φαίνεται ότι ασκεί σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη και καλή λειτουργία των άκρων. Ωστόσο, η προσθήκη επιπλέον ποσότητας ανόργανων ουσιών στο σιτηρέσιο των χοίρων δεν είναι πάντα επωφελής. Τα χοιρίδια έχουν τη τάση να αποβάλουν τις ανόργανες ουσίες όταν αυτές διατίθενται σε κατά βούληση κατανάλωση.

Υπάρχει η εντύπωση ότι κακής ποιότητας ζωοτροφές μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη κατάρτιση των σιτηρεσίων χοίρων, που βρίσκονται στην περίοδο ανάπτυξης- πάχυνσης. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη διότι οι τροφές αυτές είναι δυνατό να περιορίσουν σημαντικά τις αποδόσεις των χοίρων. Ωστόσο, εάν επιβάλλεται η χρησιμοποίηση τους είναι καλύτερα να χρησιμοποιούνται στη διατροφή παχυνόμενων χοίρων παρά στη διατροφή χοίρων που προορίζονται για αναπαραγωγή ως ζώα αντικατάστασης. Σε όλες τις περιπτώσεις η χρησιμοποίηση παρόμοιων ζωοτροφών πρέπει να γίνει μετά από ορισμένες εργαστηριακές εξετάσεις, μεταξύ των οποίων η σημαντικότερη είναι για ενδεχόμενη ανίχνευση μυκοτοξινών (mycotoxins).

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτροφή χοίρων ολοκληρώνεται σε προαύλιους χώρους (όπως για παράδειγμα στη βιολογική εκτροφή), ο κυριότερος διατροφικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε ενέργεια κατά τη διάρκεια των ιδιαίτερα θερμών και ψυχρών περιόδων του έτους. Επιπλέον, πολύ σημαντικός παράγοντας είναι η ποιότητα του πόσιμου ύδατος και η εφαρμογή προγραμμάτων καταπολέμησης των παρασίτων (ενδοπαράσιτα και εξωπαράσιτα).

Ο ρυθμός ανάπτυξης των παχυνόμενων χοίρων σε ορισμένες περιπτώσεις περιορίζεται σημαντικά στο σωματικό βάρος περίπου των 80kg. Αυτή η κατάσταση, η οποία συνήθως αποκαλείται «stall out» προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας υποκλινικής ασθένειας. Οι υψηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούν κάποιο σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ασθένειας αυτής. Πρακτικά, για τον περιορισμό της ασθένειας μπορούμε να απομονώσουμε το ταχύτερο δυνατό τα πρόωρα απογαλακτισμένα χοιρίδια, να εφαρμόσουμε συνθήκες εκτροφής όλων των ζώων σε προαύλιους χώρους ή όλων των ζώων σε κλειστούς χώρους, να επιβάλλουμε άριστες συνθήκες υγιεινής και προληπτικών μέτρων μετάδοσης ασθενειών.

Νεαρές θηλυκοί χοίροι που προορίζονται ως ζώα αντικατάστασης (the replacement gilt).

Μια μεγάλη προσπάθεια των επιστημόνων που ασχολούνται με θέματα γενετικής βελτίωσης των χοίρων τα τελευταία χρόνια, επικεντρώθηκε σε εξειδικευμένα σχήματα αναπαραγωγής. Οι προσπάθειες αυτές κατέληξαν στη δημιουργία γραμμών από την μεριά της μητέρας, που σε γενικές γραμμές επιλέγονται με βάση την ικανότητα της υψηλής πολυδυμίας (μεγάλος αριθμός χοιριδίων ανά τοκετό) και της υψηλής γαλακτοπαραγωγής. Οι βελτιωμένοι γονότυποι που προέκυψαν τελικά είναι τυπικά διασταυρωμένα ζώα, που διαθέτουν ήπιο χαρακτήρα και λευκό χρωματισμό τριχώματος, αλλά και μια τάση για περιορισμένη κατανάλωση τροφής κατά τη περίοδο της γαλακτοπαραγωγής.

Ανάπτυξη

Αρκετές σειρές από τη μεριά της μητέρας (maternal lines), που χρησιμοποιούνται σήμερα στις βιομηχανικού τύπου εκτροφές χοίρων, χαρακτηρίζονται ως «υψηλά άπαχες- high- lean» ή ως «υψηλά παραγωγικές- high- producing» (εναπόθεση περισσότερου από 0,28cm ελεύθερου λίπους άπαχο κρέας ανά ημέρα). Οι γενετικές αυτές γραμμές θα πρέπει να καταναλώνουν σιτηρέσια τα οποία θα τους επιτρέψουν να εκδηλώσουν το μέγιστο της ικανότητας τους για υψηλούς ρυθμούς ημερήσιας ανάπτυξης κατά τη διάρκεια των πρώτων έξη μηνών της ζωής τους, αλλά εφόσον συμπεριληφθούν στα ζώα που τελικά θα χρησιμοποιηθούν ως ζώα αντικατάστασης, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη περιεκτικότητα του σώματος τους σε λίπος σε σύγκριση με εκείνη που θα δίνονταν εάν τα ζώα προορίζονταν τελικά για σφαγή.

Άλλες σειρές από τη μεριά της μητέρας εμφανίζουν μια μέση ικανότητα εναπόθεσης άπαχου ιστού (< από 0,28cm άπαχου ιστού ανά ημέρα). Οι συγκεντρώσεις των αμινοξέων στα σιτηρέσια θα πρέπει να καλύπτουν, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης, τις πραγματικές δυνατότητες του ζώου για την ημερήσια αύξηση άπαχου ιστού. Οι ανάγκες σε αμινοξέα των υψηλής παραγωγικότητας νεαρών θηλυκών ζώων αντικατάστασης θεωρούνται γενικά παρόμοιες με εκείνες των υψηλής ικανότητας εναπόθεσης άπαχου ιστού παχυνόμενων χοίρων (πίνακας 4).

Οι περισσότερες από τις ανάγκες σε βιταμίνες και ανόργανες ουσίες για τα νεαρά θηλυκά αντικατάστασης θεωρούνται παρόμοιες με εκείνες των αναπτυσσόμενων – παχυνόμενων χοίρων. Ωστόσο, τα νεαρά θηλυκά ζώα αντικατάστασης χρειάζονται στο σιτηρέσιο τους υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης Α, βιταμίνης Ε, ασβεστίου, φωσφόρου, σεληνίου, χαλκού και ψευδάργυρου σε σύγκριση με τους χοίρους πάχυνσης. Οι υψηλότερες αυτές ανάγκες στις συγκεκριμένες θρεπτικές ουσίες, θα συμβάλλουν στην ενίσχυση των σωματικών εφεδρειών και θα διευκολύνουν στο άμεσο μέλλον την ισχυροποίηση του ανοσοβιολογικού τους συστήματος και την εκδήλωση των πραγματικών αναπαραγωγικών τους δυνατοτήτων (πίνακας 6). Τα σιτηρέσια τα οποία προορίζονται για τα νεαρά θηλυκά ζώα αντικατάστασης επιβάλλεται να συντίθενται από άριστης ποιότητας καρπούς δημητριακών, ελεύθερων από μυκοτοξίνες, έτσι ώστε να αποφευχθεί κάθε βλαβερή επίδραση στον αναπαραγωγικό τους ιστό.

Η ανάπτυξη και η ανοργανοποίηση των οστών, είναι δυνατό να ολοκληρωθούν μέχρι την περίοδο των οχειών. Υψηλότερα επίπεδα ασβεστίου, φωσφόρου, χαλκού και ψευδαργύρου θα πρέπει να προστίθενται στο σιτηρέσιο των νεαρών θηλυκών χοίρων αντικατάστασης σε σύγκριση με εκείνα που χορηγούνται στους παχυνόμενους χοίρους. Η περίσσεια του ασβεστίου και του φωσφόρου του σιτηρεσίου μετά την απορρόφηση από τον οργανισμό των νεαρών θηλυκών, μπορεί να αποθηκευθεί στους ιστούς των οστών και να αποτελέσει παρακαταθήκη για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου, εφόσον η περιεκτικότητα τους στο σιτηρέσιο είναι μικρότερη της κανονικής.

Αντίθετα, η χορήγηση σιτηρεσίων ελλειμματικών στις ανόργανες αυτές ουσίες στις νεαρές χοίρους πριν την περίοδο των οχειών, θα έχει ως αποτέλεσμα την εναπόθεση μικρότερης ποσότητας ανόργανων ουσιών στα οστά, τα οποία επιπλέον θα εμφανίζουν δομικές ατέλειες. Οι επιδράσεις αυτές μπορούν να καταστούν φανερές έως το τέλος της κυοφορίας, τη περίοδο γαλακτοπαραγωγής, τον απογαλακτισμό ή κατά τη διάρκεια των κατοπινών τοκετών. Συνεπώς, η εύκολη θραύση των οστών που είναι πολύ πιθανό να προκύψει σε ορισμένες χοιρομητέρες μεγαλύτερης ηλικίας, είναι δυνατό να αποδοθεί στην κακή διατροφική μεταχείριση όσον αφορά τις ανόργανες αυτές ουσίες, κατά τη διάρκεια της περιόδου της ανάπτυξης τους.

Η υψηλότερη κατανάλωση και η δημιουργία σωματικών εφεδρειών σεληνίου και βιταμίνης Ε από τις νεαρές χοίρους, είναι δυνατό εξάλλου να προκαλέσει αργότερα μια ευνοϊκή επίδραση στην αναπαραγωγική δραστηριότητα τους σε όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής. Το σελήνιο και η βιταμίνη Ε επιπλέον, θα βοηθήσουν στη ομαλή λειτουργία του ανοσοβιολογικού συστήματος της χοιρομητέρας και θα περιορίσουν την εκδήλωση του σύμπλοκου γαλακτοπαραγωγής, στο οποίο συνδυάζονται η μαστίτιδα, η μητρίτιδα και η αγαλαξία.

Εγκλιματισμός (acclimation)

Οι θηλυκοί χοίροι αντικατάστασης μιας εκμετάλλευσης συνήθως προέρχονται από την ίδια την εκμετάλλευση και αναπτύσσονται στα ίδια κελιά από κοινού με τους χοίρους πάχυνσης, είτε αγοράζονται από διάφορες άλλες εκμεταλλεύσεις. Κατά τη τελευταία περίπτωση η συνηθέστερη πρακτική είναι η αγορά των ζώων αυτών στο σωματικό βάρος 20-30kg και ο στη συνέχεια εγκλιματισμός τους στις συνθήκες εκτροφής της νέας αγέλης για αρκετούς μήνες.

Στην ηλικία περίπου των 5 έως 6 μηνών, τα νεαρά θηλυκά θα πρέπει να εισαχθούν σε ένα ενιαίο χώρο και να διατραφούν με ένα σιτηρέσιο το οποίο περιέχει υψηλότερα επίπεδα θρεπτικών ουσιών (πίνακας 7). Κατά τη διάρκεια των επόμενων 2 έως 3 μηνών, θα πρέπει να εγκλιματιστούν στις διαφορετικές συνθήκες σταβλισμού, να προστατευτούν από τις ασθένειες που προσβάλλουν συνήθως τις χοιρομητέρες της αγέλης, να έχουν άμεση επαφή με τους κάπρους και να ελέγχονται σε καθημερινή βάση για την εκδήλωση οιστρικής δραστηριότητας. Τα νεαρά αυτά θηλυκά δε πρέπει να οχευθούν πριν την εκδήλωση της δεύτερης ή της τρίτης οιστρικής δραστηριότητας.

|Πίνακας 6. Ανάγκες σε θρεπτικά συστατικά θηλυκών χοίρων αντικατάστασης. |

| |Σωματικό βάρος (kg) |

| |23-45 |45-68 |68-90 |90-113 |

|Μακροστοιχείαb |

|Ασβέστιο (σύνολο), % |0,85 |0,80 |0,75 |0,75 |

|Φώσφορος (σύνολο), % |0,75 |0,70 |0,65 |0,65 |

|Φώσφορος (διαθέσιμος), % |0,49 |0,45 |0,40 |0,40 |

|Μικροστοιχείαc | | | | |

|Χαλκός, ppm |15 |15 |15 |15 |

|Ψευδάργυρος, ppm |150 |150 |150 |150 |

|Σελήνιο, ppm |0,3 |0,3 |0,3 |0,3 |

|Βιταμίνη E, IU/kg.c |44 |44 |44 |66 |

|a Τα θρεπτικά αυτά συστατικά αναφέρονται στις εξειδικευμένες ανάγκες των θηλυκών ζώων αντικατάστασης. Άλλα θρεπτικά συστατικά |

|βρίσκονται στους πίνακες 4 και 5. |

|b Οι τιμές αναφέρονται στο συνολικό επίπεδο του σιτηρεσίου. |

|c Οι τιμές αναφέρονται σε επιπλέον ποσότητες. |

Κατά τη περίοδο πριν τη πρώτη οχεία, μπορούν να εφαρμοστούν δύο προγράμματα διατροφής για τις νεαρές χοίρους. Το πρώτο, το οποίο είναι ευρέως διαδεδομένο και εφαρμόζεται στις σειρές χοίρων που χαρακτηρίζονται γενικά ως σειρές με υψηλή περιεκτικότητα σε άπαχο κρέας, έχει ως αντικειμενικό σκοπό την αύξηση του σωματικού λίπους της νεαρής χοίρου πριν τη πρώτη οχεία.

Ειδικότερα το πρώτο πρόγραμμα διατροφής περιλαμβάνει χορήγηση σιτηρεσίων χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη, που προκαλούν ένα ελαφρό περιορισμό στο ρυθμό μυϊκής ανάπτυξης και παράλληλα μια αύξηση στη περιεκτικότητα του σωματικού λίπους. Η αύξηση των σωματικών εφεδρειών σε λίπος, έχει ευνοϊκή επίδραση στο μέγεθος της γαλακτοπαραγωγής αλλά και στις αναπαραγωγικές εν γένει αποδόσεις της νεαρής μητέρας.

Το δεύτερο πρόγραμμα διατροφής που εφαρμόζεται επίσης σε ευρεία κλίματα στις ΗΠΑ, χρησιμοποιείται σε νεαρές χοίρους με λιγότερες δυνατότητες εναπόθεσης μυϊκού ιστού και περιλαμβάνει το περιορισμό της χορηγούμενης ποσότητας τροφής. Η μέθοδος αυτή καταλήγει στην επίτευξη ενός μικρότερου σωματικού βάρους των νεαρών χοίρων πριν την πρώτη οχεία. Η αύξηση του σώματος σε υποδόριο λίπος επέρχεται εγκαίρως και προτού στις νεαρές χοιρομητέρες εφαρμοστεί η πρώτη οχεία, ενώ παράλληλα η περιεκτικότητα του σώματος τους σε άπαχο ιστό παραμένει αμετάβλητη.

Το δεύτερο αυτό πρόγραμμα διατροφής εφαρμόζεται κυρίως σε νεαρές χοίρους, που εμφανίζουν χαμηλότερο σωματικό βάρος κατά την ενηλικίωση σε σύγκριση με τις χοιρομητέρες γονοτύπων υψηλών αποδόσεων. Εάν η χορήγηση της τροφής δε περιοριστεί, πολλές από τις νεαρές αυτές χοιρομητέρες αποκτούν συχνά υπερβολικό σωματικό λίπος και βάρος, το οποίο αργότερα στην περίοδο της γαλακτοπαραγωγής συντελεί στη περιορισμένη κατανάλωση τροφής, στη χαμηλότερη γαλακτοπαραγωγή και στο χαμηλότερο σωματικό βάρος των χοιριδίων κατά τον απογαλακτισμό. Οι βιταμίνες και οι ανόργανες ουσίες επιβάλλεται να προστίθενται στο σιτηρέσιο στη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση έτσι ώστε να καλύψουν ποσοτικά τις αυξημένες ημερήσιες ανάγκες των νεαρών χοιρομητέρων που προορίζονται ως ζώα αντικατάστασης (πίνακας 8).

Εάν κατά την εφαρμογή και των δύο προγραμμάτων διατροφής, οι νεαρές χοιρομητέρες φαίνεται να φθάνουν προς την ηλικία πρώτης οχείας ελλειποβαρείς, επιβάλλεται η χορήγηση υψηλότερης ποσότητας τροφής για περίοδο 11 έως 14 ημερών πριν την οχεία (flushing). Η διατροφική αυτή διέγερση (flashing) αναμένεται ότι θα προκαλέσει αύξηση στο μέγεθος της ωοθηλακιορρηξίας και κατ’ επέκταση και της τοκετοομάδας της νεαρής χοίρου.

Η απόφαση για την επιλογή του κατάλληλου χρόνου για την εφαρμογή της πρώτης οχείας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η ηλικία της χοιρομητέρας, το σωματικό της βάρος και το βάθος του υποδόριου λίπους. Κατάλληλες ηλικίες πρώτης οχείας και κατάλληλο βάθος υποδόριου λίπους δίνονται στο πίνακα 8. Ερευνητικές εργασίες απέδειξαν ότι γονότυποι με ικανότητα εναπόθεσης υψηλού ποσοστού άπαχου κρέατος και/ ή υψηλή ικανότητα παραγωγής πρέπει να οχεύονται για πρώτη φορά σε μεγαλύτερο σωματικό βάρος σε σύγκριση με τους γονότυπους των χοιρομητέρων που χρησιμοποιούνται στις εμπορικές εκτροφές. Οι νεαρές χοιρομητέρες που διατηρούνται ως ζώα αντικατάστασης πρέπει να συμπληρώσουν τη φυσική τους ανάπτυξη και να δημιουργήσουν επαρκή σωματικά αποθέματα έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις μεταβολικές αλλαγές που θα προκαλέσει στον οργανισμό τους η περίοδος της αναπαραγωγής. Το βάρος του υποδόριου λίπους στο ύψος της 10ης πλευράς πρέπει να είναι ελαφρά μικρότερο από το αντίστοιχο της τελευταίας.

|Πίνακας 8. Θρεπτικές ανάγκες νεαρών χοιρομητέρων που διατηρούνται ως ζώα αντικατάστασης. |

| |Υψηλής παραγωγικότητας >115kg |Εμπορικών εκτροφών μέσος όρος |

| | |>115kg |

| |Αναμενόμενες αποδόσεις |

|Κατανάλωση τροφής, kg |2,5 – 3,0 |2,0- 2,5 |

|Ηλικία α΄οχείας, ημέρες |210 - 250 |210 - 250 |

|Βάρος α΄οχείας, kg |120 - 145 |110 - 130 |

|Βάθος υποδόριου λίπους κατά την α΄οχεία, |2,0 – 3,0 |2,0 – 3,0 |

|cm | | |

| |Θρεπτικές ανάγκες (με βάση τη Ξηρή Ουσία) |

|Πρωτεΐνη, %a |13 - 14 |14 - 16 |

|Αμινοξέαa | | |

|Λυσίνη, % |0,70 |0,80 |

|Λυσίνη, g/ ημέρα |19,10 |18,00 |

|Τρυπτοφάνη, % |0,13 |0,12 |

|Θρεονίνη, % |0,46 |0,50 |

|Μεθειονίνη+Κυστίνη, % |0,42 |0,46 |

|Μακροστοιχείαa | | |

|Ασβέστιο, % |0,75 |0,75 |

|Φώσφορος (ολικός), % |0,65 |0,65 |

|Φώσφορος (διαθέσιμος), % |0,40 |0,40 |

|Νάτριο, % |0,20 |0,20 |

|Χλώριο, % |0,16 |0,16 |

|Αλάτι, %) |0,50 |0,50 |

|Μικροστοιχείαb | | |

|Χαλκός, ppm |15 |15 |

|Σίδηρος, ppm |100 |100 |

|Ψευδάργυρος, ppm |150 |150 |

|Μαγγάνιο, ppm |10 |10 |

|Ιώδιο, ppm |0,15 |0,15 |

|Σελήνιο, ppm |0,30 |0,30 |

|Βιταμίνεςb | | |

|Βιταμίνη A, IU/kg. |5500 |5500 |

|Βιταμίνη D3, IU/kg. |550 |550 |

|Βιταμίνη E, IU/kg. |66 |66 |

|Βιταμίνη K, mg/kg. |1,1 |1,1 |

|Ριβοφλαβίνη, mg/kg. |4,4 |4,4 |

|Παντοθενικό οξύ, mg/kg. |17,6 |17,6 |

|Νιασίνη, mg/kg. |13,2 |13,2 |

|Βιταμίνη B12, µg/kg. |17,6 |17,6 |

|Βιοτίνη, mcg/kg. |220 |220 |

|Χολίνη, mg/kg. |385 |385 |

|Φολικό οξύ, mg/kg. |1,65 |1,65 |

|a Οι συνολικές τιμές στο σιτηρέσιο. b Τιμές από πρόσθετες ύλες. |

Η επίδραση της ηλικίας και της σωματικής κατάστασης της νεαρής χοιρομητέρας στην παραγωγικότητα και την μακροζωία της εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η διατροφή, η διατροφική διαχείριση, το μήκος της γαλακτικής περιόδου, τις αναπαραγωγικές πρακτικές, την υγεία της αγέλης και τις συνθήκες σταβλισμού. Η διαβίωση για τις νεαρές χοίρους σε ένα άριστο περιβάλλον για μακρά χρονική περίοδο θα ήταν σίγουρα το ιδανικό για κάθε εκμετάλλευση αλλά συνήθως ο τρόπος αυτός εκτροφής επιβαρύνει σημαντικά το κόστος και χρειάζεται μια πολύ επισταμένη συζήτηση. Ο έλεγχος και ο συγχρονισμός της αναπαραγωγικής δραστηριότητας της νεαρής χοίρου επιφέρει σίγουρα μια σημαντική αύξηση του συνολικού αριθμού των ωοθηλακιορρηξιών, αλλά ο τρόπος διαχείρισης και η διατροφική αγωγή η οποία εφαρμόζεται στην εκμετάλλευση είναι δυνατό να οδηγήσουν στην πρώτη σύλληψη για τη νεαρή χοιρομητέρα στην ηλικία των 7 μηνών, χωρίς αυτό να επιφέρει καμία δυσάρεστη επίδραση στη μετέπειτα παραγωγική τους ζωή.

Ο αριθμός των οιστρικών κύκλων κάθε χοιρομητέρας πρέπει να καταγράφεται, έτσι ώστε η οχεία να πραγματοποιείται σε κάθε 3η οιστρική δραστηριότητα ή κάθε 3η ωοθηλακιορρηξία. Νεαρές χοιρομητέρες, οι οποίες τείνουν να εμφανίζουν περιορισμένη εκδήλωση οίστρων θα πρέπει να απομακρύνονται από την αγέλη.

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας θεωρείται το εύρος των θερμοκρασιών του περιβάλλοντος διαβίωσης μέσα στο χοιροστάσιο, στο οποίο οι νεαρές χοίροι εκτίθενται κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου προσαρμογής τους. Οι θερμοκρασίες αυτές στο χοιροστάσιο ασκούν διαφορετική επίδραση σε σύγκριση με εκείνες του εξωτερικού περιβάλλοντος στη νεαρή χοιρομητέρα και καθορίζουν τις συνθήκες άριστης διαβίωσης (comfort zone).

Ο τρόπος συμπεριφοράς των νεαρών χοιρομητέρων κατά κανόνα αποτελεί μια καλή ένδειξη των συνθηκών διαβίωσης τους. Ένα συνεχώς υγρό δάπεδο στο χώρο διαβίωσης τους μπορεί να έχει θερμοκρασία μικρότερη κατά 7-14ο C σε σύγκριση με τη θερμοκρασία του αέρα. Ως εκ τούτου η στεγνή στρωμνή με άχυρο και ο ομαδικός τρόπος διαβίωσης μπορούν να συντελέσουν στη διαμόρφωση ενός θερμότερου περιβάλλοντος διαβίωσης. Σε κάθε περίπτωση όταν οι συνθήκες διαβίωσης είναι ψυχρότερες από τις ιδανικές, μπορούμε να αυξήσουμε τη κατανάλωση τροφής από τις νεαρές χοιρομητέρες χορηγώντας σιτηρέσια με περιορισμένη περιεκτικότητα σε θρεπτικές ουσίες (πίνακας 9).

|Πίνακας 9. Κατανάλωση τροφής και θρεπτικών ουσιών από νεαρές μη έγκυες χοιρομητέρες που διατηρούνται σε ψυχρό περιβάλλον |

|διαβίωσης. |

|Θερμοκρασία περιβάλλοντος|Κατανάλωση τροφής για |% περιεκτικότητα Λυσίνης |% περιεκτικότητα ασβεστίου|% περιεκτικότητα ολικού P |

|oC |κάλυψη αναγκών ME kg |για κατανάλωση 12 g/ημέρα | |για κατανάλωση 14,2 |

| | | |για κατανάλωση 16 g/ημέρα |g/ημέρα |

|18 |1,54 |0,77 |0,104 |0,92 |

|10 |1,95 |0,61 |0,82 |0,73 |

|5 |2,22 |0,54 |0,72 |0,64 |

|0 |2,50 |0,48 |0,64 |0,57 |

|-5 |2,77 |0,43 |0,58 |0,51 |

|-10 |2,90 |0,41 |0,55 |0,49 |

|a Συγκεντρώσεις απαραίτητων θρεπτικών ουσιών στα τελικά σιτηρέσια (με βάση τον αραβόσιτο και το σογιάλευρο) όταν γίνονται |

|μεταβολές στο μέγεθος κατανάλωσης της τροφής. |

|b Σιτηρέσια αραβόσιτου – σογιάλευρου πρέπει να σχηματίζονται για να καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες σε διαθέσιμο φώσφορο στις |

|νεαρές χοίρους. |

Οι νεαρές χοιρομητέρες είναι καλύτερο να οχεύονται μετά την εκδήλωση των δύο ή τριών οιστρικών κύκλων. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται η οχεία στη διάρκεια του πρώτου οιστρικού κύκλου που συνδυάζεται με χαμηλό ρυθμό ωοθηλακιορρηξίας. Οι νεαρές χοίροι που ενδεχόμενα δεν οχεύονται μέχρι και τον τέταρτο κατά σειρά οιστρικό κύκλο ενδεχόμενα να εισέλθουν σε μια άνοιστρη περίοδο. Έτσι, η σχολαστική παρατήρηση της οιστρικής συμπεριφοράς για κάθε χοιρομητέρα και η έγκαιρη μεταφορά της στο χώρο στον οποίο θα πραγματοποιηθεί η οχεία έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σωστή διαχείριση.

Η τοποθέτηση χοιρομητέρων μεγαλύτερης ηλικίας στο ίδιο κελί με τις νεαρές χοίρους φαίνεται ότι έχει κάποια πρακτική σημασία. Ειδικότερα, με το χειρισμό αυτό τα νεαρότερα ζώα εκτίθενται ταχύτερα στις ασθένειες της αγέλης που αναμένεται να τα προσβάλλουν στο άμεσο μέλλον και ακόμη επιτυγχάνεται καλύτερος συγχρονισμός των οίστρων μεταξύ των ζώων.

Η χορήγηση αυξημένης ποσότητας τροφής στις χοιρομητέρες αμέσως μετά την οχεία έχει ως αποτέλεσμα αφενός μεν την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος τους και αφετέρου την αύξηση της εμβρυακής θνησιμότητας. Μετά ένα περίπου μήνα μετά την οχεία η ποσότητα της τροφής είναι δυνατό να αυξηθεί, βελτιώνοντας σημαντικά τη σωματική κατάσταση της μέλλουσας μητέρας. Η ποσότητα της τροφής από την 30η ημέρα μετά την οχεία έως τον τοκετό μπορεί να φθάσει τα 2,3kg τροφής, αλλά γενικά πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 1,8 και 2,0kg/ ημέρα, έτσι ώστε ούτε οι νεαρές χοίροι αλλά και οι ενήλικες χοιρομητέρες να μην αποκτήσουν υπερβολικό σωματικό λίπος.

Διατροφή κάπρων (boar’s feeding)

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων απόκτησε ιδιαίτερη σημασία η συμβολή της διατροφικής αγωγής των κάπρων στην ποσότητα και ποιότητα του παραγόμενου σπέρματος. Ωστόσο, το μέγεθος των ερευνητικών εργασιών είναι πολύ περιορισμένο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα συστήματα διατροφής των κάπρων που εφαρμόζονται στις εμπορικές εκτροφές να βασίζονται στα συμπεράσματα των ελάχιστων σχετικών ερευνητικών εργασιών, οι περισσότερες από τις οποίες επικεντρώνονται κυρίως στη προσπάθεια προσδιορισμού των διατροφικών αναγκών των κάπρων. Ορισμένες από τις εκτιμήσεις αναφορικά με τις ανάγκες των νεαρών και των ενήλικων κάπρων σε θρεπτικά συστατικά δίνονται στο πίνακα 13.

Αναπτυσσόμενοι κάπροι (developing boars)

Ο αριθμός των μυϊκών κυττάρων των ενήλικων κάπρων έχει ήδη ολοκληρωθεί κατά τη γέννηση τους και στην μετά τη γέννηση περίοδο απλά παρατηρείται η αύξηση του μεγέθους τους. Αυτό σημαίνει ότι τα διαφορετικά συστήματα διατροφικής αγωγής που μπορεί να εφαρμοστούν στο νεαρό κάπρο δε θα επηρεάσουν καθόλου τον αριθμό των μυϊκών του κυττάρων που καθορίζεται με αυστηρά γενετικά κριτήρια. Με δεδομένο ότι ο μυϊκός ιστός αποτελεί το μεγαλύτερο σε μέγεθος συστατικό του σώματος του νεαρού κάπρου, η ανάπτυξη γενικά της μυϊκής μάζας συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη όλου του σώματος. Βελτίωση στο ρυθμό ανάπτυξης, την εκμετάλλευση της τροφής, της επιφάνειας του οσφυϊκού μυός και του πάχους του υποδόριου λίπους μπορεί να λάβει χώρα όταν ο κάπρος καταναλώνει σιτηρέσιο το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του σε πρωτεΐνη.

Η διατήρηση ενός κάπρου σε μια αγέλη, πρωτίστως εξαρτάται από το μέγεθος του και την σωστή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη του σκελετού του. Η ανάπτυξη του σκελετού με τη σειρά της πρωτίστως επηρεάζεται από γενετικούς παραμέτρους, αλλά και από το διατροφικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε κατά την περίοδο της ανάπτυξης του ζώου. Η καλή κατάσταση του σκελετού του κάπρου στη ηλικία της γενετήσιας ωρίμανσης θεωρείται ουσιώδης παράγοντας για την επίτευξη άριστων αναπαραγωγικών επιδόσεων και για την παραγωγή άριστης ποιότητας σπέρματος. Επιπλέον, η διατήρηση των νεαρών κάπρων κατά τη διάρκεια της περιόδου μέχρι την ηλικία της ήβης, φαίνεται ότι συντελεί στο περιορισμό των προβλημάτων στα άκρα και βελτιώνει την αναπαραγωγική συμπεριφορά.

Αν και η δομή των οστών σε κάθε οργανισμό αποτελεί ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό, είναι απαραίτητη η κατάλληλη συγκέντρωση μάκρο- και μικροστοιχείων στο σιτηρέσιο του έτσι ώστε να ολοκληρωθεί χωρίς προβλήματα η ανάπτυξη των οστών του. Οι κάπροι διαθέτουν οστά μεγαλύτερου μήκους και μεγαλύτερης διαμέτρου σε σύγκριση με εκείνα των χοιρομητέρων και των ευνουχισμένων αρσενικών ζώων. Μια αύξηση ως εκ τούτου στο σιτηρέσιο τους της συγκέντρωσης του ασβεστίου και του φωσφόρου κρίνεται ως απαραίτητη για μεγαλύτερη οστική μάζα και υψηλότερο περιεχόμενο των οστών σε ανόργανες ουσίες, χαρακτηριστικά τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη σταθερότητα των άκρων κατά τους αναπαραγωγικούς χειρισμούς. Για την καλύτερη απορρόφηση και χρησιμοποίηση του ασβεστίου και του φωσφόρου του σιτηρεσίου από τον οργανισμό του ζώου θα μπορούσε να συμβάλλει η επαρκής συμπλήρωση του σιτηρεσίου με βιταμίνη D. Ωστόσο, χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση σωστός και προσεκτικός χειρισμός, διότι η υπερβολική συγκέντρωση βιταμίνης D στο σιτηρέσιο, μπορεί να οδηγήσει στην ασβεστοποίηση των συνδετικών ιστών και την απασβεστοποίηση των ιστών των οστών.

Η αναπαραγωγική δραστηριότητα στου νεαρούς κάπρους παρατηρείται για πρώτη φορά στην ηλικία περίπου των τεσσάρων μηνών, οπότε αρχίζει και η παραγωγή σπέρματος. Η συγκέντρωση της ορμόνης τεστοστερόνης στο αίμα αυξάνει σταδιακά από τον πέμπτο έως τον έβδομο μήνα της ηλικίας του κάπρου και η σεξουαλική ωριμότητα επέρχεται στην ηλικία μεταξύ του έκτου και του όγδοου μήνα. Το σπέρμα το οποίο συλλέγετε σε ηλικία μέχρι πέντε μηνών έχει μικρό όγκο και περιέχει ένα υψηλό ποσοστό ανώμαλων και ανώριμων σπερματοζωαρίων. Αυτό σημαίνει ότι η χρησιμοποίηση των κάπρων για αναπαραγωγή δε πρέπει να γίνεται μέχρι την ηλικία των πέντε μηνών.

Εάν κατά την περίοδο μέχρι την ήβη, περιοριστεί η ποσότητα της χορηγούμενης τροφής στους κάπρους αυτό θα έχει ως συνέπεια μια σημαντική καθυστέρηση στο ρυθμό ανάπτυξης και στην ηλικία της σεξουαλικής ωριμότητας, χωρίς ουσιώδεις και μόνιμες επιδράσεις στην ανάπτυξη των όρχεων. Ωστόσο, οι κυψελοειδείς σωλήνες των όρχεων στους οποίους βρίσκονται τα σπερματικά κύτταρα θα περιοριστούν σε μέγεθος και σε διάμετρο.

Η διατροφική μεταχείριση της περιορισμένης κατανάλωσης τροφής, που εφαρμόζεται στους κάπρους κατά τη διάρκεια του τελευταίου σταδίου ανάπτυξης τους με σκοπό την επίτευξη χαμηλότερου σωματικού βάρους εμπεριέχει αρκετό κίνδυνο. Εάν η κατανάλωση των θρεπτικών συστατικών με το σιτηρέσιο δε καλύπτει τις ανάγκες των κάπρων, είναι δυνατό να επηρεαστεί τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του σπέρματος τους και ακόμη να επηρεαστεί η δομή των οστών και η υγεία του κάπρου. Η κατάσταση αυτή είναι δυνατό να συντελέσει στη διαμόρφωση περιορισμένων αναπαραγωγικών επιδόσεων και την πρόωρη απομάκρυνση των κάπρων από την αγέλη. Έτσι, φαίνεται ότι το σιτηρέσιο για τους νεαρούς κάπρους επιβάλλεται να τους εφοδιάζει με όλες απαραίτητες θρεπτικές ουσίες (πίνακας 10). Στον πίνακα 11 δίνεται οδηγός διατροφής κάπρων.

|Πίνακας 10. Ανάγκες σε θρεπτικές ουσίες κάπρων (με βάση την Ξηρή Ουσία) |

| |Φάση ανάπτυξης |

| |Νωρίςa |Μέσηa |Τέλοςb |Ενήλικαb |

|Σωματικό βάρος, kg. |23-55 |55-90 |90-135 |135-270 |

|Πρωτεΐνη, % |22 |20 |18 |16 |

|Αμινοξέαc | | | | |

|Λυσίνη, % |1,2 |1,1 |1,0 |0,85 |

|Τρυπτοφάνη, % |0,24 |0,22 |0,19 |0,17 |

|Θρεονίνη, % |0,86 |0,79 |0,68 |0,58 |

|Μεθειονίνη + Κυστίνη, % |0,72 |0,66 |0,63 |0,54 |

|Μακροστοιχείαc | | | | |

|Ασβέστιο, % |0,95 |0,85 |0,80 |0,90 |

|Φώσφορος (ολικός), % |0,75 |0,65 |0,75 |0,80 |

|Φώσφορος (διαθέσιμος), % |0,49 |0,40 |0,49 |0,50 |

|Νάτριο, % |0,12 |0,12 |0,20 |0,20 |

|Χλώριο, % |0,08 |0,08 |0,16 |0,16 |

|(Αλάτι, %) |0,25 |0,25 |0,50 |0,50 |

|Ιχνοστοιχείαd | | | | |

|Χαλκός, ppm |15 |15 |15 |25 |

|Iώδιο, ppm |0,15 |0,15 |0,15 |0,15 |

|Σίδηρος, ppm |100 |75 |75 |100 |

|Μαγγάνιο, ppm |10 |10 |10 |20 |

|Σελήνιο, ppm |0,3 |0,3 |0,3 |0,3 |

|Ψευδάργυρος, ppm |150 |100 |100 |150 |

|Βιταμίνεςd | | | | |

|Βιταμίνη A, IU/kg. |5500 |4400 |4400 |5500 |

|Βιταμίνη D, IU/kg |550 |440 |440 |550 |

|Βιταμίνη E, IU/kg |66 |66 |66 |66 |

|Βιταμίνη K, mg/kg. |1,32 |1,32 |1,32 |2,2 |

|Βιοτίνη, mg/kg |0,22 |0,22 |0,22 |0,22 |

|Χολίνη, g/kg |0,55 |0,55 |0,55 |1,32 |

|Νιασίνη, mg/kg. |33 |26 |26 |33 |

|Ριβοφλαβίνη, mg/kg. |13,2 |9,9 |9,9 |13,2 |

|Παντοθενικό οξύ, mg/kg. |22 |16,5 |16,5 |22 |

|Βιταμίνη B12, µg/kg |33 |33 |33 |44 |

|a Κατά βούληση κατανάλωση τροφής. |

|b Περιορισμένη διατροφή. |

|c Οι τιμές δείχνουν την ολική συγκέντρωση στο σιτηρέσιο. |

|d Οι τιμές δείχνουν τα επίπεδα που πρέπει να προστεθούν στο σιτηρέσιο. |

|Πίνακας 11. Οδηγός διατροφής κάπρων. |

| Σωμ. βάρος, kg |Απαιτούμενη ποσότητα |Στόχος | |Συνολική τροφή/ ημέρα, |

| |τροφής για συντήρηση, |ΡΑ/ ημέρα, |Ποσότητα τροφής |kg |

| |kga |g |για ΡΑ | |

| | | |kgb | |

|135 |1,55 |545 |0,68 |2,23 |

|160 |1,72 |500 |0,63 |2,35 |

|180 |1,88 |454 |0,57 |2,45 |

|200 |2,03 |409 |0,51 |2,54 |

|225 |2,18 |364 |0,45 |2,63 |

|250 |2,32 |318 |0,40 |2,72 |

|275 |2,46 |272 |0,34 |2,80 |

|295 |2,60 |227 |0,29 |2,89 |

|320 |2,73 |180 |0,23 |2,96 |

|a Με βάση ένα σιτηρέσιο με αραβόσιτο- σογιάλευρο.. |

|b Υπολογίζεται εκμετάλλευση τροφής 80%. |

Ενήλικες κάπροι (mature boars)

Με την ενηλικίωση των κάπρων επέρχεται μια σημαντική αύξηση στον όγκο του παραγόμενου σπέρματος και στον αριθμό των σπερματοζωαρίων. Κατά κανόνα από μεγαλύτερους όρχεις παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα σπέρματος, αλλά εάν η διατροφή των κάπρων περιέχει περιορισμένα επίπεδα ενέργειας το μέγεθος των όρχεων θα περιοριστεί. Εάν η κατανάλωση της πρωτεΐνης είναι περιορισμένη, η γενετήσια επιθυμία (libido) των κάπρων, ο όγκος του σπέρματος και ο αριθμός των σπερματοζωαρίων του θα μειωθεί.

Τα σιτηρέσια τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των χοιρομητέρων κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, θεωρούνται γενικά κατάλληλα για την κάλυψη των αναγκών των ενήλικων κάπρων. Μια επιπλέον ποσότητα τροφής ωστόσο στη περίπτωση αυτή είναι καλό να προστεθεί στο σιτηρέσιο των ενήλικων κάπρων, έτσι ώστε να καλυφθούν επιτυχέστερα οι ανάγκες συντήρησης τους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών και όταν οι κάπροι συντηρούνται σε χώρους χοιροστασίων όπου επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος. Η ανεπαρκής κατανάλωση τροφής θα έχει ως αποτέλεσμα μια χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας, γεγονός το οποίο ενδεχόμενα θα επηρεάσει δυσμενώς τη παραγωγή του σπέρματος.

Η πλήρης ανάπτυξης του σκελετού στους κάπρους ολοκληρώνεται περίπου στην ηλικία ενός έως δύο ετών. Η διατήρηση της ευρωστίας των οστών περαιτέρω θεωρείται ζωτικής σημασίας, ιδιαίτερα όταν οι συζεύξεις λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες κελιού (φυσική οχεία). Εάν οι κάπροι καταναλώνουν σιτηρέσιο ελλιπές σε ασβέστιο και φωσφόρο κατά την ανάπτυξη, ο σκελετός θα αργήσει να ολοκληρώσει την ανάπτυξη του και τα οστά δεν θα εμφανίζουν σωστό βαθμό ανοργανοποίησης, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να καταστούν επιρρεπή σε εύκολα κατάγματα. Είναι συνεπώς σημαντικό να προστίθενται στο σιτηρέσιο των κάπρων, μίγματα βιταμινών και ανόργανων στοιχείων και ιδιαίτερα κατά την περίοδο που εφαρμόζονται συνθήκες περιορισμένης διατροφής.

Οι κάπροι οι οποίοι χρησιμοποιούνται για φυσικές συζεύξεις, πρέπει να έχουν μεγαλύτερο σωματικό βάρος σε σύγκριση με εκείνους που χρησιμοποιούνται για τεχνητή σπερματέγχυση. Επιπλέον, οι κάπροι που χρησιμοποιούνται για φυσική οχεία πρέπει να έχουν μεγαλύτερο σωματικό βάρος από τις χοιρομητέρες που πρόκειται να οχεύσουν. Η ανταγωνιστική συμπεριφορά των ζώων μέσα στο ίδιο κελί, αυξάνει σημαντικά την επιθυμία και την ένταση της οχείας, με αποτέλεσμα να υπάρχει πιθανότητα να αυξηθεί το ποσοστό των καταγμάτων και των εν γένει προβλημάτων των άκρων.

Συλλογή σπέρματος (semen collection)

Η συνήθης πρακτική συλλογής σπέρματος από τους κάπρους για πρώτη φορά σε ηλικία μεταξύ 6,5 και 7 μηνών και με διαστήματα μεταξύ των διαδοχικών συλλογών τριών έως τεσσάρων ημερών δε φαίνεται να ασκεί καμία δυσμενή επίδραση στην ανάπτυξη των όρχεων, στους βοηθητικούς αδένες ή στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος. Στην ηλικία των δέκα μηνών, ο όγκος του παραγόμενου σπέρματος σε κάθε εκσπερμάτωση είναι σημαντικά μικρότερος όταν η συλλογή σπέρματος γίνεται κάθε ημέρα σε σύγκριση με τον όγκο του σπέρματος που λαμβάνεται όταν η συλλογή γίνεται με τη μεσολάβηση διαστημάτων ανάπαυσης τριών ημερών. Αν και παρατηρείται και μια σημαντική μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων όταν η συλλογή σπέρματος γίνεται κάθε ημέρα, ο συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων στο διάστημα μιας εβδομάδας είναι μεγαλύτερος ελαφρά σε σύγκριση με το συνολικό εβδομαδιαίο αριθμό σπερματοζωαρίων που λαμβάνεται με συλλογή για κάθε τρεις ημέρες.

Η ενδεχόμενη επίδραση διαφορετικών πρακτικών διατροφής των κάπρων στη ποιότητα και την ευρωστία των σπερματοζωαρίων δεν έχει επαρκώς ερευνηθεί. Οι θρεπτικές ουσίες οι οποίες ενδεχόμενα είναι απαραίτητες σε μεγαλύτερες ποσότητες στα ζώα υψηλής παραγωγικότητας ή σε ζώα που διαβιώνουν κάτω από συνθήκες θερμικής καταπόνησης είναι η βιταμίνη Ε, η βιταμίνη C, ο ψευδάργυρος, το σελήνιο, το μαγγάνιο και ο χαλκός.

Ο ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης των νεαρών κάπρων κατά την περίοδο της ανάπτυξης τους και μέχρι την ενηλικίωση θεωρείται επιθυμητός, αλλά ο ρυθμός αυτός ανάπτυξης πρέπει να είναι αυστηρά ελεγχόμενος. Σε κάθε περίπτωση η χορήγηση επιπλέον ποσότητας τροφής σε όλες της ηλικίες, θεωρείται μια τελείως ακατάλληλη πρακτική, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τις αναπαραγωγικές επιδόσεις αλλά και τη γενετήσιο επιθυμία των κάπρων. Αντίθετα, εάν η ημερήσια ποσότητα τροφής που χορηγείται στους κάπρους είναι ελλιπής και δε καλύπτει τις ανάγκες τους, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει υποβάθμιση της ποσότητας και της ποιότητας του σπέρματος, χωλότητες, έλκη και γενικά επιδείνωση της υγείας του ζώου.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνεται εξαντλητική χρησιμοποίηση των κάπρων για την παραγωγή σπέρματος, οι ανάγκες τους σε ενέργεια και πρωτεΐνη αυξάνονται. Επιπλέον, η συμπληρωματική χορήγηση σεληνίου φαίνεται να ασκεί θετική επίδραση στην ανάπτυξη και την ωρίμανση των σπερματοζωαρίων. Η βιταμίνη C σίγουρα βελτιώνει την ποιότητα του σπέρματος ιδιαίτερα όταν οι κάπροι βρίσκονται υπό την επίδραση θερμικής καταπόνησης (heat stress).

Θρεπτικά συστατικά (feed ingredients)

Οι καρποί των δημητριακών θεωρούνται οι περισσότερο απαραίτητες ζωοτροφές στη διατροφή των χοίρων. Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιπες ζωοτροφές χρησιμοποιούνται μόνο επικουρικά και για την εξισορρόπηση των σιτηρεσίων. Για να είμαστε σε θέση να συνδυάσουμε επιτυχώς στο ίδιο σιτηρέσιο καρπούς δημητριακών και άλλες ζωοτροφές, έτσι ώστε να μπορέσουμε αποτελεσματικά να καλύψουμε τις ανάγκες των ζώων, χρειαζόμαστε πληροφορίες σχετικά με το θρεπτικό περιεχόμενο της κάθε ζωοτροφής, τη γνώση σχετικά με τους ενδεχόμενους διατροφικούς περιορισμούς της κάθε τροφής και το επίπεδο διατροφής.

Οι διαφορετικές συνθήκες παραγωγής στο χωράφι από τοποθεσία σε τοποθεσία, η διαφορετική διάρκεια και ο τρόπος της αποθήκευσης και η διαφορετική ποικιλία ενδεχόμενα κάθε τροφή φυτικής προέλευσης είναι δυνατό να οδηγήσουν στη παραγωγή πρώτων υλών ζωοτροφών που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η μέση περιεκτικότητα των συνηθέστερων τροφών φαίνεται στο πίνακα 12 και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός κατάρτισης σιτηρεσίων για τους χοίρους. Στο πίνακα 13, δίνεται η σύνθεση διαφόρων καρπών δημητριακών και υποπροϊόντων βιομηχανιών, ενώ η σύνθεση των περισσότερων χρησιμοποιημένων ανόργανων πηγών φαίνεται στον πίνακα .

Για την εκτίμηση της θρεπτικής αξίας (nutritional value) των δημητριακών καρπών γίνονται συγκεκριμένοι εργαστηριακοί προσδιορισμοί. Αν και παρατηρείται μεταξύ των δειγμάτων κάποια διακύμανση, η οποία οφείλεται κυρίως στη διαφορετική περιεκτικότητα σε άμυλο, οι εργαστηριακοί προσδιορισμοί (μέσος όρος) σε γενικές γραμμές περιγράφουν ικανοποιητικά το θρεπτικό περιεχόμενο των δημητριακών καρπών.

Καρποί δημητριακών στους οποίους προσδιορίζουμε χαμηλότερη θρεπτική αξία (< μέσο όρο), εμφανίζουν συνήθως μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ινώδεις ουσίες, χαμηλότερη περιεκτικότητα σε άμυλο και χαμηλότερους συντελεστές πεπτικότητας της ενέργειας σε σύγκριση με το μέσο όρο. Η περιεκτικότητα ωστόσο των καρπών αυτών (χαμηλότερης θρεπτικής αξίας) σε ολική πρωτεΐνη είναι δυνατό να είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με εκείνη του μέσου όρου. Αυτό οφείλεται πιθανά στο γεγονός ότι οι χαμηλότερης θρεπτικής αξίας καρποί δημητριακών, περιέχουν σημαντικά μικρότερο ποσοστό αμύλου με αποτέλεσμα η % αναλογία της ολικής πρωτεΐνης να φαίνεται σημαντικά υψηλότερη.

Κατώτερης θρεπτικής αξίας καρπούς δημητριακών συνήθως συλλέγουμε από το αγρό, όταν προκύπτουν καταστάσεις πρόωρων παγετών, οι οποίες επιπλέον είναι δυνατό να διεγείρουν και την ανάπτυξη μυκοτοξινών. Ο ρυθμός ανάπτυξης των χοίρων συνήθως δεν επηρεάζεται εκτός και εάν οι καρποί δημητριακών που συμμετέχουν στο σιτηρέσιο τους είναι χειρίστης θρεπτικής αξίας. Η εκμετάλλευση της τροφής γενικά θεωρείται περιορισμένη στις περιπτώσεις κατανάλωσης δημητριακών καρπών με υψηλότερη του κανονικού περιεκτικότητα σε ινώδεις ουσίες. Κατά κανόνα περιορισμένες αποδόσεις στους χοίρους εμφανίζονται όταν οι καρποί δημητριακών που συμμετέχουν στο σιτηρέσιο τους εμφανίζουν θρεπτική αξία μεταξύ του 70 και του 80% του μέσου όρου. Εξάλλου η περιεκτικότητα των καρπών δημητριακών στα επιμέρους κλάσματα θρεπτικών ουσιών, λόγω της σημαντικής παραλλακτικότητας που παρατηρείται θα πρέπει να επαληθεύεται με συνεχείς μετρήσεις.

Τα λίπη και τα έλαια του σιτηρεσίου περιέχουν περίπου 2,25 φορές περισσότερη ενέργεια σε σύγκριση με εκείνη των υδατανθράκων (άμυλο). Αυτό σημαίνει ότι 1g επιπλέον ποσότητας λίπους που προστίθεται στο σιτηρέσιο ισοδυναμεί με την προσθήκη ποσότητας 2,25g αμύλου αραβοσίτου. Ως εκ τούτου η προσθήκη λίπους στο σιτηρέσιο των χοίρων συντελεί στη σημαντική βελτίωση της εκμετάλλευσης της τροφής, διότι το σιτηρέσιο περιέχει μια περισσότερο συμπυκνωμένη μορφή ενέργειας. Αν και η προσθήκη λίπους στο σιτηρέσιο των χοίρων που βρίσκονται στην ηλικία σφαγής βελτιώνει εξίσου σημαντικά την εκμετάλλευση της τροφής, οδηγεί συνήθως στην υπερβολική εναπόθεση σωματικού λίπους, ιδιαίτερα στους ευνουχισμένους αρσενικούς χοίρους κατά τη διάρκεια των τελικών σταδίων της ανάπτυξης τους.

Η επιλογή λευκού λίπους και ελαίου καρπών σόγιας θεωρείται γενικά περισσότερο καλή από την άποψη της ποιότητας σε σύγκριση με την επιλογή κίτρινου λίπους. Τα περισσότερα από τα εμπορικά προϊόντα λίπους που διατίθενται στην αγορά για την διατροφή των χοίρων, αποτελούν μίγμα ποικίλων προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης. Αρκετά περιέχουν υψηλά ποσά ελεύθερων λιπαρών οξέων και άλλων σωματιδίων που περιορίζουν την ποιότητα τους. Υψηλής ποιότητας πηγές ζωικού λίπους και μιγμάτων ζωικού και φυτικού λίπους, είναι εκείνες οι οποίες περιέχουν όχι περισσότερο από 1% υγρασία, 0,5% ελεύθερα σωματίδια, 3,5% μη σαπωνοποιημένα υλικά ή 5% συνολικά (υγρασία+ ελεύθερα σωματίδια+ μη σαπωνοποιημένα υλικά). Η παρουσία ύδατος στο μίγμα του λίπους είναι δυνατό να επιταχύνει τη διάσπαση των συστατικών και/η την ανάπτυξη ταγγίσματος είτε στο αποθηκεμένο λίπος είτε στο λίπος που έχει ενσωματωθεί στο τελικό σιτηρέσιο. Τα σιτηρέσια τα οποία περιέχουν ταγγισμένα προϊόντα δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά από τα ζώα και τείνουν να συμβάλλουν στο περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης των χοίρων και την επιδείνωση της εκμετάλλευσης της τροφής. Διάφορες αντιοξειδωτικές ουσίες (ethoxyquin, butylated hydroxyanisole (BHA), ή butylated hydroxytoluene (BHT) προστίθενται στο σιτηρέσιο γενικά για να το προστατέψουν από την ανάπτυξη ταγγίσματος.

Η φθηνότερη και η περισσότερο συνηθισμένη πηγή ενέργειας για τα σιτηρέσια των χοίρων είναι ο καρπός του αραβόσιτου, αλλά και άλλοι καρποί δημητριακών και διάφορα υποπροϊόντα των γεωργικών βιομηχανιών επίσης χρησιμοποιούνται με ευνοϊκή επίδραση ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του κόστους. Έχει ιδιαίτερη σημασία πριν τη χρησιμοποίηση των καρπών των δημητριακών ή γενικότερα κάθε πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται στο σιτηρέσιο των χοίρων να προηγείται η εργαστηριακή ανάλυση έτσι ώστε να γνωρίζουμε την ποιότητα του προϊόντος και την καλύτερη δυνατή σύνθεση του σε θρεπτικά συστατικά. Η εργαστηριακή ανάλυση για τον προσδιορισμό της περιεχόμενης υγρασίας και πρωτεΐνης (και πιθανά και λυσίνης) θεωρούνται γενικά απαραίτητες για τους καρπούς δημητριακών πριν από κάθε χρήση. Η σύνθεση διαφόρων καρπών δημητριακών και υποπροϊόντων δίνεται στον πίνακα 16.

Εκτός από τον τυπικό κίτρινο αραβόσιτο και άλλες ποικιλίες αραβοσίτου αναμένεται στο εγγύς μέλλον να καλλιεργούνται, όπως ποικιλίες με υψηλή περιεκτικότητα σε έλαιο ή λυσίνη και χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικό οξύ. Οι ποικιλίες με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε έλαιο, οι οποίες προς το παρόν καλλιεργούνται μόνο σε πειραματικό επίπεδο, περιέχουν περίπου 6-9% έλαιο και ένα επίπεδο λυσίνης το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 0,28-0,30%, ενώ ο συνήθης κίτρινος αραβόσιτος περιέχει κατά μέσο όρο 3,5% έλαιο και 0,25% λυσίνη. Η διαφορά αυτή οφείλεται στην υψηλότερη περιεκτικότητα του φίτρου της νέας ποικιλίας αραβόσιτου σε σύγκριση με εκείνη του συνηθισμένου κίτρινου αραβόσιτου σε έλαιο και λυσίνη. Η συμμετοχή των καρπών αραβόσιτου από τις βελτιωμένες ποικιλίες σε πειραματικά σιτηρέσια χοίρων, συντέλεσε στην αύξηση της πεπτικότητας της ενέργειας του σιτηρεσίου και σε μια σημαντική βελτίωση στην εκμετάλλευση της τροφής (5-7%), σε σύγκριση με του καρπούς της συνηθισμένης κίτρινης ποικιλίας.

Οι νέες ποικιλίες αραβόσιτου με υψηλή περιεκτικότητα σε λυσίνη, εμφανίζουν μια υψηλότερη περιεκτικότητα αλλά και μια μεγαλύτερη παραλλακτικότητα σε λυσίνη σε σύγκριση με τις συνηθισμένες ποικιλίες. Η χρησιμοποίηση καρπών αραβοσίτου που προέρχεται από τις ποικιλίες αυτές στο σιτηρέσιο των χοίρων, γενικά δεν αναμένεται ότι θα βελτιώσει το ρυθμό ανάπτυξης των χοίρων αλλά σίγουρα θα συμβάλει στη σημαντική μείωση του κόστους διατροφής. Ειδικότερα, όταν καρπός αραβοσίτου από τις βελτιωμένες αυτές ποικιλίες υψηλής περιεκτικότητας σε λυσίνη προστεθεί στο σιτηρέσιο των χοίρων, είναι απαραίτητη μια μείωση της περιεκτικότητας του σιτηρεσίου σε πρωτεΐνη και μια μείωση της προστιθέμενης ποσότητας συνθετικής λυσίνης ανά τόνο τροφής.

Ο περισσότερος φώσφορος στους καρπούς δημητριακών και στο σογιάλευρο, δεσμεύεται με φυτικό οξύ, το οποίο είναι ελάχιστα πεπτό από τον οργανισμό των χοίρων. Συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος της συνολικής ποσότητας του φωσφόρου των τροφών αυτών αποβάλλεται ως άπεπτο στο περιβάλλον με τα κόπρανα των χοίρων. Στις νέες ποικιλίες αραβοσίτου περίπου το 35% του φωσφόρου δεσμεύεται με το φυτικό οξύ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις συνήθεις ποικιλίες αραβόσιτου είναι περίπου 70%. Επιπλέον, στις νέες ποικιλίες ένα μεγαλύτερο ποσοστό φωσφόρου απαντά με τη ανόργανη μορφή, η οποία πέπτεται και απορροφιέται ευκολότερα από τον πεπτικό σωλήνα των χοίρων, με αποτέλεσμα ένα μικρότερο ποσοστό φωσφόρου να αποβάλλεται στο περιβάλλον.

Το σογιάλευρο (soybean meal) αποτελεί την περισσότερο χρησιμοποιούμενη πρωτεϊνική (αμινοξέα) πηγή στο σιτηρέσιο των χοίρων. Αν και η ποιότητα του είναι δυνατό να ποικίλει και η περιεκτικότητα του σε πρωτεΐνη (αμινοξέα) μπορεί να επηρεαστεί από τις συνθήκες καλλιέργειας, γενικά θεωρείται μια ζωοτροφή σταθερής ποιότητας περισσότερο από κάθε άλλη πρωτεϊνική πηγή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διατροφή των χοίρων. Το αποφλοιωμένο σογιάλευρο με περιεκτικότητα σε ολική πρωτεΐνη 48% (full fat soya), δεν περιέχει τους φλοιούς των καρπών της σόγιας, ενώ το σογιάλευρο με περιεκτικότητα σε ολική πρωτεΐνη 44% τους περιέχει (προστίθενται κατά τη διαδικασία παραγωγής μετά την εξαγωγή του ελαίου). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η περιεκτικότητα σε ινώδεις ουσίες του σογιάλευρου 44% να είναι περίπου 7,5%, ενώ η αντίστοιχη περιεκτικότητα του σογιάλευρου 48% να είναι μόλις 3,5%. Η επιλογή του ενός ή του άλλου σογιάλευρου θα πρέπει να βασίζεται κυρίως στο κόστος χρησιμοποίησης ανά μονάδας πρωτεΐνης που περιέχει και όχι στη τιμή ανά τόνο. Αμφότερα τα προϊόντα σογιάλευρου περιέχουν τα ίδια αμινοξέα, αλλά διαφέρουν στη συνολική αναλογία τους. Στον πίνακα 16, δίνονται οι περιορισμοί για συνήθεις ζωοτροφές που συνήθως χρησιμοποιούνται στη διατροφή των χοίρων.

Το full- fat σογιάλευρο συχνά χρησιμοποιείται στο σιτηρέσιο των χοίρων για να αυξήσει το ενεργειακό περιεχόμενο του. Η χρησιμοποίηση εκχυλισμένου full- fat σογιάλευρο εκχύλισης γενικά προσθέτει επιπλέον 3-4% έλαιο στο τελικό σιτηρέσιο (το σιτηρέσιο συνήθως περιέχει 2-3% έλαιο που προέρχεται από τους καρπούς των δημητριακών).

Εξαιτίας της περιεκτικότητας τους σε έλαιο οι πλήρεις καρποί της σόγιας, περιέχουν αναλογικά μικρότερη ποσότητα πρωτεΐνης και λυσίνης σε σύγκριση με το σογιάλευρο. Συνεπώς, για ένα δεδομένο επίπεδο πρωτεΐνης στο σιτηρέσιο των χοίρων, χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα καρπών σε σύγκριση με την ποσότητα σε σογιάλευρο. Λόγω της παρουσίας αρκετών αντιδιατροφικών παραγόντων στους ανεπεξέργαστους καρπούς σόγιας, οι καρποί πριν τη χρησιμοποίηση τους στο σιτηρέσιο των χοίρων πρέπει να υποβληθούν σε θερμική κατεργασία ή εκχύλιση. Η υψηλότερη περιεκτικότητα σε ενέργεια του σιτηρεσίου εξαιτίας της προσθήκης θερμικά κατεργασμένων καρπών σόγιας, αναμένεται ότι θα περιορίσει την κατανάλωση τροφής ελαφρά. Οι ακατέργαστοι καρποί σόγιας, οι οποίοι ενδεχόμενα περιέχουν μυκοτοξίνες, θα πρέπει να απορρίπτονται από τη διατροφή των χοίρων, ιδιαίτερα στη διατροφή νεαρών χοίρων και χοίρων αναπαραγωγής.

Υπάρχουν πολλά υποπροϊόντα γεωργικών βιομηχανιών που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν στο σιτηρέσιο των χοίρων. Μεταξύ των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων φυτικών υποπροϊόντων συμπεριλαμβάνονται η γλουτένη αραβοσίτου, παράγωγα μπύρας, αποξηραμένες νιφάδες δημητριακών, πίτυρα κ.α. Υποπροϊόντα ζωικής προέλευσης όπως το κρεατάλευρο (meat meal), το οστεάλευρο (bone meal), το ιχθυάλευρο (fish meal), υποπροϊόντα της βιομηχανίας γάλακτος και ζωικό λίπος μπορούν επίσης να συμπεριληφθούν στο σιτηρέσιο των χοίρων. Τα υποπροϊόντα αυτά έχουν ποικίλη σύσταση θρεπτικών στοιχείων και το κάθε ένα από αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται με συγκεκριμένους διατροφικούς περιορισμούς. Μερικά από τα προϊόντα αυτά είναι πολύ ικανοποιητικές πηγές πρωτεΐνης και αμινοξέων ενώ άλλα πολύ καλές πηγές ενέργειας (πίνακας 12).

|Πίνακας 12. Σύνθεση των συνηθέστερων ζωοτροφών στη διατροφή των χοίρων (με βάση την Ξηρή Ουσία) |

| |ΠΕa |Ολική πρωτ/νη |

|Πηγές ενέργειας |

|Μηδικάλευρο, αφυδατ |

|DL-Methionine |

|Αιματάλευρο |

|Πίνακας 13. Μέγιστα επίπεδα συμμετοχής ζωοτροφών στο σιτηρέσιο των χοίρων. |

| |Μέγιστο % ποσοστό σε πλήρες σιτηρέσιο |Αιτία |

| |Εναρκτήριο |Ανάπτυξης |Κυοφορίας |Γαλ/γής | |

|Μηδική αφυδατωμένη |0 |10 |25 |0 |Πολλές ΙΟa |

|Κριθή |15 |40 |40 |25 |Πολλές ΙΟ |

|Ζαχαρότευτλα πούλπα |0 |5 |50 |10 |Πολλές ΙΟ |

|Αιματάλευρο |3 |5 |5 |5 |Χαμηλή ισολευκίνη |

|Κανόλα άλευρο |0 |15 |15 |15 |ΑΝΠb |

|Αραβόσιτος |60 |80 |90 |80 |Λυσίνη |

|Γλουτένη αραβοσίτου |5 |10 |15 |5 |Πολλές ΙΟ |

|Βαμβακάλευρο |0 |10 |15 |0 |Λυσίνη/γκοσυπόλη/ΙΟ |

|Πρωτεΐνη αυγού |6 |10 |10 |5 |ΑΝΠ |

|Λίπη/ έλαια |8 |5 |5 |5 |Δύσκολη ενσωμάτωση |

|Ιχθυάλευρο |20 |6 |6 |6 |Ανεπιθύμητες οσμές |

|Οστεοκρεατάλευρο |5 |5 |10 |5 |Πολλές ανόργανες |

|Κρεατάλευρο |0 |5 |10 |5 |Πολλές ανόργανες |

|Μελάσες |0 |5 |10 |5 |Ενέργεια/ δύσκολη |

| | | | | |ενσωμάτωση |

|Βρώμη |5 |20 |50 |0 |Πολλές ΙΟ |

|Βρώμη αποφλοιωμένη |10 |0 |0 |0 |Ακριβή |

|Πλάσμα χοίρου |10 |0 |0 |0 |Ακριβή |

|Σίκαλη |0 |25 |25 |10 |Παραλλακτικότητα |

|Άπαχο γάλα αποξηραμ. |30 |0 |0 |0 |Ακριβή |

|Σόργο |40 |80 |90 |80 |Λυσίνη |

|Σόγια πρωτεΐνη |20 |0 |0 |0 |Ακριβή |

|Σογιάλευρο |15 |25 |15 |20 |ΑΝΠ |

|Πλήρες σογιάλευρο |0 |20 |10 |10 |Κατεργασία σε υψηλή |

| | | | | |θερμοκρασία |

|Ηλιάλευρο |0 |20 |10 |0 |Λυσίνη/ΙΟ |

|Τριτικάλε |10 |40 |40 |40 |Παραλλακτικότητα |

|Πίτυρα σίτου |0 |10 |30 |10 |Πολλές ΙΟ |

|Σίτος |0 |40 |30 |40 |Ακριβή |

|Ζύμη ζυθοπ αποξηραμ |5 |10 |10 |10 |Παραλλακτικότητα |

|a. IO= ινώδεις ουσίες |

|b. ΑΝΠ= Αντιδιατροφικοί Παράγοντες. |

Ο καρπός σίτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο σιτηρέσιο των χοίρων σε ποσοστό 50% περίπου του μίγματος των καρπών δημητριακών, κυρίως διότι η ζωοτροφή αυτή διατίθεται εξαιρετικά λεπτοαλεσμένη και για το λόγο αυτό δεν είναι πολύ αποδεκτή. Εάν το μέγεθος των κόκκων από το σπάσιμο του καρπού κυμαίνεται μεταξύ 600-800 microns (κάθε σπυρί σπάει σε τέσσερα έως έξη κομμάτια), ο καρπός σίτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολύ υψηλά ποσοστά στο μίγμα των δημητριακών αντικαθιστώντας πλήρως τον αραβόσιτο.

Το σογιάλευρο πρέπει να υποστεί θερμική κατεργασία έτσι ώστε να εξουδετερωθούν οι αντιδιατροφικοί παράγοντες που περιέχει. Ωστόσο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση το προϊόν να εμφανίζει την όψη καμένου. Το χρώμα, η περιεκτικότητα σε ολική πρωτεΐνη και σε ινώδεις ουσίες αποτελούν μια καλή ένδειξη της ποιότητας του αλεύρου και μπορούμε να τα προσδιορίσουμε στα περισσότερα εργαστήρια ανάλυσης ζωοτροφών. Συχνά μια ποσότητα μαρμαρόσκονης προστίθεται στο σογιάλευρο, με αντικειμενικό σκοπό να διευκολύνει τη διέλευση του προϊόντος δια μέσου του πεπτικού σωλήνα των ζώων.

Για να διευκολυνθεί η προσθήκη του λίπους στο σιτηρέσιο θα πρέπει να βρίσκεται σε υγρή μορφή και να προστεθεί στο σιτηρέσιο όταν έχουν ήδη προστεθεί όλα τα άλλα επιμέρους συστατικά του. Αυτό σημαίνει ότι για τη χρησιμοποίηση του λίπους η χοιροτροφική εκμετάλλευση θα πρέπει να διαθέτει ειδικό βυτίο αποθήκευσης λίπους, μέσα στο οποίο να υπάρχει η δυνατότητα να θερμανθεί πριν από τη χρήση. Αυτός ακριβώς είναι ο παράγοντας που τείνει να περιορίσει σημαντικά τη χρησιμοποίηση του. Για να ξεπεραστεί η δυσκολία αυτή είναι δυνατή η χρησιμοποίηση αποξηραμένου λίπους, αλλά τα προϊόντα αυτά είναι σε γενικές γραμμές πολύ ακριβά με αποτέλεσμα η χρησιμοποίηση τους να γίνεται μόνο σε ορισμένες εξειδικευμένες περιπτώσεις. Λίπος μπορεί να ενσωματωθεί και στα πέλετς δια ψεκασμού, στο τελευταίο στάδιο παραγωγής τους. Καθώς τα πέλετς κρυώνουν διευκολύνεται η απορρόφηση του λίπους. Ανεξάρτητα με τη μέθοδο που επιλέγουμε για τη χρήση των λιπών, θα πρέπει να είμαστε σίγουροι πριν αποφασίσουμε ότι το κόστος της ενέργειας από τα λίπη δεν ξεπερνάει κατά 2,25 φορές το κόστος του αραβοσίτου.

Προσθετικές ουσίες στη τροφή (feed additives)

Οι πρόσθετες ουσίες δεν είναι θρεπτικές ουσίες και δεν είναι απαραίτητες στα σιτηρέσια των αγροτικών ζώων. Ωστόσο, συχνά η προσθήκη τους στο σιτηρέσιο βελτιώνει το ρυθμό ανάπτυξης των ζώων και την εκμετάλλευση της τροφής και σε γενικές γραμμές ασκεί κάποια ιδιαίτερα θετική επίδραση. Η χρησιμοποίηση των προσθετικών ουσιών πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και υπάρχουν σχετικές ρυθμιστικές Κοινοτικές οδηγίες. Στις ΗΠΑ οι οδηγίες της χρησιμοποίησης τους δημοσιεύονται κάθε χρόνο σε ειδική ετήσια έκδοση. Αναφορικά με τον τρόπο χρησιμοποίησης τους τα διάφορα εμπορικά προϊόντα συνοδεύονται με σχετικούς οδηγούς.

Υπάρχουν διάφορες ομάδες προσθετικών ουσιών στη τροφή, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:

1. Τα αντιβιοτικά και οι αντιμικροβιολογικοί παράγοντες

2. Βελτιωτικές του ρυθμού ανάπτυξης και της εκμετάλλευσης της τροφής

3. Beta- adrenergic agonist

4. Ουσίες που περιορίζουν την ανάπτυξη μυκήτων και ουσίες συντήρησης

5. Αρωματικοί παράγοντες

6. Καλλιέργειες μικροοργανισμών

7. Ένζυμα

8. Αντιπαρασιτικές ουσίες

Αντιβιοτικά και αντιμικροβιολογικοί παράγοντες

Οι ουσίες αυτές, όταν προστίθενται στα σιτηρέσια των χοίρων σε περιορισμένες συγκεντρώσεις, επιφέρουν μια σημαντική βελτίωση στο ρυθμό ανάπτυξης, στην εκμετάλλευση της τροφής και στις αναπαραγωγικές επιδόσεις. Όταν προστίθενται σε υψηλότερες (θεραπευτικές) συγκεντρώσεις, συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών. Σε κάθε περίπτωση η χρησιμοποίηση τους πρέπει να γίνεται κάτω από αυστηρή κτηνιατρική παρακολούθηση και σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕ.

Τα θηλάζοντα χοιρίδια σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις ανταποκρίνονται θετικά στη προσθήκη αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο τους με αποτέλεσμα να βελτιώνεται σημαντικά ο ρυθμός ανάπτυξης τους και η εκμετάλλευση της τροφής σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 5 – 15%. Η θετική αυτή επίδραση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη (10-15%) όταν τα χοιρίδια σταβλίζονται σε χοιροστάσιο με χωμάτινο δάπεδο ή στρωμνή, αλλά είναι μικρότερη (6-10%) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα χοιρίδια εκτρέφονται κάτω από άριστες συνθήκες υγιεινής. Αναπτυσσόμενοι χοίροι (ΣΒ 20-70kg), επιδεικνύουν μια θετική αντίδραση (4-6%) στη προσθήκη αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο τους, αλλά η θετική αυτή αντίδραση περιορίζεται (0-4%) όταν οι χοίροι φθάσουν στο τελικό βάρος σφαγής (90-100kg).

Τα χοιρίδια τα οποία βρίσκονται σε άριστη κατάσταση υγείας και διατηρούνται με ιδανικές συνθήκες διαχείρισης, γενικά ανταποκρίνονται λιγότερο στη προσθήκη αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο τους.

Υπάρχουν δύο κύρια σημεία στα οποία θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας κατά τη προσθήκη αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο των αγροτικών ζώων:

• Θα πρέπει να εκτιμηθεί σωστά ο χρόνος χρησιμοποίησης του αντιβιοτικού, έτσι ώστε να εξαλειφθεί τελείως ο κίνδυνος παραμονής υπολειμμάτων του αντιβιοτικού στους ζωικούς ιστούς.

• Η παρατεταμένη χρησιμοποίηση αντιβιοτικών, οδηγεί συχνά στη δημιουργία ιδιαίτερα ανθεκτικών κλάδων μικροοργανισμών, που είναι επικίνδυνα για την υγεία των ζώων και κατά επέκταση για τη δημόσια υγεία.

Σε πολλές χώρες του κόσμου, αν και ο κίνδυνος δημιουργίας ανθεκτικών μικροοργανισμών είναι υπαρκτός, συνεχίζεται η χρησιμοποίηση χαμηλών επιπέδων αντιβιοτικών στο σιτηρέσιο των χοίρων, λόγω των σημαντικών ωφέλιμων επιδράσεων που προκαλούν στις αποδόσεις των ζώων. Στις ΗΠΑ συνιστάται κάθε φορά ο συνδυασμός διαφόρων αντιβιοτικών έτσι ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα των μικροοργανισμών να αναπτύξουν ανθεκτικά στελέχη.

Κατά τη χρησιμοποίηση των αντιβιοτικών σε οποιαδήποτε κτηνοτροφική εκμετάλλευση ο κτηνοτρόφος θα πρέπει:

• Να παρακολουθεί με προσοχή τα ζώα στα οποία χορηγήθηκε το αντιβιοτικό.

• Να εφαρμόζει σχολαστικά τις ακριβείς οδηγίες για τη χρησιμοποίηση του αντιβιοτικού και ιδιαίτερα τις οδηγίες που αναφέρονται στο τρόπο χορήγησης, στη δοσολογία και στο χρόνο χορήγησης του αντιβιοτικού στο σιτηρέσιο πριν τη σφαγή.

• Να αποθηκεύει και να συντηρεί τα αντιβιοτικά στον κατάλληλο χώρο, στον οποίο να επικρατούν οι ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Ο χώρος αυτός ακόμη θα πρέπει να είναι απομονωμένος και καλά φυλαγμένος.

• Η προσθήκη και γενικά η μεταχείριση του αντιβιοτικού πρέπει να γίνεται από ένα εάν είναι δυνατό εξειδικευμένο και έμπειρο χειριστή, για να περιοριστεί ο κίνδυνος «ακούσιας» διασποράς σε προσωπικό, ζώα και ανθρώπινη τροφή.

Οι οδηγίες σχετικά με τους τρόπους χρησιμοποίησης των αντιβιοτικών μεταβάλλονται και τροποποιούνται συχνά από τους υπεύθυνους δημόσιους οργανισμούς. Για το λόγο αυτό πρέπει ο κάθε παραγωγός να ενημερώνεται συχνά και έγκαιρα έτσι ώστε να προβαίνει κάθε φορά στη σωστή χρήση.

Θειικός χαλκός (copper sulfate)

Ο θειικός χαλκός (CuSO4 x 5 H2O) περιέχει χαλκό σε ποσοστό 25% και συχνά χρησιμοποιείται σε υψηλά επίπεδα (125 - 250ppm) με σκοπό να προάγει την ανάπτυξη των απογαλακτισμένων και αναπτυσσόμενων- παχυνόμενων χοίρων. Το επίπεδο των 250ppm, επιτυγχάνεται με τη χορήγηση 0,1% θειικού χαλκού στο τελικό μίγμα του σιτηρεσίου. Αν και η προσθήκη του θειικού χαλκού στο σιτηρέσιο των χοίρων δεν είναι παράνομη, χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα έτσι ώστε να επιτευχθεί ομοιόμορφη κατανομή του στο σιτηρέσιο κατά τη διαδικασία παρασκευής. Ένα επίπεδο χαλκού στο σιτηρέσιο 500ppm είναι σίγουρα τοξικό για τους χοίρους. Ένα επιπλέον όφελος παρατηρείται ορισμένες φορές με τη συνδυασμένη χρησιμοποίηση αντιβιοτικού και θειικού χαλκού στην διέγερση του ρυθμού ανάπτυξης των χοίρων και ιδιαίτερα στα απογαλακτισμένα χοιρίδια.

Οξείδιο του ψευδαργύρου

Προστίθεται στο σιτηρέσιο θηλαζόμενων χοιριδίων σε επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 2000 και 3000ppm. Ο ψευδάργυρος βελτιώνει σημαντικά τον ρυθμό ανάπτυξης των πολύ νεαρών χοιριδίων. Ο ψευδάργυρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τη μορφή του οξειδίου του ψευδαργύρου, αλλά και με κάθε άλλη ανόργανη μορφή χωρίς να παρατηρούνται διαφορές όσον αφορά το μέγεθος των ευεργετικών επιδράσεων. Ωστόσο, η χορήγηση κάθε προϊόντος που περιέχει ψευδάργυρο στους νεαρούς χοίρους δε πρέπει να είναι για περίοδο μεγαλύτερη των τεσσάρων εβδομάδων.

Οξινιστές (acidifiers)

Η προσθήκη οργανικών οξέων (φουμαρικό, προπιονικό, κιτρικό) στο σιτηρέσιο θηλαζόμενων χοιριδίων (πρώτη περίοδο θηλασμού) έδειξε ότι βελτιώνει το ημερήσιο ρυθμό ανάπτυξης και την εκμετάλλευση της τροφής. Η προσθήκη οξέων στο σιτηρέσιο είναι δυνατό να αποβεί ιδιαίτερα ωφέλιμη όταν υπάρχει πρόβλημα προσβολής από Ε. Coli στα θηλάζοντα χοιρίδια. Οι συνθήκες οξίνισης στο περιβάλλον του στομάχου και του λεπτού εντέρου, που προκαλούνται από την προσθήκη οργανικών οξέων στο σιτηρέσιο εμποδίζουν σημαντικά τη ανάπτυξη του παθογόνου.

Τα οξέα μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν ως συντηρητικές ουσίες για καρπούς δημητριακών και τελικά μίγματα σιτηρεσίων υψηλής περιεκτικότητας σε υγρασία, λόγω της ικανότητας τους να ενεργούν ως αναστολείς της ανάπτυξης των μυκήτων. Τα οξέα τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται είναι το οξικό (acetic), το φουμαρικό (fumaric) και το προπιονικό (propionic), καθώς επίσης και τα άλατα τους. Έχει ιδιαίτερη σημασία να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα κατά τη χρησιμοποίηση των οξέων, διότι μπορεί να καταστούν επικίνδυνα σε κάθε χειρισμό και επιπλέον διαβρωτικά για τα μεταλλικά αντικείμενα και το δάπεδο.

Χρώμιο

Η προσθήκη χρωμίου (0,2ppm ή 200ppb) στο σιτηρέσιο των χοίρων, έχει αναφερθεί ότι ασκεί κάποια ωφέλιμη επίδραση στην ανάπτυξη των νεαρών χοιρομητέρων, αλλά η επίδραση αυτή δεν έχει ακόμη επαρκώς τεκμηριωθεί. Περιορισμένες πληροφορίες υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με την ενδεχόμενη επίδραση του χρωμίου (chromium picolinate) στην αύξηση του αριθμού των ζώντων χοιριδίων κατά το τοκετό και ακόμη στην βελτίωση του ποσοστού σύλληψης των χοιρομητέρων.

Το χρώμιο θεωρείται ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό, αλλά επειδή οι ανάγκες σε αυτό είναι πολύ μικρές, είναι δυνατό σε πρακτικό επίπεδο να μη λείψει ποτέ από τα περισσότερα σιτηρέσια των χοίρων. Πράγματι σε καμία περίπτωση δεν αναφέρθηκαν συμπτώματα έλλειψης του χρωμίου από τους χοίρους. Το χρώμιο μπορεί να εμπλακεί στο μεταβολισμό των υδατανθράκων μεταβάλλοντας την επίδραση της ορμόνης ινσουλίνης. Το ανόργανο χρώμιο είναι αναποτελεσματικό στα σιτηρέσια των χοίρων.

Καρνιτίνη (carnitine)

Η λειτουργία της καρνιτίνης εντός των κυττάρων συνδέεται με τη μεταφορά των λιπιδίων μέσα στα μιτοχόνδρια και τη χρησιμοποίηση τους ως πηγών ενέργειας. Τα νεαρά θηλαστικά δεν έχουν την ικανότητα να συνθέσουν επαρκή ποσά καρνιτίνης από την λυσίνη. Η καρνιτίνη αποδείχθηκε ότι προκαλεί μια σημαντική μείωση του πάχους του υποδόριου λίπους στους παχυνόμενους χοίρους.

Παράγοντες που εξουδετερώνουν τις μυκοτοξίνες και περιορίζουν την ανάπτυξη των μυκήτων (counteracting mycotoxins and mold-Inhibiting agents)

Οι καρποί των δημητριακών προσβάλλονται συχνά από μύκητες που παράγουν μυκοτοξίνες. Η προσβολή αυτή μπορεί να γίνει πριν τον αλωνισμό ή και κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης. Οι συνθήκες υψηλής υγρασίας διεγείρουν την παραγωγή μυκοτοξίνης. Στις διάφορες περιοχές του κόσμου εξαιτίας των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών ευνοείται η παραγωγή και διαφορετικών μυκητοξινών. Στις περισσότερες περιοχές το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργείται από την παραγωγή αφλατοξίνης (aflatoxins), σε άλλες από τη παραγωγή ωχρατοξίνης (ohratoxins) κλπ.

Οι αναστολείς της ανάπτυξης των μυκήτων όταν προστίθενται στο σιτηρέσιο των αγροτικών ζώων περιορίζουν σημαντικά τη παραγωγή μυκοτοξινών. Ωστόσο, η εξουδετέρωση των μυκοτοξινών είναι δυνατό να γίνει και με διάφορους τρόπους επεξεργασίας των τροφών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η θερμική κατεργασία. Άλλη ουσία που μπορεί να εξουδετερώσει τις μυκοτοξίνες είναι ο μπετονίτης (bentonite), ενεργώντας στο επίπεδο του λεπτού εντέρου και περιορίζοντας το μέγεθος της απορρόφησης των μυκοτοξινών. Ωστόσο, η δράση του μπετονίτη δε διαπιστώθηκε σε όλα τα είδη μυκοτοξινών.

Αρωματικές τροφές, σοκολάτα ή ειδικές τροφές με μεγάλη προτίμηση από τους χοίρους

Όταν τα χοιρίδια έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ διαφορετικών σιτηρεσίων, θα εκδηλώσουν σίγουρα την προτίμηση τους στα σιτηρέσια εκείνα τα οποία έχουν την περισσότερο γλυκιά γεύση. Ωστόσο, όταν δεν δίνεται η δυνατότητα επιλογής, θα καταναλώσουν ίση ποσότητα σιτηρεσίων, ανεξάρτητα εάν τα σιτηρέσια περιέχουν ή όχι συστατικά με γλυκιά γεύση. Οι αρωματικές ουσίες χρησιμοποιούνται σε ειδικές τροφές (υποκατάστατα γάλακτος) ή για να διεγείρουν την κατανάλωση της τροφής στα εναρκτήρια σιτηρέσια. Ακόμη ορισμένα υποπροϊόντα σοκολατοποιΐας χρησιμοποιούνται σε ορισμένες περιπτώσεις στα σιτηρέσια θηλαζόμενων χοιριδίων.

Καλλιέργειες μικροοργανισμών (microbial cultures)

Η προσθήκη ζωντανών μικροοργανισμών (προβιοτικά κλπ) στο σιτηρέσιο των ζώων, αποσκοπεί στον εποικισμό του εντερικού σωλήνα με μικροοργανισμούς που χαρακτηρίζονται ως «καλά μικρόβια» και τα οποία στη συνέχεια δια μέσου της ανταγωνιστικής τους δράσης θα παρεμποδίσουν την ανάπτυξη των «κακών παθογόνων μικροβίων». Ωστόσο, οι διαθέσιμες ερευνητικές αναφορές είναι πολύ περιορισμένες και η σχετική πληροφόρηση για τους χοίρους προς το παρόν ανεπαρκής.

Ένζυμα (enzymes)

Αρκετά ένζυμα προστίθενται στις τροφές των ζώων. Η προσθήκη πεπτικών ενζύμων υπεύθυνων για τη πέψη των πρωτεϊνών στο σιτηρέσιο, δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ότι ευνοεί το ρυθμό της ανάπτυξης των χοίρων, αλλά ορισμένα από τα νεότερα εμπορικά προϊόντα δίνουν περισσότερες υποσχέσεις. Λίγα πεπτικά ένζυμα που διασπούν τους υδατάνθρακες μπορούν με τη προσθήκη τους στο σιτηρέσιο να εμφανίσουν κάποια ευνοϊκή επίδραση ιδιαίτερα στα σιτηρέσια τα οποία περιέχουν κριθή και σίτο. Τα ένζυμα β- γλουκανάση και κελλουλάση βελτιώνουν το ποσοστό πέψης των πολύπλοκων υδατανθράκων.

Φυτάση (phytase)

Μια υψηλή αναλογία (55-80%) του φωσφόρου των δημητριακών καρπών και των αλεύρων από ελαιούχους σπόρους, βρίσκεται δεσμευμένο στη μορφή φυτικού οξέος (phytate). Ο φωσφόρος στη μορφή αυτή πέπτεται ελαχιστα από τον οργανισμό των χοίρων, διότι οι χοίροι δε διαθέτουν τα κατάλληλα ένζυμα (φυτάση) που μπορούν να αποσπάσουν το φώσφορο από το μόριο του φυτικού οξέος. Εξαιτίας της αδυναμίας αυτής είναι απαραίτητη η προσθήκη ανόργανου φωσφόρου στο σιτηρέσιο των χοίρων, έτσι ώστε να καλυφθούν πλήρως οι ανάγκες τους.

Η προσθήκη της φυτάσης στο σιτηρέσιο των χοίρων, φαίνεται ότι συμβάλει σε μια πολύ σημαντική αύξηση της διαθεσιμότητας του φωσφόρου από το μόριο του φυτικού οξέος στο περιβάλλον του εντερικού σωλήνα. Αυτό σημαίνει ότι όταν γίνεται η προσθήκη του συγκεκριμένου ενζύμου στο σιτηρέσιο των χοίρων, απαιτείται η προσθήκη μιας μικρότερης ποσότητας ανόργανου φωσφόρου με το σιτηρέσιο. Από ερευνητικές εργασίες διαπιστώθηκε ότι η προσθήκη φυτάσης στο σιτηρέσιο των χοίρων, είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση (15-45%) της διαθεσιμότητας του φωσφόρου του φυτικού οξέος σε ένα σιτηρέσιο με βάση τον αραβόσιτο και το σογιάλευρο. Η αύξηση της διαθεσιμότητας του φωσφόρου του φυτικού οξέος, θα συμβάλλει στο σημαντικό περιορισμό της ποσότητας του φωσφόρου που αποβάλλεται με τα κόπρανα στο περιβάλλον. Η μείωση αυτή εκτιμάται περίπου στο 30-35% και είναι σημαντική διότι το περιβάλλον έχει περιορισμένη δυνατότητα εξουδετέρωσης των ρύπων.

Στις περιπτώσεις προσθήκης στο σιτηρέσιο των χοίρων φυτάσης, είναι απαραίτητη η τροποποίηση της αναλογίας μεταξύ Ca:P από 1,2:1 έως 1,5:1 που βρίσκεται στο φυσιολογικό σιτηρέσιο σε 1,1:1. Μετά τη διάσπαση του φυτικού οξέος από την προσθήκη στο σιτηρέσιο των χοίρων φυτάσης, πέραν του φωσφόρου απελευθερώνονται ακόμη ψευδάργυρος, χαλκός, σίδηρος, μαγνήσιο και ασβέστιο.

Αντιπαρασιτικές ουσίες (anthelmintics)

Οι χοίροι είναι ευαίσθητοι στη προσβολή τόσο από ενδοπαράσιτα όσο και από εκτοπαράσιτα. Τα ενδοπαράσιτα εξασφαλίζουν τη τροφή τους άμεσα από τα θρεπτικά συστατικά που καταφθάνουν στο περιβάλλον του εντερικού σωλήνα, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό το ρυθμό ανάπτυξης των χοίρων και επιδεινώνοντας την εκμετάλλευση της τροφής. Τα ενδοπαράσιτα είναι δυνατό να μετακομίσουν από τον εντερικό σωλήνα σε σημαντικά εσωτερικά όργανα του σώματος, τραυματίζοντας τους ιστούς, με αποτέλεσμα να περιορίσουν την λειτουργική ικανότητα των οργάνων αυτών και να καταστήσουν τον οργανισμό των χοίρων επιρρεπή σε προσβολή από άλλες ασθένειες.

Υπάρχουν αρκετοί μέθοδοι αντιμετώπισης και των δύο κατηγοριών παρασίτων. Η καλή διαχείριση και η εφαρμογή του κατάλληλου αντιπαρασιτικού προϊόντος είναι ικανά να περιορίσουν αποτελεσματικά τον πολλαπλασιασμό των παρασίτων. Τα αντιπαρασιτικά προϊόντα μπορούν να χορηγηθούν είτε με ένεση είτε ως προσθετικά στην τροφή. Ο καταλληλότερος χρόνος χορήγησης των αντιπαρασιτικών ουσιών για τα ζώα αναπαραγωγής θεωρείται πριν την περίοδο των οχειών και πριν την περίοδο των τοκετών. Νεαρά χοιρίδια μπορούν να δεχθούν την αγωγή μία έως δύο εβδομάδες μετά τον απογαλακτισμό και εκ νέου τρεις έως έξη εβδομάδες αργότερα έτσι ώστε να καταστραφούν και τα ενήλικα παράσιτα τα οποία ήταν αυγά την περίοδο της πρώτης καταπολέμησης. Ο ακριβής χρόνος εφαρμογής της αγωγής ωστόσο και η επιλογή του κατάλληλου αντιπαρασιτικού προϊόντος πρέπει να γίνονται πάντα μετά από κτηνιατρική συμβουλή.

Οργανικό σελήνιο (organic selenium)

Τα δημητριακά αποτελούν μια φυσική πηγή οργανικού σεληνίου, αλλά για να καταστεί αυτό εφικτό είναι απαραίτητο να καλλιεργούνται σε εκτάσεις που περιέχουν επαρκείς ποσότητες σεληνίου. Αν και το ανόργανο σελήνιο θεωρείται κατάλληλο και προστίθεται συνήθως στα περισσότερα σιτηρέσια των χοίρων σε ποσότητα 0,3ppm, οι έρευνες απέδειξαν ότι περίπου το 60% από αυτό αποβάλλεται με τα ούρα. Το οργανικό σελήνιο αποτελεί μια αποτελεσματική πηγή σεληνίου και είναι περισσότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με το ανόργανο διότι αφενός μεν δεσμεύεται ευκολότερα στους μυς, στο γάλα και στους ιστούς του κυοφορούμενου εμβρύου και αφετέρου διότι εκκρίνεται σε μικρότερο ποσοστό στα ούρα.

Μέθοδοι επεξεργασίας των τροφών (feed processing)

Οι καρποί των δημητριακών υφίστανται διάφορες κατεργασίες (σπάσιμο, άλεσμα, κυλίνδρισμα, θερμική κατεργασία, εκχύλιση, νιφαδοποίηση κλπ) πριν τη χρησιμοποίηση τους στο σιτηρέσιο των χοίρων με αντικειμενικό σκοπό τη βελτίωση της θρεπτικής τους αξίας. Η αλευροποίηση ή το σπάσιμο των δημητριακών καρπών βελτιώνει την αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών τους, κυρίως διότι βελτιώνει τη πεπτικότητα των μικρότερου μεγέθους τεμαχίων τους. Η θερμική κατεργασία σε συνδυασμό με την εκχύλιση επιπλέον περιορίζει τη δράση των αντιδιατροφικών παραγόντων και ειδικότερα εκείνων που απαντούν στα προϊόντων των ελαιούχων καρπών. Οι δημητριακοί καρποί αλλά και οι υπόλοιπες πρώτες ύλες ζωοτροφών υφίστανται κάθε κατεργασία με αντικειμενικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν εύκολα και επωφελώς στη διατροφή των ζώων. Ως εκ τούτου η επιλογή της μεθόδου κατεργασίας έχει πολύ μεγάλη σημασία και πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή έτσι ώστε να εξασφαλιστεί το μεγαλύτερο δυνατό οικονομικό αποτέλεσμα για την εκμετάλλευση.

Μέγεθος τεμαχιδίων τροφής

Η διάσπαση των καρπών σε μικρότερα τεμάχια βελτιώνει σημαντικά την εκμετάλλευση της τροφής. Με τη μείωση του μεγέθους των τεμαχίων αυξάνεται η επιφάνεια της τροφής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα μικρότερου μεγέθους τεμάχια τροφής να βρίσκονται σε μεγαλύτερη επαφή με τα πεπτικά ένζυμα στον εντερικό σωλήνα. Όταν το μέγεθος των τεμαχίων μειώνεται από 1000 σε 400microns, η πεπτικότητα αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά 5-6%. Το μέσο μέγεθος τεμαχίων των περισσότερων αλεσμένων τροφών υπολογίζεται σχεδόν σε 1100microns, ενώ το άριστο μέγεθος στο οποίο παρατηρείται η άριστη δυνατή πεπτικότητα κυμαίνεται μεταξύ των 650 και 750microns. Μειώνοντας το μέγεθος των τεμαχίων της αλεσμένης τροφής κάτω από τα 650microns αυξάνεται ακόμη περισσότερο η πεπτικότητα αλλά παράλληλα αυξάνεται και το κόστος κατεργασίας (πίνακας 14). Η αποβολή των άπεπτων θρεπτικών συστατικών από τον οργανισμό του ζώου φαίνεται ως εκ τούτου να περιορίζεται όταν περιορίζεται το μέγεθος των τεμαχίων τροφής. Περισσότερο ομοιόμορφη ανάμειξη εξάλλου επιτυγχάνεται με το άλεσμα κάθε πρώτης ύλης ζωοτροφής στο αυτό μέγεθος τεμαχίων (περίπου στα 700-750microns). Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης περιπτώσεων έλκους στομάχου είναι υψηλότερη όταν το άλεσμα των τροφών γίνεται σε τόσο μικρό μέγεθος τεμαχίων. Παράλληλη είναι δυνατό να προκύψουν και ορισμένα προβλήματα διαχείρισης κατά το χειρισμό λεπτοαλευροποιημένων πρώτων υλών (πχ μπούκωμα μηχανημάτων).

|Πίνακας 14. Επίδραση του μεγέθους αλευροποίησης στη δαπάνη ενέργειας και το κόστος παραγωγής στο μύλο. |

| |Μέγεθος αλευροποιημένων τεμαχίων (microns) |

| |1000 |800 |600 |400 |

|Ενέργεια που δαπανάται στο μύλο kilowatt/ώρα/τόνο |2,42 |2,78 |3,46 |7,35 |

|Παραγωγή αλεύρου τόνοι/ώρα |3 |3 |2,85 |1,43 |

Πελετοποίηση (pelleting)

Η πελετοποίηση της τροφής αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο για τη βελτίωση της εκμετάλλευσης της τροφής σε όλα τα στάδια της εκτροφής των χοίρων και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική όταν οι καρποί των δημητριακών ή οι διάφορες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στο σιτηρέσιο των χοίρων έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ινώδεις ουσίες. Η πελετοποίηση σιτηρεσίων με βάση τον αραβόσιτο και το σογιάλευρο δεν οδηγεί γενικά στη βελτίωση των αποδόσεων των χοίρων ή στη βελτίωση στην εκμετάλλευση της τροφής, αλλά η πελετοποίηση σιτηρεσίων υψηλής περιεκτικότητας σε ινώδεις ουσίες σχεδόν πάντα βελτιώνει τα παραγωγικά αυτά χαρακτηριστικά.

Κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας φάσης των χοίρων η πελετοποίηση της τροφής είναι δυνατό να οδηγήσει σε μια μικρή αύξηση στην κατανάλωση και στην εκμετάλλευση (4-6%) της τροφής. Η βελτίωση της εκμετάλλευσης της τροφής οφείλεται σε δύο τουλάχιστο παράγοντες. Πρώτο παρατηρείται μια μείωση στην «σπατάλη» της τροφής από τις ταγίστρες και δεύτερο παρατηρείται μια βελτίωση της πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών. Η βελτίωση της πεπτικότητας με τη σειρά της οφείλεται στον λεπτοαλεσμό των δημητριακών καρπών πριν τη διαδικασία της πελετοποίησης και τη χρησιμοποίηση της θερμικής κατεργασίας, η οποία συνήθως εφαρμόζεται στις διάφορες μεθόδους πελετοποίησης. Η θερμική κατεργασία διαστέλλει τα μόρια αμύλου, αυξάνοντας σημαντικά την επιφάνεια τους και διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη δράση των πεπτικών ενζύμων. Από τη πελετοποίηση της τροφής υπολογίζεται ότι περίπου 10-20% λιγότερα θρεπτικά συστατικά αποβάλλονται από τον οργανισμό του ζώου, γεγονός το οποίο αφενός μεν περιορίζει την περιβαλλοντική ρύπανση και αφετέρου βελτιώνει την εκμετάλλευση της τροφής.

Ανάμειξη (mixing)

Ο χρόνος ανάμειξης, ο οποίος θεωρείται απαραίτητος για την προετοιμασία των σιτηρεσίων διαφέρει και εξαρτάται από τον τύπο του αναμεικτήρα, το είδος και την ποσότητα των πρώτων υλών που προστίθενται για ανάμειξη στον αναμεικτήρα και την εφαρμογή των κατάλληλων συνθηκών ανάμειξης. Ένα σιτηρέσιο θεωρείται ότι είναι έτοιμο, όταν η διακύμανση μεταξύ των διαφόρων δειγμάτων είναι μικρότερη από 10% (τα δείγματα ανάλυσης είναι δυνατό να συλλεχθούν σε περιοδικά διαστήματα κατά τη διαδικασία εκκένωσης του αναμεικτήρα). Οι οριζόντιοι αναμεικτήρες γενικά φθάνουν τα επίπεδα της επιθυμητής διακύμανσης (10%) σε χρονικό διάστημα 3-4 λεπτών από την προσθήκη του τελευταίου συστατικού του σιτηρεσίου, ενώ οι κατακόρυφοι αναμεικτήρες για να επιτύχουν τα επιθυμητά επίπεδα διακύμανσης χρειάζονται περισσότερο χρόνο (8-12 λετπά). Εάν ο αναμεικτήρας έχει υποστεί σοβαρή βλάβη στα πτερύγια του ή έχει παλαιώσει, η διακύμανση μεταξύ των δειγμάτων αναμένεται ότι θα είναι πολύ υψηλότερη (20-30%).

Η προσεκτική και επιμελημένη προσθήκη των πρώτων υλών μέσα στον αναμεικτήρα βοηθάει σημαντικά στη σωστή και ομοιόμορφη παρασκευή των σιτηρεσίων. Μια προτεινόμενη διαδικασία μπορεί να λαμβάνει χώρα ως εξής:

1. Προσθήκη του 30-40% των δημητριακών καρπών.

2. Προσθήκη των προμιγμάτων βιταμινών και ιχνοστοιχείων, όπως επίσης και άλλων συστατικών χαμηλής συγκέντρωσης στο σιτηρέσιο.

3. Προσθήκη των πρωτεϊνικών πηγών.

4. Προσθήκη της υπόλοιπης ποσότητας των δημητριακών.

5. Ανάμειξη.

6. Προσθήκη των υγρών συστατικών και των πηγών λίπους.

7. Ανάμειξη

Η ανάμειξη των σιτηρεσίων δε πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει σε αναμεικτήρα στον οποίο είναι δυνατό να υπάρχουν υπόλοιπα φαρμακευτικών ουσιών. Για να αποφύγουμε τα προβλήματα με τα υπόλοιπα των φαρμάκων δεν θα πρέπει να αναμειγνύουμε το σιτηρέσιο των χοίρων που βρίσκονται στη τελική φάση πάχυνσης στον ίδιο αναμεικτήρα στον οποίο προηγούμενα αναμείξαμε ένα σιτηρέσιο το οποίο περιείχε κάποια φαρμακευτική ουσία (για παράδειγμα εναρκτήριο σιτηρέσιο χοιριδίων).

Το υπόλοιπο των φαρμάκων είναι δυνατό να δημιουργήσει πρόβλημα σε αρκετούς αναμεικτήρες διότι εάν δεν λάβουμε τα μέτρα μας είναι δυνατό μια ποσότητα 10-12 περίπου κιλών του προηγούμενου σιτηρεσίου να παραμείνει στο πυθμένα του αναμεικτήρα μετά την εκκένωση του μεγαλύτερου μέρους της τροφής. Το υπόλοιπο αυτό αποτελεί συχνά τη πηγή του μεγαλύτερου προβλήματος μόλυνσης του επόμενου σιτηρεσίου που πρόκειται να αναμειχθεί στον ίδιο αναμεικτήρα. Η σχολαστική απομάκρυνση όλων των υπολοίπων μετά το τέλος της ανάμειξης αποτελεί μια αποτελεσματική πρακτική που περιορίζει σημαντικά τα προβλήματα.

Σταθερότητα βιταμινών (vitamin stability)- ανάμειξη βιταμινών και ιχνοστοιχείων (mixing vitamins and trace mirerals)

Αν και οι καρποί δημητριακών και τα υποπροϊόντα των γεωργικών βιομηχανιών που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των χοίρων περιέχουν ποσότητες φυσικών βιταμινών, πολλές από τις βιταμίνες αυτές καταστρέφονται όταν οι ζωοτροφές αλευροποιούνται ή τεμαχίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά και η προσθήκη στο σιτηρέσιο των χοίρων ενός σωστού εμπορικού προμίγματος βιταμινών αποτελεί μια απαραίτητη εργασία για την ορθολογιστική διατροφή τους.

Η σταθερότητα την οποία θα επιδείξουν οι βιταμίνες στο πρόμιγμα βιταμινών και στη συνέχεια μετά την ανάμειξη στο σιτηρέσιο ποικίλει σημαντικά μεταξύ των βιταμινών και εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο και τις συνθήκες αποθήκευσης του προμίγματος. Η υγρασία, η επίδραση της θερμότητας και η επαφή των βιταμινών με ανόργανες ουσίες αποτελούν τις κυριότερες αιτίες για τη μείωση της σταθερότητας των βιταμινών.

Η χλωριούχος χολίνη (choline chloride) είναι υγροσκοπική, με αποτέλεσμα όταν προστίθεται στο πρόμιγμα των βιταμινών, επιταχύνει την καταστροφή των υπολοίπων. Τα προμίγματα των βιταμινών επιβάλλεται να αποθηκεύονται σε περιβάλλον σκοτεινό, ξηρό και δροσερό. Η διάρκεια αποθήκευσης των βιταμινών δε πρέπει να ξεπερνά τους τρεις μήνες.

Οι βιταμίνες με την μεγαλύτερη σταθερότητα χάνουν το ελάχιστο 1% της ενεργότητας τους κατά την αποθήκευση κάθε μήνα, ενώ οι βιταμίνες με την μικρότερη σταθερότητα χάνουν περίπου το 4-6% της ενεργότητας τους κάθε μήνα, αλλά θα μπορούσαν να χάσουν και μέχρι 15 ή και 30%, ειδικά όταν βρίσκονται σε ανάμειξη με ανόργανες ουσίες. Η πελετοποίηση αποτελεί μια αιτία καταστροφής των βιταμινών και συντελεί στην απώλεια της ενεργότητας των ανθεκτικότερων βιταμινών σε ποσοστό 2-6% κάθε μήνα, ενώ για τις λιγότερο σταθερές βιταμίνες η πελετοποίηση προκαλεί μια μείωση της ενεργότητας σε ποσοστό 10-25% το μήνα.

Αποθήκευση δημητριακών (grain storage)

Η ποιότητα των δημητριακών καρπών έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αποτελούν το 40-85% των περισσότερων σιτηρεσίων των χοίρων. Η άριστη ποιότητα δημητριακών καρπών, εξασφαλίζεται πρώτιστα με την παραλαβή άριστης ποιότητας δημητριακών καρπών κατά τον αλωνισμό. Αμέσως μετά τον αλωνισμό οι δημητριακοί καρποί θα πρέπει να αποξεραθούν έτσι ώστε να περιέχουν το μέγιστο 13-14% υγρασία πριν την αποθήκευση. Η θερμοκρασία αποξήρανσης δε πρέπει να ξεπερνά τους 82ο C, καθώς οι υψηλότερες θερμοκρασίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διαθεσιμότητας της λυσίνης και μια αύξηση στο ποσοστό των σπασμένων και ραγισμένων καρπών.

Οι αποξηραμένοι καρποί στη συνέχεια χρειάζεται να ψυχθούν πριν την αποθήκευση. Κατά τη διαδικασία μεταφοράς των δημητριακών στους θαλάμους ψύξης, η απομάκρυνση των ξένων σωμάτων βελτιώνει την ποιότητα τους. Τα ξένα σώματα (σπόροι άλλων κατηγοριών, χώμα κλπ) αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία για την ανάπτυξη μυκήτων και άλλων προβλημάτων. Ακολουθεί η αποθήκευση. Μια ιδεώδη θερμοκρασία για την αποθήκευση των δημητριακών καρπών κυμαίνεται μεταξύ των 0-2ο C. Αντίθετα θερμοκρασίες γύρω στους 15ο C ή και υψηλότερες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανάπτυξη των μυκήτων και την δραστηριοποίηση των εντόμων. Η απομόνωση των χώρων αποθήκευσης αποτρέπει ακόμη την είσοδο και τον πολλαπλασιασμό των τρωκτικών.

Αποθήκευση και ανάμειξη του λίπους (storage and mixing of fat)

Το λίπος προστίθεται συχνά στο σιτηρέσιο των χοίρων όχι μόνο ως ενεργειακή πηγή αλλά και για τον περιορισμό της ποσότητας της σκόνης στους χώρους των χοιροστασίων. Ένας αναμεικτήρας μπορεί να χρησιμοποιήσει το λίπος τόσο με την υγρή όσο και με τη στερεή του μορφή. Το λίπος ωστόσο είναι δυνατό να ταγγίσει ταχύτατα, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται στο σιτηρέσιο σε μεγάλες ποσότητες και όταν δεν προστατεύεται από την οξείδωση.

Οι αντιοξειδωτικές ουσίες που προστίθενται στο λίπος κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης αποτρέπουν τη διαδικασία της οξείδωσης. Η προσθήκη του λίπους στο σιτηρέσιο θα πρέπει να γίνεται μετά την προσθήκη όλων των άλλων συστατικών, έτσι ώστε να μπορέσει ταχέως να ενσωματωθεί και να αποφευχθεί η επάλειψη του στα τοιχώματα του αναμεικτήρα. Τα καλύτερα αποτελέσματα φαίνεται να προκύπτουν όταν η προσθήκη του λίπους γίνει λίγα μόλις λεπτά (2-3 λεπτά) προς το τέλος και πριν τη διακοπή της λειτουργίας του αναμεικτήρα.

Μαρμαρόσκονη (limestone)

Η μαρμαρόσκονη συχνά προστίθεται στο σογιάλευρο με σκοπό τη βελτίωση της ικανότητας διέλευσης του από τον πεπτικό σωλήνα των χοίρων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να περιοριστεί η ποσότητα ασβεστίου που προστίθεται στο σιτηρέσιο, διότι ένα μέρος του ασβεστίου της μαρμαρόσκονης πέπτεται από τον οργανισμό των χοίρων. Το μέγεθος των κόκκων της μαρμαρόσκονης φαίνεται επίσης να έχει ιδιαίτερη σημασία στη διατροφή των χοίρων. Όταν το μέγεθος των κόκκων είναι μεγάλο, προκαλείται μια σημαντική μείωση της πεπτικότητας του, αλλά και μια αδυναμία ομοιόμορφης κατανομής του στο σιτηρέσιο. Εάν το μέγεθος των κόκκων είναι πολύ μικρό, είναι δυνατό να προκύψει δέσμευση του ασβεστίου με άλλες ανόργανες ουσίες στο περιβάλλον του πεπτικού σωλήνα των χοίρων, με αποτέλεσμα την περιορισμένη διαθεσιμότητα του. Η δολομιτική μαρμαρόσκονη περιέχει μαγνήσιο και εμφανίζει μια περιορισμένη διαθεσιμότητα του ασβεστίου της για τη περίπτωση των χοίρων.

Μυκοτοξίνες (mycotoxins)

Αρκετές μυκοτοξίνες ανιχνεύθηκαν στους δημητριακούς καρπούς και σε αποθηκεμένες ζωοτροφές, αλλά μόνο πέντε από αυτές έδειξαν να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην διατροφή των χοίρων. Οι μυκοτοξίνες αυτές, οι οργανισμοί οι οποίοι τις παράγουν και οι σημαντικότερες επιδράσεις που προκαλούν φαίνονται στο πίνακα 15. Στον πίνακα 16 δίνονται τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια συγκέντρωσης των σημαντικότερων μυκοτοξινών στο σιτηρέσιο των χοίρων.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα από τις μυκοτοξίνες στους χοίρους προκαλείται από την αφλατοξίνη (aflatoxin). Η μυκοτοξίνη αυτή παράγεται από ένα συνηθισμένο μικροοργανισμό του εδάφους (Asperqillus flavus) και αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στα αράπικα φυστίκια και τα υποπροϊόντα που παράγονται από αυτά. Η αφλατοξίνη ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί στον αραβόσιτο αλλά και στους υπόλοιπους δημητριακούς καρπούς, όταν η καλλιέργεια τους γίνεται σε περιβάλλον θερμό και ξερό. Η αφλατοξίνη είναι τοξική ουσία και προκαλεί σοβαρές ηπατικές αλλοιώσεις. Η παρουσία της στο σιτηρέσιο των χοίρων σε συγκέντρωση περίπου 100ppb συνδέεται με τον περιορισμό του ημερήσιου ρυθμού ανάπτυξης και της εκμετάλλευσης της τροφής. Ακόμη, θεωρείται πολύ ύποπτη τοξίνη για την εκδήλωση καρκινοπαθειών. Οι παγκόσμιοι οργανισμοί ποιότητας τροφίμων επιτρέπουν ένα μέγιστο όριο παρουσίας της αφλατοξίνης στη τροφή τα 20ppb.

Μια άλλη επικίνδυνη μυκοτοξίνη είναι η δεοξυνιβαλενόλη (DON), η οποία συχνά ονομάζεται βομιτοξίνη (vomitoxin), λόγω της ισχυρής εμετικής επίδρασης που προκαλεί στα ζώα (vomiting = εμετός). Τα χοιρίδια φαίνεται ότι είναι περισσότερο ευαίσθητα στη δράση της τοξίνης αυτής σε σύγκριση με τα υπόλοιπα είδη ζώων. Η παρουσία της τοξίνης σε συγκέντρωση 1ppm στο σιτηρέσιο τους συνδέεται με πολύ χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και περιορισμένη κατανάλωση τροφής.

Η Ζεαραλενόνη (Zearalenone) είναι μια μυκοτοξίνη, η οποία παράγεται από τον ίδιο οργανισμό που παράγει και την DON, αλλά συνήθως παράγεται κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Οι δύο μεταβολίτες (DON, Ζεαραλενόνη) ως εκ τούτου μπορούν να ανιχνευθούν μαζί στο ίδιο τρόφιμο. Η κατανάλωση Ζεαραλενόνης συνδέεται με διόγκωση του αιδοίου, πρόπτωση, ψευδοκυοφορία, ψευδόοιστρο και άλλα προβλήματα στον οιστρικό κύκλο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής δραστηριότητας. Ως υπεύθυνος οργανισμός για την παραγωγή της τοξίνης θεωρείται σήμερα κυρίως το Fusarium roseum, αλλά και η Gebberella zeae.

Η φουμονισίνη (Fumonisin) είναι μια μυκοτοξίνη που ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα και είναι εξαιρετικά τοξική στα άλογα και συχνά στα έμβρυα. Η τοξίνη μπορεί να προσβάλει τους χοίρους, προκαλώντας πνευμονικό οίδημα και αλλοιώσεις του ήπατος. Ο οργανισμός ο οποίος παράγει τη μυκοτοξίνη αυτή είναι το Fusarium moniliforme, που είναι πολύ συνηθισμένος οργανισμός και πολλές φορές ανιχνεύεται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία της φουμονισίνης. Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα τοξικά επίπεδα της τοξίνης, αλλά συγκεντρώσεις έως 10ppm στο σιτηρέσιο των χοίρων δε φαίνεται να προκαλούν σοβαρές τοξικές επιδράσεις.

Ο Ergot είναι ένας παρασιτικός μύκητας του γένους Claviceps. Ο Claviceps purpurea αναπτύσσεται κυρίως στη σίκαλη, στο σιτάρι, στο τριτικάλε και στη κριθή. Η σίκαλη και το τριτικάλε φαίνεται ότι είναι τα πλέον ευαίσθητα φυτά στη δράση του μύκητα. Ο μύκητας προσβάλει τον καρπό και παράγει αρκετά (κυρίως τέσσερα) αλκαλοειδή, τα οποία είναι τοξικά στους χοίρους και σε άλλα αγροτικά ζώα. Η μυκοτοξίνη (αλκαλοειδές) επηρεάζει την αγγειοκινητικότητα του αίματος και προκαλεί τελικά γάγγραινα των άκρων. Τα έγκυα ζώα δε πρέπει ποτέ να καταναλώνουν δημητριακούς καρπούς μολυσμένους με την τοξίνη, όπως επίσης και οι αναπτυσσόμενοι και παχυνόμενοι χοίροι που επιδεικνύουν μεγάλη ευαισθησία.

|Πίνακας 15. Μυκοτοξίνες της τροφής με ιδιαίτερη σημασία στη διατροφή των χοίρων. |

|Μυκοτοξίνη |Οργανισμός που τις παράγει |Επιδράσεις |

|Aflatoxin |Aspergillus flavus |Μείωση παραγωγής, τοξικότητα ήπατος, θάνατος, |

| | |καρκινογέννηση |

|Deoxynivalenol- DON); |Fusarium roseum or, |Άρνηση κατανάλωσης τροφής |

|γνωστή και ως vomitoxin |Gibberella zeae) | |

|Zearalenone |Fusarium roseum or, |Ανωμαλίες στην οιστρική λειτουργία |

| |Gibberella zeae) | |

|Fumonisin |Fusarium moniliforme |Πνευμονικό οίδημα |

|Ergot and Alkaloids |Claviceps purpurea |Αγγειοκινητικότητα, γάγγραινα άκρων |

|Πίνακας 16. Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα μυκοτοξινών στο σιτηρέσιο των χοίρων. |

|Φάση παραγωγής |Aflatoxin |Deoxynivalenol |Zearalenone |Fumonisin |

| |(ppb) |(ppm) |(ppm) |(ppm) |

|Αγέλη αναπαραγωγής |100 |1,0 |2,0 |2-5 |

|Θηλάζοντα χοιρίδια |20 |1,0 |1,0 |2-5 |

|Αναπτυσσόμενα χοιρίδια |50-100 |1,0 |1,0 |2-5 |

|Παχυνόμενα χοιρίδια |200 |1,0 |3,0 |2-5 |

|Κάπροι |100 |1,0 |3,0 |2-5 |

Σημαντικότερες βιβλιογραφικές πηγές

Feed Additive Compendium. Miller Publishing Company, 12400 Whitewater Dr., Suite 160, Minnetoka, MN 55343.

NPPC. 1996. Feed Purchasing Manual. National Pork Producers Council. Des Moines, IA.

NPPC. 1991. Procedures to evaluate market hogs. Third Edition. National Pork Producers Council. Des Moines, IA.

NRC. 1988. Nutrient requirements of swine. Ninth Edition. National Academy Press. Washington, D.C.

NCR. 1998. Nutrient requirements of swine. Tenth Revised Edition. National Academy Press. Washington, D. C.

NRC. 1982. United States - Canadian Tables of Feed Composition. Third Revision. National Academy Press. Washington, D.C.

Patience, J. F., and P. A. Thacker. 1989. Swine Nutrition Guide. p. 158. University of Sas-katchewan.

Pork Industry Handbook. (Several publications within the series were used.)

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΙΤΗΡΕΣΙΩΝ ΧΟΙΡΩΝ

(DIET FORMULATION)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το κόστος της διατροφής των χοίρων επιβαρύνει το συνολικό κόστος της εκτροφής τους περισσότερο από όλους τους άλλους παράγοντες που το επηρεάζουν μαζί, Στην πραγματικότητα η εκτροφή των χοίρων αποτελεί μια άσκηση μετατροπής ζωοτροφών σε υψηλής ποιότητας χοιρινό κρέας με την υιοθέτηση της περισσότερο ωφέλιμης από την άποψη του κόστους αναλογίας κόστους παραγωγής: τιμή πώλησης,

Ο χοιροτρόφος έχει τη δυνατότητα να αγοράσει το σιτηρέσιο από το εμπόριο ή να το παρασκευάσει μόνος του, Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη η πλήρης πληροφόρηση:

Αναφορικά με τη περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε ενέργεια,

Αναφορικά με τη περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε πρωτεΐνη ή αναφορικά με τη σχέση στο σιτηρέσιο πρωτεΐνης: ενέργεια,

Αναφορικά με την ποιότητα των πρωτεϊνών που χρησιμοποιούνται στο σιτηρέσιο ή την πρωτεϊνική αξία (protein value),

Αναφορικά με την περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε βιταμίνες και ανόργανες ουσίες,

Τα σιτηρέσια καταρτίζονται από την ανάμειξη πρώτων υλών ζωοτροφών και αποβλέπουν στη κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών για τα ζώα για τα οποία προορίζονται, Για παράδειγμα επιδιώκεται να περιέχουν 14MJ ΠΕ/kg και 200g ΟΠ/kg, Για τη σύνταξη των σιτηρεσίων των χοίρων χρησιμοποιείται ένας αρκετά σημαντικός αριθμός ζωοτροφών, Τα σιτηρέσια με υψηλά περιεχόμενα σε ινώδεις ουσίες επιφέρουν περιορισμένες αποδόσεις, Τα συνηθέστερα σιτηρέσια καταρτίζονται με τη χρησιμοποίηση καρπών δημητριακών (σίτος, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, σόργο αλλά κυρίως αραβόσιτο), ενισχυμένων με τη προσθήκη υψηλής ποιότητας πρωτεϊνικών πηγών (όσπρια, κρεατάλευρα, ιχθυάλευρα και κυρίως καρπούς σόγιας), Άλλες ενεργειακές και πρωτεϊνικές πηγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό μπορεί να προέρχονται από τις ρίζες (πχ πατάτες, μανιόκα) και από υποπροϊόντα (λίπη και έλαια, υποπροϊόντα βιομηχανιών παραγωγής τροφίμων για τον άνθρωπο, προϊόντα γάλακτος), αντίστοιχα, Τα σιτηρέσια των χοίρων συχνά περιέχουν φαρμακευτικές ουσίες και παράγοντες που προάγουν την ανάπτυξη (growth- promoting agents),

Ενεργειακό περιεχόμενο των σιτηρεσίων

Το ενεργειακό περιεχόμενο των σιτηρεσίων των χοίρων είναι δυνατό να κυμαίνεται από το χαμηλό 11MJ ΠΕ/kg για τα σιτηρέσια τα οποία περιέχουν διάφορες χονδροειδείς ζωοτροφές έως το υψηλό 15MJ ΠΕ/kg για σιτηρέσια τα οποία περιέχουν πρώτες ύλες υψηλής περιεκτικότητας σε ενέργεια, όπως είναι ο καρπός αραβόσιτου, οι πλήρους λίπους καρποί σόγιας και το λίπος, Έτσι, η συγκέντρωση της ενέργειας στο σιτηρέσιο είναι αντιστρόφως ανάλογη με το επίπεδο των ινωδών ουσιών και ανάλογη με το επίπεδο του λίπους, Στο τύπο που ακολουθεί όπου NDF είναι οι ινώδεις ουσίες που θεωρούνται αδιάλυτες σε αλκαλικό διάλυμα (Neutral detergent fibre) και OIL είναι το περιεχόμενο των συνολικών ελαίων και λιπών (g/ kg ΞΟ σιτηρεσίου), Έτσι θα έχουμε:

ΠΕ (MJ/kg ΞΟ)= 17,0-0,018 NDF+0,016 OIL

Η συγκέντρωση των θρεπτικών ουσιών ενός δεδομένου βάρους σιτηρεσίου, εξαρτάται μεταξύ των άλλων και από την περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε νερό, Τα σιτηρέσια παρατίθενται συνήθως στους χοίρους σε μορφή αποξηραμένη στον ατμοσφαιρικό αέρα και οι χοίροι έχουν τη δυνατότητα να καταναλώσουν πόσιμο ύδωρ παράλληλα με τη κατανάλωση της ξηρής τροφής, Ορισμένες ζωοτροφές ωστόσο που συμμετέχουν στο σιτηρέσιο των χοίρων, περιέχουν ένα αρκετά υψηλό ποσοστό νερού, όπως για παράδειγμα οι ρίζες (10-25% ΞΟ) και τα υγρά υποπροϊόντα γάλακτος (4-13% ΞΟ), Ακόμη χρησιμοποιούνται πολλά υπολείμματα από τις βιομηχανίες παραγωγής ανθρώπινων τροφίμων και ποτών, που χαρακτηρίζονται ως πρώτες ύλες ζωοτροφών υψηλής ποιότητας και υψηλής περιεκτικότητας σε υγρασία (2-30% ΞΟ),

Τα συνήθη σιτηρέσια των χοίρων καταρτίζονται από μίγμα καρπών δημητριακών και καρπών σόγιας και περιέχουν περίπου 85-92% ΞΟ, Η περιεκτικότητα αυτή σε ΞΟ εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη συμμετοχή στο σιτηρέσιο των δημητριακών καρπών, Μια μέση περιεκτικότητα σε ΞΟ υπολογίζεται περίπου στο 87% (13% υγρασία),

Για να είναι εφικτή μια σύγκριση μεταξύ δύο σιτηρεσίων με διαφορετική περιεκτικότητα σε ύδωρ, θα πρέπει να γίνει εξομοίωση των σιτηρεσίων σε περιεχόμενη ποσότητα ύδατος (πίνακας 17). Για να αποδώσει μια δεδομένη ποσότητα ενέργειας στον οργανισμό του χοίρου χρειάζεται να καταναλωθεί μια μεγαλύτερη ποσότητα τροφής που περιέχει χαμηλή συγκέντρωση ενέργειας και αντίθετα, μια μικρότερη ποσότητα τροφής που περιέχει μεγαλύτερη συγκέντρωση ενέργειας. Για παράδειγμα εάν θέλουμε να καλύψουμε 30MJ ΠΕ απαιτούνται 2,6kg σιτηρεσίου με περιεχόμενη ενέργεια 11,5MJ ΠΕ/kg και μόλις 2,2kg σιτηρεσίου με περιεχόμενη ενέργεια 13,5MJ ΠΕ/kg.

|Πίνακας 17. Σύγκριση σιτηρεσίων με διαφορετική περιεκτικότητα σε ύδωρ. |

|Χαρακτηριστικά σιτηρεσίων |Σιτηρέσιο |

| |Σε υγρή μορφή |Σε ξηρή μορφή|

|Ξηρή ουσία, % |32,8 |87,0 |

|Περιεχόμενη ΠΕ (MJ/kg) |5,0 |13,5 |

|Περιεχόμενη ολική πρωτεΐνη g ΟΠ/kg |75 |180 |

|Περιεχόμενη ΠΕ, διορθωμένη ως προς 87% σε Ξηρή Ουσία (MJ/kg) |13,31 |13,5 |

|Περιεχόμενη ΟΠ, διορθωμένη ως προς 87% σε Ξηρή Ουσία (g/kg) |1992 |180 |

|1. (5,0/0,328) x 0,87= 13,3 2. (75/0,328) x 0,87= 199 |

Για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης ή για υψηλή παραγωγικότητα στους χοίρους και ιδιαίτερα στα νεαρά χοιρίδια και στις χοιρομητέρες που βρίσκονται σε περίοδο γαλακτοπαραγωγής, απαιτείται η κατανάλωση σιτηρεσίων με υψηλότερη περιεκτικότητα σε ενέργεια εφόσον τα ζώα δεν είναι σε θέση λόγω κορεσμού του γαστροεντερικού τους σωλήνα να καταναλώσουν μεγαλύτερη ποσότητα τροφής. Αντίθετα, χοίροι με σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα που εμφανίζουν μεγάλη όρεξη για κατανάλωση τροφής, όπως είναι οι παχυνόμενοι χοίροι με σωματικό βάρος περίπου 80kg καθώς επίσης και οι έγκυες χοιρομητέρες, μπορούν να καταναλώνουν σιτηρέσια με χαμηλό ενεργειακό περιεχόμενο (πίνακας 18). Γενικά σε κάθε χοιρίδιο στο οποίο δίνεται μικρότερη ποσότητα τροφής από εκείνη που μπορεί να καταναλώσει για την κάλυψη των αναγκών του, μπορεί να δοθεί μεγαλύτερη ποσότητα τροφής, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η όρεξη του, αρκεί η τροφή αυτή να περιέχει μικρότερη ποσότητα ενέργειας. Ο χειρισμός αυτός είναι εφικτός εφόσον βέβαια καλύπτονται και τα κριτήρια οικονομικότητας του σιτηρεσίου.

|Πίνακας 18. Χαμηλότερα όρια ενεργειακής πυκνότητας σιτηρεσίων διαφόρων κατηγοριών χοίρων. |

| |MJ ΠΕ/kg |

|Νεαρά χοιρίδια (5-15kg) |14 |

|Αναπτυσσόμενοι χοίροι (15-30kg) |14 |

|Παχυνόμενοι χοίροι (30-100kg) |13 |

|Κυοφορούσες χοιρομητέρες |11 |

|Χοιρομητέρες σε γαλακτοπαραγωγή |12 |

Αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια (g ΟΠ /MJ ΠΕ)

Η πρωτεΐνη στο σιτηρέσιο των χοίρων περιγράφεται συνήθως με τη μορφή της ολικής πρωτεΐνης (ΟΠ). Ωστόσο, η ΟΠ είναι λιγότερο ακριβής σε σύγκριση με τη πεπτή πρωτεΐνη (ΠΠ), διότι μπορεί να εμφανίζει σημαντική διακύμανση (40-90%) όσον αφορά τους συντελεστές πεπτικότητας μεταξύ των διαφορετικών πρωτεϊνικών πηγών. Παρόλα αυτά η ΟΠ χρησιμοποιείται ευρέως, διότι στη διατροφή των χοίρων δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο επίπεδο της ειλεακής πεπτικότητας των αμινοξέων, για το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση.

Οι συνολικές απαιτήσεις των χοίρων σε πρωτεΐνη καθορίζονται από το σύνολο των αναγκών σε αμινοξέα που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των μυϊκών ιστών ή για τη παραγωγή του γάλακτος σε σύγκριση με τις ενεργειακές ανάγκες για την επιτέλεση των σωματικών καύσεων. Μεγάλου σωματικού μεγέθους ζώα εμφανίζουν υψηλότερες ενεργειακές ανάγκες για τη συντήρηση του σώματος τους με αποτέλεσμα να χρειάζονται σιτηρέσια με στενότερη σχέση πρωτεΐνης: ενέργεια. Χοίροι οι οποίοι κατά την ανάπτυξη τους εναποθέτουν στο σώμα τους χαμηλότερο ποσοστό μυϊκού και υψηλότερο ποσοστό λιπώδους ιστού, εμφανίζουν λιγότερες ανάγκες σε πρωτεΐνη και ως εκ τούτου δε χρειάζονται σιτηρέσια με υψηλή συγκέντρωση σε πρωτεΐνη. Μικρότεροι χοίροι με χαμηλότερες ανάγκες συντήρησης, χοίροι με δυνατότητα εναποθήκευσης υψηλού ποσοστού μυϊκού ιστού και χαμηλή εναπόθεση λιπώδους ιστού και χοιρομητέρες σε περίοδο γαλακτοπαραγωγής χρειάζονται περισσότερη πρωτεΐνη και ως εκ τούτου σιτηρέσια με ευρύτερη αναλογία μεταξύ πρωτεΐνης και ενέργειας (πίνακας 19).

|Πίνακας 19. Παράδειγμα συγκέντρωσης θρεπτικών συστατικών σιτηρεσίων διαφορετικών κατηγοριών χοίρων. |

| |Πυκνότητα |Αναλογία |Λυσίνη | Πρωτεϊνική αξία |

| |ΠΕ (MJ/kg) |ΟΠ (g/kg) |ΟΠ(g)/ ΠΕ MJ |g/kg |g/MJ ΠΕ | |

|Νεαροί χοίροι (ΣΒ έως 15kg) |15,5 |250 |16 |14,8 |0,95 |0,85 |

|Νεαροί χοίροι (ΣΒ έως 30kg) |15,5 |225 |15 |12,8 |0,85 |0,80 |

|Παχυνόμενοι χοίροι (ΣΒ έως 100kg) |14,0 |200 |14 |10,5 |0,75 |0,75 |

|Παχυνόμενοι χοίροι (ΣΒ έως 160kg) |14,0 |170 |12 |8,4 |0,60 |0,70 |

|Χοιρομητέρες έγκυες |12,5 |150 |12 |6,9 |0,55 |0,65 |

|Χοιρομητέρες σε γαλακτοπαραγωγή |13,5 |165 |12,5 |8,1 |0,60 |0,70 |

|Άρρενες βελτιωμένοι νεαροί χοίροι (40kg) |15,0 |225 |15 |12,8 |0,85 |0,80 |

|Άρρενες αβελτίωτοι ευνουχισμένοι (40kg) |13,0 |160 |12 |7,8 |0,60 |0,70 |

Τα σιτηρέσια των χοίρων είναι δυνατό να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με την αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια. Σιτηρέσια με 13g ΟΠ/MJ ΠΕ ή λιγότερο είναι κατάλληλα για έγκυες χοιρομητέρες και αναπτυσσόμενους χοίρους με ΣΒ περίπου 80kg. Σιτηρέσια με 13-14g OP/ΜΞ ΠΕ είναι κατάλληλα για χοιρομητέρες στη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής και αναπτυσσόμενους χοίρους με ΣΒ μεταξύ 30-80kg. Σιτηρέσια με περισσότερο από 14g ΟΠ/MJ ΠΕ είναι κατάλληλα για σιτηρέσια χοίρων με ΣΒ μικρότερο των 30kg και για χοίρους που εμφανίζουν μεγάλες γενετικές δυνατότητες για εναπόθεση μυϊκού ιστού.

Η γνώση της περιεκτικότητας των σιτηρεσίων σε πρωτεΐνη είναι από μόνη της ανεπαρκής για να περιγράψει επακριβώς τις δυνατότητες του σιτηρεσίου. Μια καλή περιγραφή του σιτηρεσίου εξασφαλίζεται με τη γνώση της αναλογίας πρωτεΐνη: ενέργεια. Τα όρια της περιεχόμενης ενέργειας στο σιτηρέσιο των χοίρων κυμαίνονται από τα ανώτερα των 17MJ ΠΕ/kg έως τα κατώτερα των 11MJ/ ΠΕ kg και η πυκνότητα ενός δεδομένου σιτηρεσίου εξαρτάται από την όρεξη των χοίρων για τους οποίους προορίζεται. Μια συγκέντρωση 165g ΟΠ/kg αποτελεί αντίστοιχα την υψηλότερη συγκέντρωση σε πρωτεΐνη και χορηγείται μόνο σε σιτηρέσια τα οποία περιέχουν ενέργεια γύρω στα 12MJ ΠΕ/kg, αλλά το επίπεδο της ΟΠ θα πρέπει να είναι χαμηλότερο εάν συνδυαστεί με σιτηρέσιο το οποίο περιέχει 15MJ ΠΕ/kg.

Ο αριθμός των σιτηρεσίων για τους χοίρους μιας δεδομένης εκμετάλλευσης εξαρτάται κυρίως από τις διαφορετικές ανάγκες των χοίρων είτε σε συγκεντρώσεις ενέργειας είτε όσον αφορά την αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια στο σιτηρέσιο. Σε ορισμένες χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις στις οποίες εφαρμόζονται απλές πρακτικές διαχείρισης είναι δυνατό όλες οι κατηγορίες των χοίρων να διατρέφονται με ένα και μόνο σιτηρέσιο το οποίο περιέχει περίπου 14MJ ΠΕ και αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια 13g ΟΠ/MJ ΠΕ. Ο τρόπος αυτός διατροφής ωστόσο δεν εγγυάται την πλήρη κάλυψη των αναγκών των χοίρων όλων των κατηγοριών σε θρεπτικά στοιχεία, γεγονός το οποίο πολύ πιθανά θα οδηγήσει στη μείωση των αποδόσεων, αλλά και στην κατασπατάληση τροφής. Στην αντίθετη πλευρά είναι δυνατό να εφαρμοστεί ξεχωριστή διατροφή για κάθε κατηγορία χοίρων μιας εκμετάλλευσης. Ο τρόπος αυτός διατροφής σίγουρα θα ευνοήσει την εκμετάλλευση της τροφής, αλλά ένα παρόμοιο σύστημα διατροφής δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί και εμφανίζει πολλές πρακτικές δυσκολίες, με μόνη εξαίρεση ίσως τις πολύ μεγάλου μεγέθους χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις.

Ένα σύνηθες σύστημα διατροφής σε μια χοιροτροφική εκμετάλλευση περιλαμβάνει ένα πρώτο σιτηρέσιο για πολύ μικρά χοιρίδια με ΣΒ μέχρι περίπου τα 10kg, ένα δεύτερο σιτηρέσιο για τα χοιρίδια με ΣΒ μέχρι τα 30kg, ένα τρίτο σιτηρέσιο για τα χοιρίδια που βρίσκονται στο τελικό στάδιο πάχυνσης (έως τα 90-100kg), ένα τέταρτο σιτηρέσιο για τις έγκυες χοιρομητέρες και ένα πέμπτο για τις χοιρομητέρες που βρίσκονται σε γαλακτοπαραγωγή. Σε αρκετές εκμεταλλεύσεις εφαρμόζεται και ένα ακόμη σιτηρέσιο (έκτο), όταν τα οι χοίροι πάχυνσης διατηρούνται στην εκμετάλλευση με ΣΒ μεγαλύτερο των 100kg.

Πρωτεϊνική αξία (protein value)

Η αξία της πρωτεΐνης της τροφής για τους χοίρους εξαρτάται από την σύνθεση των αμινοξέων της σε σύγκριση με τις ισορροπημένες απαιτήσεις των χοίρων σε αμινοξέα. Μια τροφή της οποίας η σύνθεση των αμινοξέων βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τις ανάγκες των χοίρων στα αμινοξέα αυτά, θεωρείται ότι έχει άριστη πρωτεϊνική αξία (V= 1,0). Οι πρωτεΐνες ορισμένων ζωοτροφών όπως των καρπών της σόγιας και του ιχθυάλευρου προσδίδουν υψηλή ενεργειακή αξία στο σιτηρέσιο, ενώ άλλες όπως για παράδειγμα οι πρωτεΐνες των δημητριακών καρπών (οι οποίες είναι ελλειμματικές σε λυσίνη) προσδίδουν στο σιτηρέσιο χαμηλότερη πρωτεϊνική αξία.

Η μείωση της πρωτεϊνικής αξίας μιας τροφής ή του σιτηρεσίου είναι δυνατό να οφείλεται στην έλλειψη ενός από τα απαραίτητα αμινοξέα. Στα σιτηρέσια των χοίρων τα απαραίτητα αμινοξέα στα οποία συχνά το σιτηρέσιο είναι ελλειμματικό, είναι κατά σειρά προτεραιότητας η λυσίνη, η θρεονίνη, η μεθειονίνη ή η τρυπτοφάνη. Έτσι συνήθως η λυσίνη, η οποία αποτελεί το πρώτο ελλειμματικό αμινοξύ πρέπει να προστίθεται στο σιτηρέσιο των χοίρων σε ποσότητα 1kg/t ή και μεγαλύτερη με τη μορφή της τεχνητής λυσίνης εάν το κόστος χρησιμοποίησης είναι προσφορότερο και ιδιαίτερα η προσθήκη αυτή να γίνεται σε σιτηρέσια τα οποία συντίθενται από πρώτες ύλες ασυνήθιστες και αμφιβόλου ποιότητας.

Μια υψηλή πρωτεϊνική αξία, όπως και μια υψηλή ενεργειακή συγκέντρωση (ΠΕ) δεν αποτελούν οπωσδήποτε αυτοσκοπό για το σιτηρέσιο, αλλά επιβάλλεται να γνωρίζουμε την πρωτεϊνική αξία (όπως περίπου και τη ΠΕ) του σιτηρεσίου, έτσι ώστε να καθορίσουμε το επίπεδο διατροφής κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καλύψουμε τις ανάγκες του ζώου. Η κάλυψη των αναγκών του ζώου σε πρωτεΐνη μπορεί να γίνει είτε με τη χορήγηση μεγαλύτερης ποσότητας κάποιας τροφής χαμηλής πρωτεϊνικής αξίας, είτε με τη χορήγηση μικρότερης ποσότητας κάποιας άλλης τροφής υψηλότερης πρωτεϊνικής αξίας. Οι χαμηλότερες τιμές (όρια) πρωτεϊνικής αξίας που μπορούν να έχουν τα σιτηρέσια διαφόρων κατηγοριών χοίρων, φαίνονται στον πίνακα 20. Η πρωτεΐνη υψηλής αξίας χρησιμοποιείται πάντα περισσότερο αποτελεσματικά από τους χοίρους, αλλά η χρησιμοποίηση αυτή δεν αποτελεί πάντα την οικονομικότερη λύση. Αντίθετα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες λόγω χαμηλότερου κόστους πρέπει να χρησιμοποιηθεί μια πρωτεϊνική πηγή χαμηλής πρωτεϊνικής αξίας, έστω και σε μεγαλύτερη ποσότητα για να καλύψουμε τις ανάγκες των ζώων. Χρησιμοποιώντας μια πρωτεΐνη χαμηλής πρωτεϊνικής αξίας επιβάλλεται όπως το σιτηρέσιο έχει μια ευρύτερη αναλογία μεταξύ πρωτεΐνης: ενέργειας και έτσι ένα υψηλότερο επίπεδο ΟΠ.

|Πίνακας 20. Χαμηλότερα όρια πρωτεϊνικής αξίας του σιτηρεσίου σε διάφορες κατηγορίες χοίρων. |

| |Πρωτεϊνική αξία (V) |

|Νεογέννητα χοιρίδια |0,80 |

|Αναπτυσσόμενα χοιρίδια |0,70 |

|Παχυνόμενα χοιρίδια |0,65 |

|Έγκυες χοιρομητέρες |0,60 |

|Χοιρομητέρες σε γαλακτοπαραγωγή |0,65 |

Εάν δεν υπάρχουν άμεσες διαθέσιμες (εργαστηριακές) πληροφορίες σχετικά με την πρωτεϊνική αξία της πρωτεΐνης του σιτηρεσίου, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε έμμεσα την πρωτεϊνική αξία με βάση το επίπεδο στο σιτηρέσιο του αμινοξέος λυσίνη, το οποίο αποτελεί όπως αναφέρθηκε το πρώτο ελλειμματικό αμινοξύ στη διατροφή των χοίρων. Με τη παραδοχή ότι οι ανάγκες των χοίρων, εκφράζονται με τα όρια της ιδεώδους πρωτεΐνης και υπολογίζονται σε 0,07g λυσίνης ανά 1g πρωτεΐνης, η πρωτεϊνική αξία μπορεί να υπολογιστεί από την περιεχόμενη λυσίνη του σιτηρεσίου από τη σχέση:

Πρωτεϊνική αξία = {(λυσίνη στο σιτηρέσιο, g/kg): (ΟΠ στο σιτηρέσιο, g/kg)}: 0,07

Παραδείγματα εκτίμηση της πρωτεϊνικής αξίας με βάση τη συγκέντρωση της λυσίνης στο σιτηρέσιο δίνονται στον πίνακα 19.

Ανταπόκριση των χοίρων σε διαφορετικές συγκεντρώσεις ΠΕ στο σιτηρέσιο

Υψηλότερες συγκεντρώσεις ΠΕ στο σιτηρέσιο είναι απαραίτητες στις περιπτώσεις στις οποίες οι χοίροι εμφανίζουν παραγωγικότητα κατώτερη των δυνατοτήτων τους και παράλληλα καταναλώνουν ήδη το μέγιστο της ποσότητας τροφής που επιτρέπει η χωρητικότητα του πεπτικού τους σωλήνα, γεγονός το οποίο παρατηρείται κατά κανόνα στα νεαρά αναπτυσσόμενα χοιρίδια και στις θηλάζουσες χοιρομητέρες. Εάν τα περισσότερο συμπυκνωμένα συστατικά των σιτηρεσίων έχουν υψηλό κόστος χρησιμοποίησης, τότε θα πρέπει να ελεγχθεί προσεκτικά εάν ο επιπλέον ρυθμός ανάπτυξης των χοιριδίων ή η επιπλέον ποσότητα γάλακτος στις χοιρομητέρες που προκύπτει με την κατανάλωση των σιτηρεσίων αυτών αποσβένουν το υψηλότερο κόστος χρησιμοποίησης. Αντίθετα, για τους χοίρους στους οποίους η κατά βούληση κατανάλωση τροφής είναι μεγαλύτερη από εκείνη που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα, απαιτείται μια μείωση της συγκέντρωσης της ΠΕ στο σιτηρέσιο, με τη χρησιμοποίηση πρώτων υλών που εμφανίζουν χαμηλότερο κόστος χρησιμοποίησης.

Εάν επιθυμούμε όπως η αναλογία μεταξύ πρωτεΐνης: ενέργειας στο σιτηρέσιο παραμείνει σταθερή, μια αύξηση στη συγκέντρωση της ΠΕ στο σιτηρέσιο θα απαιτούσε την ανάλογη αύξηση της συγκέντρωσης του σε πρωτεΐνη. Στη περίπτωση αυτή η επίδραση στα χοιρίδια θα ήταν παρόμοια με εκείνη από την κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας τροφής. Για να διατηρήσουμε σταθερές τις αποδόσεις των χοίρων, ενώ μεταβάλλουμε προς τα επάνω ή προς τα κάτω το περιεχόμενο του σιτηρεσίου σε ενέργεια, η χορήγηση της τροφής πρέπει να αυξάνεται ή να μειώνεται με ανάλογο τρόπο. Εάν δεν εφαρμοστεί καμία αλλαγή στη χορήγηση της τροφής μια αύξηση της ενέργειας στο σιτηρέσιο θα επιφέρει μια αντίστοιχη αύξηση στον εφοδιασμό του οργανισμού των χοίρων σε ενέργεια.

Στη περίπτωση κατά την οποία ο εφοδιασμός του οργανισμού των χοίρων ΣΒ 60kg σε ενέργεια είναι αυξημένος, ο ρυθμός ανάπτυξης του μυϊκού ιστού αυξάνεται στο μέγιστο δυνατό όριο. Το μέγιστο αυτό όριο εξαρτάται μεταξύ άλλων και από παράγοντες όπως είναι το φύλο και ο γονότυπος. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής η ανάπτυξη του μυϊκού ιστού ανταποκρίνεται θετικά (μέχρι ένα όριο) στην αύξηση της συγκέντρωσης της ενέργειας στο σιτηρέσιο και ο οργανισμός των χοίρων θεωρείται απίθανο να εμφανίσει (μέχρι το όριο αυτό) παράλληλα τάσεις εναπόθεσης σωματικού λίπους. Ωστόσο, μετά την επίτευξη του μέγιστου ρυθμού ανάπτυξης του μυϊκού ιστού η επιπλέον αύξηση της συγκέντρωσης της ενέργειας στο σιτηρέσιο θα οδηγήσει σίγουρα στην ανάπτυξη και λιπώδους ιστού. Οι χοίροι με αυξημένες δυνατότητες ανάπτυξης μυϊκού ιστού θα χρησιμοποιήσουν μικρότερο πλεόνασμα ενέργειας για την εναπόθεση σωματικού λίπους. 2,25kg σιτηρεσίου με 11,5MJ ΠΕ/kg είναι δυνατό να επιφέρουν τη μέγιστη ανάπτυξη του μυϊκού ιστού στη κατηγορία των χοίρων αυτών, ενώ η χορήγηση παρόμοιας ποσότητας τροφής ενός άλλου σιτηρεσίου περιεκτικότητας 14,5MJ ΠΕ/kg θα είχε ως αποτέλεσμα την υπερκάλυψη των συνολικών αναγκών των χοίρων για την άριστη ανάπτυξη του μυϊκού ιστού και η περίσσεια της ενέργειας θα χρησιμοποιούνταν για την εναπόθεση λίπους.

Η ανταπόκριση των χοιρομητέρων στις μεταβολές της συγκέντρωσης των σιτηρεσίων σε ενέργεια είναι παρόμοια με των χοίρων ανάπτυξης. Εάν η αλλαγή στη συγκέντρωση της ΠΕ στο σιτηρέσιο, συνδυαστεί με ανάλογη αύξηση ή μείωση (κατά περίπτωση) στη χορήγηση της ποσότητας τροφής, η συνολική κατανάλωση θρεπτικών συστατικών ουσιαστικά θα παραμείνει ανεπηρέαστη και δεν θα παρατηρηθούν μεταβολές στη παραγωγικότητα της χοιρομητέρας. Εάν η κατανάλωση τροφής παραμείνει σταθερή: 1. Ενώ η συγκέντρωση της ΠΕ περιορίζεται, οι χοιρομητέρες θα απωλέσουν μέρος του σωματικού τους βάρους ή θα εμφανίσουν περιορισμό της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος. 2. Ενώ η συγκέντρωση της ΠΕ αυξάνεται, οι χοιρομητέρες θα εναποθέσουν περισσότερο σωματικό λίπος ή θα αυξήσουν την παραγόμενη ποσότητα γάλακτος.

Στις περιπτώσεις στις οποίες έγκυες χοιρομητέρες κανονικού σωματικού βάρους καταναλώσουν σιτηρέσιο με αυξημένη συγκέντρωση σε ενέργεια, παρατηρείται αύξηση του βάρους των νεογέννητων και βελτίωση του μεγέθους της γαλακτοπαραγωγής, ενώ παράλληλα εμφανίζονται και αυξημένα ποσοστά σύλληψης. Εάν αντίθετα, η χορήγηση σιτηρεσίων με υψηλή συγκέντρωση ενέργειας σε υπέρβαρες χοιρομητέρες, θα οδηγήσει σε μια σημαντική σπατάλη θρεπτικών συστατικών και σε σημαντικό περιορισμό των αποδόσεων.

Ανταπόκριση των χοίρων σε μεταβολές της αναλογίας πρωτεΐνη: ενέργεια του σιτηρεσίου

Εάν σε ένα σιτηρέσιο χοίρων το οποίο περιέχει επαρκή ποσά ενέργειας, αυξηθεί το επίπεδο της πρωτεΐνης θα παρατηρηθεί μια γραμμική αύξηση της εναπόθεσης μυϊκού ιστού. Η αύξηση αυτή θα παρατηρείται μέχρι το σημείο που καθορίζεται από τις κληρονομικές δυνατότητες των χοίρων. Κάθε επιπλέον προσθήκη πρωτεΐνης στο σιτηρέσιο, δεν θα μπορούσε να προκαλέσει καμία αύξηση του μυϊκού ιστού μετά το σημείο αυτό. Αυτό σημαίνει ότι σε χοίρους που δεν εμφανίζουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους όσον αφορά την εναπόθεση μυϊκού ιστού, υπάρχουν περιθώρια ευνοϊκής επίδρασης με κάθε αύξηση της πρωτεΐνης του σιτηρεσίου. Η αδυναμία εμφάνισης από τους χοίρους των πραγματικών τους δυνατοτήτων θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οφείλεται στην διατροφή με σιτηρέσια ελλιπή σε επαρκή ποσά πρωτεΐνης, αλλά η αιτία δεν είναι πάντα αυτή. Η ανάπτυξη του μυϊκού ιστού μπορεί να περιοριστεί και από την κατανάλωση σιτηρεσίων ελλειμματικών σε ενέργεια.

Ως παράδειγμα ας πάρουμε χοίρους σωματικού βάρους 60kg και με σχετικά περιορισμένες δυνατότητες για ανάπτυξη μυϊκού ιστού. Εάν στους χοίρους δοθούν διαφορετικά σιτηρέσια, τα οποία περιέχουν την ίδια ποσότητα ενέργειας (12,5MJ ΠΕ/kg), αλλά διαφορετικές αναλογίες πρωτεΐνης: ενέργεια (14g ΟΠ/MJ ΠΕ), μια κατανάλωση 1,5kg ημερήσια του σιτηρεσίου με αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια 10g ΟΠ/MJ ΠΕ, δεν θα εξασφάλιζε την απαραίτητη ποσότητα πρωτεΐνης για την ανάπτυξη του μυϊκού ιστού. Εάν στο ίδιο παράδειγμα αυξήσουμε τη συγκέντρωση της πρωτεΐνης (12g ΟΠ/MJ ΠΕ), θα παρατηρήσουμε μια σημαντική βελτίωση στην ικανότητα σχηματισμού μυϊκού ιστού. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται μια ισορροπία μεταξύ της ενέργειας και της πρωτεΐνης και μια περαιτέρω αύξηση της πρωτεΐνης στο σιτηρέσιο (14g ΟΠ/MJ ΠΕ) δε θα επέφερε καμία μεταβολή, αν και είναι δυνατό να υπάρχουν ακόμη δυνατότητες ανάπτυξης του μυϊκού ιστού. Η αδυναμία αυτή προφανώς οφείλεται στην έλλειψη της απαραίτητης ποσότητας ενέργειας στο σιτηρέσιο.

Μια συγκέντρωση πρωτεΐνης στο σιτηρέσιο 12g ΟΠ/MJ ΠΕ επιφέρει στο παράδειγμα μας την μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη του μυϊκού ιστού και παράλληλα ελαχιστοποιεί την εναπόθεση του λιπώδους ιστού αλλά μόνο στη περίπτωση της ελεγχόμενης κατανάλωσης τροφής και για χοίρους με περιορισμένες γενετικές δυνατότητες. Στη περίπτωση αυτή η ανάπτυξη του μυϊκού ιστού υπολείπεται των πραγματικών δυνατοτήτων των ζώων. Εάν η ίδια τροφή αυξηθεί από τα 1,5kg στα 2,0kg ημερησίως, θα παρατηρηθεί μια γενική βελτίωση των αποδόσεων των χοίρων. Αλλά όταν η αναλογία πρωτεΐνης: ενέργειας στο σιτηρέσιο είναι χαμηλότερη από 12g ΟΠ/MJ ΠΕ, θα παρατηρηθεί εκ νέου ανεπάρκεια πρωτεΐνης για τη μέγιστη ανάπτυξη του μυϊκού ιστού, ενώ η υπερεπάρκεια ενέργειας θα οδηγήσει στο αδυνάτισμα των ζώων. Μέγιστη ανάπτυξη μυϊκού ιστού θα επιτευχθεί όταν θα χορηγηθούν 2kg σιτηρεσίου με αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια 12g ΟΠ/MJ ΠΕ. Η χορήγηση του σιτηρεσίου αυτού εξάλλου θα ελαχιστοποιήσει και την εναπόθεση σωματικού λίπους.

Εάν η αναλογία πρωτεΐνης: ενέργεια στο σιτηρέσιο είναι μικρή γενικά παρατηρείται μια επιβράδυνση της ανάπτυξης, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις χαμηλότερης κατανάλωσης τροφής. Αυξάνοντας την αναλογία προκαλείτε μια θετική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης του μυϊκού ιστού, αλλά μόνο όταν η αναλογία βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο επιτυγχάνεται η μέγιστη ανάπτυξη μυϊκού ιστού. Αύξηση σωματικού λίπους παρατηρείται στις περιπτώσεις: α. ανεπαρκούς περιεκτικότητας του σιτηρεσίου σε πρωτεΐνη και, β. υπερβολική χορήγηση τροφής. Η απώλεια σωματικού λίπους μπορεί αντίθετα να περιοριστεί είτε: α. με τη διεύρυνση της αναλογίας πρωτεΐνης: ενέργειας του σιτηρεσίου και, β. τη μείωση της κατανάλωσης τροφής.

Οι χοιρομητέρες κατά την περίοδο της γαλακτοπαραγωγής, μπορούν να παράγουν περίπου 400-700g πρωτεΐνης στο γάλα τους την ημέρα. Η παραγωγή του γάλακτος από τη χοιρομητέρα ακολουθεί μια παρόμοια διαδρομή με εκείνης της ανάπτυξης του σώματος και απαιτεί ανάλογες ποσότητες τόσο πρωτεΐνης όσο και ενέργειας. Μια μείωση της αναλογίας πρωτεΐνης: ενέργεια κάτω από το επίπεδο των 12g ΟΠ/MJ ΠΕ, είναι πολύ πιθανό ότι θα συνδυαστεί με μια μείωση του επιπέδου της γαλακτοπαραγωγής και σε μια παράλληλη αύξηση στο ρυθμό απώλειας μυϊκού ιστού από το μητρικό σώμα. Η σταδιακή διεύρυνση της αναλογίας θα αποκαταστήσει κάθε έλλειψη πρωτεΐνης, αλλά μέχρι περίπου το όριο των 13g ΟΠ/MJ ΠΕ, δεν αναμένεται καμία θετική επίδραση στη ημερήσια ποσότητα του παραγόμενου γάλακτος.

Το έγκυο ζώο είναι σχετικά λιτό στις ανάγκες του σε πρωτεΐνη. Αυξάνοντας το επίπεδο της πρωτεΐνης στο σιτηρέσιο, είναι δυνατό να παρατηρήσουμε μια ελαφρά αύξηση στο σωματικό βάρος κατά την περίοδο της κυοφορίας, αλλά μέσα στα συνήθη όρια της αναλογίας πρωτεΐνης: ενέργεια 10-14g ΟΠ/MJ ΠΕ, ελάχιστη μόνο μπορεί να θεωρηθεί η επίδραση στον αριθμό των ζώντων γεννημένων χοιριδίων ή στο βάρος των χοιριδίων κατά τη γέννηση. Οι ανάγκες των κυοφορούμενων εμβρύων μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες μέχρι τις τελευταίες 20-30 ημέρες της κυοφορίας. Έχει αναφερθεί ότι 12g ΟΠ/MJ ΠΕ είναι επαρκή για τα κυοφορούμενα θηλυκά. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι περιορισμένα επίπεδα πρωτεΐνης στο σιτηρέσιο είναι δυνατό να οδηγήσουν σε χαμηλότερα ποσοστά σύλληψης και χαμηλότερο μέγεθος τοκετοομάδας, ειδικά εάν η πρωτεΐνη του σιτηρεσίου είναι και χαμηλής βιολογικής αξίας. Ως εκ τούτου, το σιτηρέσιο το οποίο προετοιμάζεται για τις χοιρομητέρες που βρίσκονται σε περίοδο γαλακτοπαραγωγής, καλό είναι να χρησιμοποιείται για τη διατροφή τους και για το χρονικό διάστημα μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων και μέχρι την επόμενη σύλληψη.

Ανταπόκριση στη πρωτεϊνική αξία- Response to protein value (V)

Η πρωτεϊνική αξία επηρεάζει άμεσα την αποτελεσματικότητα χρησιμοποίησης της ολικής πρωτεΐνης. Μια μεταβολή της πρωτεϊνικής αξίας της πρωτεΐνης ως εκ τούτου τροποποιεί και το βαθμό χρησιμοποίησης της ΟΠ του σιτηρεσίου. Αυτό σημαίνει ότι μια μείωση της πρωτεϊνικής αξίας θα πρέπει να συνδυαστεί στο σιτηρέσιο με την αύξηση του επιπέδου της ΟΠ. Θα μπορούσαμε συνεπώς να ισχυριστούμε ότι κάθε μετατροπή της πρωτεϊνικής αξίας θεωρείται μια πράξη αντίστοιχη με τη μετατροπή της αποτελεσματικότητας χρησιμοποίησης της ΟΠ. Το επίπεδο της πρωτεΐνης, το οποίο επιλέγεται για κάθε σιτηρέσιο χοίρων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη πρωτεϊνική αξία της πρωτεϊνικής πηγής που πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε

Σχέσεις συστατικών της τροφής και αναγκών των χοίρων

Για την κατάρτιση ενός άριστου σιτηρεσίου των χοίρων θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα εξής:

Τις ακριβείς ημερήσιες ανάγκες των χοίρων σε θρεπτικά συστατικά.

Την ημερήσια δυνατότητα κατανάλωσης τροφής των χοίρων.

Τη συγκέντρωση των θρεπτικών συστατικών στο σιτηρέσιο.

Την περιεκτικότητα των ζωοτροφών που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τη κατάρτιση του σιτηρεσίου σε θρεπτικά συστατικά.

Την καταλληλότητα των διαθέσιμων ζωοτροφών για συμμετοχή στο σιτηρέσιο διαφόρων κατηγοριών χοίρων.

Οι πρώτες τρεις προϋποθέσεις περιγράφονται στη σχέση:

Συγκέντρωση θρεπτικών συστατικών = ημερήσιες ανάγκες/ ημερήσια κατανάλωση τροφής

Οι ανάγκες για ενέργεια, πρωτεΐνη, βιταμίνες και ανόργανες ουσίες προκύπτουν από τις συνολικές ανάγκες των χοίρων για συντήρηση, παραγωγή (ανάπτυξη μυϊκού και λιπώδους ιστού) και αναπαραγωγή (κυοφορία και γαλακτοπαραγωγή). Οι ενεργειακές ανάγκες εκφράζονται συνήθως σε ΠΕ και οι ανάγκες σε πρωτεΐνη προκύπτουν από την ειλεακή πεπτικότητα των αμινοξέων. Η λυσίνη συχνά αποτελεί το πρώτο ελλειμματικό αμινοξύ και ως εκ τούτου η συγκέντρωση της μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη της εξισορρόπησης των αμινοξέων στο σιτηρέσιο. Αλλά στις περιπτώσεις στις οποίες ο Η/Υ χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των σιτηρεσίων, είναι ωφέλιμο να λαμβάνεται υπόψη και η απαραίτητη συγκέντρωση όλων των απαραίτητων αμινοξέων στο σιτηρέσιο και ένα ελάχιστο όριο συγκέντρωσης των αμινοξέων λυσίνη, μεθειονίνη, θρεονίνη, τρυπτοφάνη και πιθανά και της ιστιδίνης.

Παραδείγματα θρεπτικών αναγκών χοίρων δίνονται στο πίνακα 21.

|Πίνακας 21. Παραδείγματα θρεπτικών αναγκών, κατανάλωσης τροφής και άλλων απαιτήσεων διαφόρων κατηγοριών χοίρων. |

| |Κατηγορία χοίρων |

| | Χοίροι | Χοίροι (60kg)|Χοίροι (100kg)|Έγκυες χοιρ/ρες |Χοιρ/ρες σε γαλ/γη|

| |(10kg) | | | | |

|Παραδείγματα ημερήσιων θρεπτικών απαιτήσεων |

|ΠΕ (MJ) |12,1 |29,3 |32,4 |35,4 |110,8 |

|ΟΠ (g) |193 |423 |437 |400 |1450 |

|Λυσίνη (g) |10,9 |23,7 |24,0 |20,8 |78,3 |

|g ΟΠ/MJ ΠΕ |16,0 |14,4 |13,5 |11,3 |13,1 |

|g λυσίνη/MJ ΠΕ |0,90 |0,81 |0,74 |0,59 |0,71 |

|Παράδειγμα ημερήσιας κατανάλωσης ξηρής τροφής |

|Κατανάλωση τροφής,Kg |0,75 |2,2 |2,5 |2,6 |8,0 |

|Χαρακτηριστικά σιτηρεσίου |

|ΠΕ (MJ/Kg σιτηρεσίου) |16,1 |13,3 |13,0 |13,6 |13,0 |

|ΟΠ (g/Kg σιτηρεσίου) |260 |192 |175 |154 |181 |

|Λυσίνη (g/Kg σιτηρεσίου) |14,5 |11,6 |9,6 |8,0 |9,8 |

Τα παραδείγματα των σιτηρεσίων του πίνακα 21 μπορούν να συμπληρωθούν και με άλλες πληροφορίες, οι οποίες θα αναφέρονται στη συγκέντρωση των αμινοξέων, των ανόργανων ουσιών και των βιταμινών. Ειδικότερα για προγράμματα που καταρτίζονται με τη βοήθεια Η/Υ οι πληροφορίες αυτές είναι πολύ εύκολο να ενσωματωθούν. Πρακτικά ωστόσο, υφίστανται διαφορές αναφορικά με τις ανάγκες των χοίρων όπως υπολογίζονται, διότι παρατηρείται συνήθως μια σημαντική διακύμανση μεταξύ των χοίρων που αποδίδεται σε παράγοντες ατομικότητας, όσον αφορά τόσο το μέγεθος των αποδόσεων όσο και το μέγεθος της κατανάλωσης της τροφής. Στον πίνακα 22 οι ανάγκες σε θρεπτικές ουσίες διαφόρων κατηγοριών χοίρων.

|Πίνακας 22. Ανάγκες χοίρων σε θρεπτικά συστατικά (g/kg) |

| |Κατηγορίες χοίρων |

| |Έως 15kg |Έως 30kg |Έως 100kg |Έως 160kg |Χοιρομ. νεαρές ή|Έγκυες χοιρομ. |

| | | | | |γαλ/γής | |

|ΟΠ |220-260 |210-240 |160-200 |150-180 |150-180 |130-170 |

|Λίπος |50-120 |50-100 |20-70 |20-50 |20-70 |20-40 |

|ΙΟ |10-30 |10-40 |20-80 |20-80 |30-80 |30-80 |

|ΠΕ (MJ/kg) |14-17 |14-16 |13-15 |13-15 |12-15 |11-14 |

|Λυσίνη |13-17 |12-15 |9-13 |6-10 |6-10 |5-8 |

|Ca |9-15 |9-10 |8-10 |8-10 |8-12 |8-12 |

|P |7-11 |7-10 |6-8 |6-8 |6-8 |6-8 |

|Na |1,4-2,5 |1,3-2,5 |1,2-2,5 |1,2-2,5 |1,2-2,5 |1,2-2,5 |

|Λινολεϊκό οξύ |10-50 |10-50 |5-20 |5-20 |5-30 |5-25 |

|Μ+Κ |6-10 |5-8 |5-7 |4-6 |4-6 |3-5 |

|Λυσίνη g/MJΠΕ |0,95 |0,85 |0,75 |0,60 |0,60 |0,55 |

|ΟΠ g/MJΠΕ |16 |15 |14 |12 |12,5 |12 |

Με δεδομένο ένα συγκεκριμένο στόχο όσον αφορά τις θρεπτικές ανάγκες μιας κατηγορίας χοίρων, η κατάρτιση των σιτηρεσίων γίνεται με τον συνδυασμό των διαθέσιμων πρώτων υλών ζωοτροφών. Η περιεκτικότητα των συνηθέστερων ζωοτροφών στη διατροφή των χοίρων δίνεται στους πίνακες που προαναφέρθηκαν. Ένας συνδυασμός πρώτων υλών δίνεται για παράδειγμα στον πίνακα 23 που ακολουθεί.

Στις στήλες 1, 3, 5 και 7 του τμήματος Α του πίνακα 23 φαίνονται οι διαθέσιμες πρώτες ύλες και η περιεκτικότητα τους σε θρεπτικά συστατικά. Ο στόχος στη προκειμένη περίπτωση είναι να καλυφθούν οι ανάγκες των χοίρων, οι οποίες δίνονται στις στήλες 4, 6 και 8 του τμήματος Γ, δηλαδή 14MJ ΠΕ/Kg σιτηρεσίου, 180g ΟΠ/Kg σιτηρεσίου και 9g λυσίνης/Kg σιτηρεσίου. Στο τμήμα Α του πίνακα χρησιμοποιούμε ένα μίγμα το οποίο αποτελείται από 20% σίτο, 55% κριθή και 20% σογιάλευρο, αφήνοντας προς το παρόν ένα 5% για τις πρόσθετες ύλες, τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία. Ο συνδυασμός αυτός των πρώτων υλών αποδίδει στο σιτηρέσιο 12,8 MJ ΠΕ/Kg, 168g ΟΠ/Kg και 8,3g λυσίνης/Kg. Η συνεισφορά του σίτου στη ΠΕ του σιτηρεσίου υπολογίζεται σε 14 Χ 0,2 = 2,8MJ, της κριθής σε 12,9X 0,55= 7,1MJ και του σογιάλευρου σε 14,5X 0,2 = 2,9MJ. Το σύνολο όλων ισοδυναμεί με 12,8MJ ΠΕ/Κg σιτηρεσίου. Η ίδια απλή τακτική χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της συνολικής ΟΠ και της λυσίνης στο σιτηρέσιο. Από μια πρώτη ματιά στα δεδομένα του πίνακα 23, προκύπτει ότι τα επίπεδα των θρεπτικών ουσιών στο τμήμα Α του πίνακα δε φαίνονται να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες των ζώων, όπως φαίνονται στο τμήμα Γ και υπολείπονται κατά 1,2MJ ΠΕ/Kg 12g ΟΠ/Kg 0,7g λυσίνης/Kg. Το τμήμα Β του πίνακα προσαρμόζει τα επίπεδα των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών και επιπλέον χρησιμοποιεί δύο νέες ζωοτροφές, το ιχθυάλευρο και το φυτικό λίπος. Ο νέος συνδυασμός των πρώτων υλών στο τμήμα Β, προσεγγίζει πολύ καλύτερα τις ανάγκες των χοίρων. Πιθανά η συμμετοχή στο μίγμα μιας επιπλέον μικρής ποσότητας ιχθυάλευρου, ή σίτου+ σόγιας, θα μπορούσε να προκαλέσει μια ακόμη καλύτερη προσέγγιση στις πραγματικές ανάγκες των χοίρων, αλλά και η προσέγγιση αυτή σε γενικές γραμμές θεωρείται πολύ ικανοποιητική.

|Πίνακας 23. Κατάρτιση σιτηρεσίων |

|1 |2 |3 |4 |5 |6 |7 |8 |

| | |ΠΕ (MJ/kg) |OΠ (g/kg) |Λυσίνη (g/kg) |

|Συστατικά |Kg/t |Στις τροφές |Στο σιτηρέσιο |Στις τροφές |Στο σιτηρέσιο |Στις τροφές |Στο σιτηρέσιο |

|Τμήμα Α |

|Σίτος |200 |14,0 |2,8 |110 |22,0 |3,0 |0,6 |

|Κριθή |550 |12,9 |7,1 |105 |57,8 |3,5 |1,9 |

|Ιχθυάλευρο |- |15,0 |- |650 |- |47 |- |

|Σογιάλευρο |200 |14,5 |2,9 |440 |88,0 |29 |5,8 |

|Φυτ. λίπος |- |32,5 |- | | | | |

|ΣΥΝΟΛΟ |950 | |12,8 | |167,8 | |8,3 |

|Τμήμα Β |

|Σίτος |250 | | | | | | |

|Κριθή |425 | | | | | | |

|Ιχθυάλευρο |25 | | | | | | |

|Σογιάλευρο |200 | | | | | | |

|Φυτ. Λίπος |50 | | | | | | |

|ΣΥΝΟΛΟ |950 | |13,9 | |176,4 | |9,2 |

|Τμήμα Γ |950 | |14,0 | |180,0 | |9,0 |

Στους πίνακες 24, 25 και 26 δίνονται η θρεπτική αξία δημητριακών καρπών και η θρεπτική αξία συνήθων ζωοτροφών για χοίρους.

|Πίνακας 24. Θρεπτική αξία δημητριακών καρπών για χοίρους. |

| |

|Συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα |

| |

|Πίνακας 25. Θρεπτική αξία συνήθων ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των χοίρων. |

| |

| |

| |Κριθάρι |Σίτος |Αραβόσιτος |

|Τιμή αγοράς λεπτά/kg |20,0 |22,0 |22,4 |

|ΠΕ (MJ/kg) |12,9 |14,0 |14,5 |

|ΟΠ (g/kg) |105,0 |110,0 |90,0 |

|Λυσίνη (g/kg) |3,5 |3,0 |2,6 |

|Κόστος (λεπτά) |

|1 MJ ΠΕ |1,550 |1,571 |1,545 |

|1g ΟΠ |0,190 |0,20 |0,249 |

|1g λυσίνης |5,71 |7,33 |8,62 |

Από τα στοιχεία του πίνακα 27 φαίνεται ότι η φθηνότερη πηγή ενέργειας είναι ο καρπός αραβόσιτου, ενώ η φθηνότερη πηγή πρωτεΐνης και λυσίνης είναι ο καρπός κριθής. Το κόστος για 1MJ ΠΕ, 1g ΟΠ και 1g λυσίνης εκτιμήθηκε με βάση τη τρέχουσα τιμή και τη περιεκτικότητα στα τρία αυτά συστατικά και έγινε μόνο χάρη του παραδείγματος. Στη πραγματικότητα η ανάλυση δεν είναι τόσο απλή διότι το κάθε ένα από τα τρία συστατικά σε κάθε τροφή αποδίδεται στον οργανισμό του ζώου με διαφορετικό τρόπο.

Οι τρεις αυτοί καρποί δημητριακών, συνήθως χρησιμοποιούνται στη διατροφή των χοίρων ως πηγές ενέργειας και ως εκ τούτου το κόστος ανά μονάδα ενέργειας είναι εκείνο που στην περίπτωση τους έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Ο καρπός αραβόσιτου φαίνεται ότι είναι η περισσότερο συμφέρουσα ζωοτροφή, αν και το κόστος ανά μονάδα λυσίνης που εμφανίζει είναι πολύ υψηλό. Από την άλλη δεν πρέπει να αμελείται και η συμβολή των δημητριακών καρπών στη κάλυψη των πρωτεϊνικών αναγκών των χοίρων, με δεδομένο ότι τουλάχιστο η κάλυψη των μισών αναγκών σε πρωτεΐνη γίνεται στα περισσότερα σιτηρέσια από τους δημητριακούς καρπούς και το κόστος ανά μονάδα πρωτεΐνης και ανά μονάδα λυσίνης στους καρπούς δημητριακών θεωρείται πολύ υψηλό.

Εάν, ο καρπός αραβόσιτου ή ο καρπός κριθής είναι η περισσότερο ακριβή ζωοτροφή δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί πριν γίνει σύγκριση μεταξύ των δύο ζωοτροφών από την εκτίμηση της αξίας όλων των θρεπτικών συστατικών που περιέχουν. Για να πάρουμε 15MJ ΠΕ και 3g λυσίνης μόνο από την κριθή (υστερεί σε ενέργεια) απαιτούνται 23,26 λεπτά, ενώ για να πάρουμε τις ίδιες ακριβώς ποσότητες μόνο από τον καρπό αραβόσιτου (υστερεί σε λυσίνη) το κόστος θα είναι μεγαλύτερο από 25,85 λεπτά.

Καμία από τις δύο τεχνικές που είδαμε δεν είναι απόλυτα σωστή. Αγοράζοντας και τις δύο ζωοτροφές και αναμειγνύοντας τες με αναλογία 25% κριθάρι και 75% αραβόσιτο θα εξασφαλίσουμε 15MJ ΠΕ και 3g λυσίνης με κόστος 21,8 λεπτά. Ωστόσο, οι συγκρίσεις μεταξύ των ζωοτροφών δε πρέπει να γίνονται μόνο όσον αφορά το κόστος ανά μονάδα περιεκτικότητας πρωτεΐνης, αλλά και στο βαθμό διαθεσιμότητας που εμφανίζει η πρωτεΐνη κάθε ζωοτροφής στον οργανισμό του ζώου.

Οι συγκρίσεις μεταξύ των δημητριακών καρπών έχουν διαφορετική σημασία όταν στο σιτηρέσιο προστίθεται το σογιάλευρο, το κόστος αγοράς του οποίου κυμαίνεται γύρω στα 30 λεπτά/kg. Περιέχοντας 14,5MJ ΠΕ, 440g ΟΠ και 29g λυσίνης/kg, το κόστος χρησιμοποίησης ανά 1MJ ΠΕ, 1g ΟΠ και 1g λυσίνης στο σογιάλευρο, υπολογίζεται σε 2,07, 0,068 και 1,03 λεπτά, αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος χρησιμοποίησης της ενέργειας του σογιάλευρου είναι υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο των καρπών δημητριακών, αλλά το κόστος χρησιμοποίησης της πρωτεΐνης και της λυσίνης είναι πολύ χαμηλότερο. Το γεγονός ότι το κόστος χρησιμοποίησης της λυσίνης της κριθής ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο του αραβόσιτου μετά τη χρησιμοποίηση του σογιάλευρο, έχει πλέον πολύ μικρή μόνο σημασία, με αποτέλεσμα ένα μίγμα αραβόσιτου και σογιάλευρου να θεωρείται η αναντικατάστατη και πληρέστερη τροφή. Ωστόσο, για την κάλυψη των αναγκών σε ενέργεια των σιτηρεσίων των χοίρων δε χρησιμοποιούνται μόνο οι καρποί των δημητριακών, αλλά εάν οι συνθήκες κόστους στην αγορά το επιτρέψουν, χρησιμοποιούνται και άλλες ζωοτροφές όπως είναι τα λίπη.

Χρησιμοποίηση διαφορετικών σιτηρεσίων

Οι απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά, η εξισορρόπηση μεταξύ ενέργειας και πρωτεΐνης του σιτηρεσίου και το μέγεθος της κατανάλωσης τροφής είναι δυνατό να μεταβάλλονται για τους χοίρους κάθε ημέρα. Έτσι, το ιδεώδες θα ήταν να καταρτίζεται ένα σιτηρέσιο για τους χοίρους κάθε ημέρα. Επιπλέον, παρατηρούνται διαφορές ατομικά μεταξύ των χοιριδίων όσον αφορά τις απαιτήσεις τους σε θρεπτικά συστατικά αλλά και στο μέγεθος της κατανάλωσης, γεγονός το οποίο θα μπορούσε θεωρητικά να ικανοποιηθεί με την κατάρτιση σιτηρεσίων για το κάθε χοίρο ξεχωριστά. Ωστόσο, σε πρακτικό επίπεδο ο τρόπος αυτός διατροφής των χοίρων είναι αδύνατος. Διαφορετικά σιτηρέσια είναι δυνατό να εφαρμοστούν σε πρακτικές συνθήκες όταν:

Υπάρχει υπόνοια ότι χορηγείται πολύ μεγαλύτερη ποσότητα τροφής ή θρεπτικών συστατικών, σε σημείο που να υπερκαλύπτονται οι ανάγκες των χοίρων και με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της τροφής ή των θρεπτικών συστατικών να παραμένει αναξιοποίητο.

Υπάρχει υπόνοια ότι χορηγείται πολύ μικρότερη ποσότητα τροφής ή θρεπτικών συστατικών, σε σημείο που οι ανάγκες των χοίρων να υπολείπονται σημαντικά με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εκδήλωση των πραγματικών γενετικών δυνατοτήτων τους.

Μια ειδική κατηγορία χοίρων εμφανίζει ανάγκες πολύ διαφορετικές με εκείνες μιας άλλης κατηγορίας.

Μια κατηγορία χοίρων χρειάζεται ένα σιτηρέσιο με διαφορετική ενεργειακή πυκνότητα, εξαιτίας περιορισμού στη κατανάλωση τροφής.

Ένα σιτηρέσιο, το οποίο προορίζεται για μια μόνο ειδική ομάδα ή κατηγορία χοίρων χρειάζεται ενίσχυση με ουσίες που διεγείρουν την ανάπτυξη ή με φαρμακευτικές ουσίες.

Στον πίνακα 28 φαίνονται πέντε διαφορετικά σιτηρέσια χοίρων για μια εκμετάλλευση, αλλά ο αριθμός τους θα μπορούσε να περιοριστεί στα τρία εάν χρησιμοποιούνταν ένα σιτηρέσιο για τις χοιρομητέρες που βρίσκονται σε γαλακτοπαραγωγή και κυοφορία είτε ακόμη και σε δύο σιτηρέσια εάν παράλληλα χρησιμοποιούνταν ένα σιτηρέσιο για τα αναπτυσσόμενα- παχυνόμενα χοιρίδια.

| |Πίνακας 28. Σιτηρέσια για διάφορες κατηγορίες χοίρων |

| | MJ ΠΕ |g ΟΠ |g λυσίνη |Παράγοντες όρεξης |Ειδικές ζωοτροφές |Ειδικά προσθετικά |

| |/kg |/MJ ΠΕ |/MJ ΠΕ | | | |

|Χοίροι με ΣΒ έως |

|15kg |14-17 |16 |1,0 |+++ |+++ |+ |

|50kg |14-16 |15 |0,90 |++ |++ |+ |

|100kg |13-15 |14 |0,75 | | | |

|Χοιρομητέρες |

|Γαλ/γη |12-15 |12,5 |0,60 |++ |+ | |

|Έγκυες |11-14 |12 |0,55 | | | |

Ο τελικός αριθμός των σιτηρεσίων που μπορεί να εφαρμοστεί σε μια εκμετάλλευση επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η δυνατότητα αποθήκευσης μεγάλης ποικιλίας πρώτων υλών, ο αριθμός των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται κατά την κατάρτιση των σιτηρεσίων και η ικανότητα του διαχειριστή να καταρτίσει σιτηρέσια διαφορετικής σύνθεσης.

Στις εκμεταλλεύσεις στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα παράθεσης ξηρής τροφής, συνήθως χρησιμοποιείται μια συγκεκριμένη τροφή, η οποία διατηρείται σε ειδικό αποθηκευτικό χώρο και κατανέμεται κατά περίπτωση σε ένα ή περισσότερα χοιροστάσια αλλά όχι στην ατομική ταγίστρα κάθε χοίρου. Ο αριθμός των σιτηρεσίων που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί σε ένα τέτοιο σύστημα παράθεσης τροφής, εξαρτάται από τον διαθέσιμο αριθμό αποθηκευτικών χώρων. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να λαμβάνεται κατά τη προσθήκη στη τροφή φαρμακευτικών ουσιών ή ουσιών που προάγουν την ανάπτυξη, διότι η ενδεχόμενη χρησιμοποίηση τους πρέπει να γίνεται μέχρι ένα αυστηρά καθορισμένο χρονικό όριο (εβδομάδων ή ημερών) προ της σφαγής, άλλως είναι δυνατό να δημιουργήσει επικίνδυνα κατάλοιπα στο κρέας. Γενικά, η χρήση παρόμοιων ουσιών πρέπει να αποφεύγεται στη τελική περίοδο πάχυνσης των χοίρων, έτσι ώστε το παραγόμενο κρέας να φέρει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά ποιότητας.

Στις εκμεταλλεύσεις στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα παράθεσης υγρής τροφής, συνήθως χρησιμοποιείται ένας μεγάλος αριθμός υποπροϊόντων, όπως είναι εκείνα τα οποία παράγονται από τις βιομηχανίες ανθρώπινων τροφίμων, ορός γάλακτος, αποβουτυρωμένο γάλα, υπολείμματα ριζών, υπολείμματα ποτοποιείας και βιομηχανίας ιχθύων, άμυλο κ.λ.π. Ακόμη προκύπτει πλεονέκτημα από την ανάμειξη ξηρών και υγρών πρώτων υλών, με αποτέλεσμα να υφίσταται η δυνατότητα ταχύτατης κατάρτισης μεγάλου αριθμού διαφορετικών σιτηρεσίων. Με το σύστημα παράθεσης υγρής τροφής φαίνεται ότι είναι δυνατή η κατάρτιση ατομικών σιτηρεσίων, που καλύπτουν με μεγάλη ακρίβεια τις ατομικές ανάγκες των χοίρων και τα οποία μπορούν να διατίθενται σε ειδικές ταγίστρες των διαφόρων τμημάτων του χοιροστασίου. Επιπλέον, κάθε σιτηρέσιο στο σύστημα αυτό είναι δυνατό να ετοιμαστεί μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός το οποίο επιτρέπει τη προετοιμασία μεγάλου αριθμού σιτηρεσίων που να ανταποκρίνονται επακριβώς στις ανάγκες των χοίρων κατά τα διάφορα στάδια της ανάπτυξης και πάχυνσης τους.

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΤΡΟΦΗΣ ΣΤΙΣ ΧΟΙΡΟΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΥΣ ΧΟΙΡΟΥΣ

Ο έλεγχος της κατανάλωσης τροφής θεωρείται ο περισσότερο αποτελεσματικός τρόπος για την βελτίωση των αποδόσεων των χοίρων. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα συστήματα διατροφής, ξεκινώντας από τη τελείως αυτοματοποιημένη και δια μέσου Η/Υ διατροφή των χοίρων έως τη παράθεση σιτηρεσίων με χοάνη στα συστήματα κατά βούλησης διατροφής. Η επίδραση του τρόπου παράθεσης της τροφής στο ρυθμό ανάπτυξης και στα αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των χοίρων μπορεί να θεωρηθεί τόσο άμεση όσο και έμμεση (πίνακας 29). Παρατηρείται μια στενή σχέση μεταξύ του τρόπου παράθεσης της τροφής και της χρηματοοικονομικής διαχείρισης, η οποία προέρχεται από: α. την επίδραση της παράθεσης της τροφής στο επίπεδο και στην ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και, β. το κόστος της τροφής αποτελεί μακρά το σημαντικότερο συστατικό στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παραγωγής (συνήθως περίπου το 75% του συνολικού κόστους).

|Πίνακας 29. Επίδραση από το μέγεθος κατανάλωσης τροφής σε ορισμένα χαρακτηριστικά χοιριδίων και χοιρομητέρων. |

| |Μέγεθος κατανάλωσης τροφής |

| |Περιορισμένο |Κανονικό |Μεγάλο |

|Χοιρίδια |

|ΣΒ80kg |Πάρα πολύ μυϊκό ιστό |Αρκετό μυϊκό ιστό |Πολύ λίγο μυϊκό ιστό |

| |Λίγο λιπώδη ιστό |Πολύ λιπώδη ιστό |Πάρα πολύ λιπώδη ιστό |

| |Αυξάνοντας τη χορήγηση τροφής | | |

| |βελτιώνεται ο ΡΑ, αλλά μειώνεται η | | |

| |ποιότητα του σφάγιου. | | |

|Χοιρομητέρες |

|Έγκυες |Αρκετό μυϊκό ιστό |Πολύ λίγος μυϊκός ιστός |Πολύ λίγος μυϊκός ιστός |

| |Αρκετό λιπώδη ιστό |Αρκετός λιπώδης ιστός |Πάρα πολύς λιπώδης ιστός |

| |Βαρύτερα έμβρυα |Όχι βαρύτερα έμβρυα |Όχι βαρύτερα έμβρυα |

| |Αυξάνοντας τη χορήγηση τροφής | | |

| |βελτιώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης | | |

|Σε γαλ/γη |Μικρές απώλειες μυϊκού ιστού. |Καθόλου απώλειες μυϊκού ιστού. |Καθόλου απώλειες μυϊκού ιστού. |

| |Περισσότερες απώλειες λίπους |Μερικές απώλειες λίπους. |Λίγες απώλειες λίπους. |

| |Αυξάνοντας τη χορήγηση τροφής, | | |

| |αυξάνεται το μέγεθος της γαλ/γης και | | |

| |μειώνεται ο ρυθμός απώλειας ΣΒ. | | |

Αναπτυσσόμενοι χοίροι

Η διαχείριση των χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχημένη λειτουργία της και αναφέρεται μεταξύ άλλων τουλάχιστο σε έξη σημαντικούς στόχους:

Τον έλεγχο της υγείας των ζώων

Τον έλεγχο του περιβάλλοντος

Τον έλεγχο στη κατάρτιση των σιτηρεσίων

Στον έλεγχο στην κατανάλωση της τροφής

Στον γενετικό έλεγχο

Στον έλεγχο της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων

Ο έλεγχος στη κατανάλωση της τροφής έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση των ζωοτροφών, όσο και στον τρόπο ανάπτυξης των χοίρων και καθορίζει ανάλογα με το γονότυπο των χοίρων και τη σύνθεση του σιτηρεσίου την ποσότητα και την ποιότητα των παραγόμενων τελικών προϊόντων.

Αλληλεπίδραση με το επίπεδο διατροφής

Βάρος σφαγίου

Η ποιότητα του κρέατος επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες μεταξύ των οποίων ο σημαντικότερος φαίνεται ότι είναι η σχέση μεταξύ του επιπέδου διατροφής και του βάρους σφαγίου. Τα χοιρίδια εκτρέφονται σε κάθε χοιροτροφική εκμετάλλευση μέχρι να αποκτήσουν το τελικό βάρος σφαγής, το οποίο μπορεί να είναι 120-160kg για βαριά χοιρίδια, 85-120kg για χοιρίδια με συνηθισμένο βάρος σφαγής και 60-80kg για χοιρίδια με ελαφρύ βάρος σφαγής. Με τη σωστή διαχείριση επιβάλλεται να αποφασίσουμε για το βάρος σφαγής, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Ωστόσο, η ποιότητα και το βάρος του σφαγίου συνήθως αποτελούν αντικρουόμενες έννοιες. Τα βαρύτερα σφάγια επιφέρουν σίγουρα περισσότερα χρήματα στην εκμετάλλευση, αλλά έχουν σχεδόν πάντα και μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λίπος, γεγονός το οποίο τείνει να περιορίσει την τιμή πώλησης τους. Στις περιπτώσεις στις οποίες η τιμή πώλησης τείνει να καταστεί εξαιρετικά χαμηλή λόγω υπερβολικής εναπόθεσης σωματικού λίπους, επιβάλλεται όχι μόνο να περιορίσουμε την ημερήσια κατανάλωση τροφής, αλλά επιπλέον να μειώσουμε και το τελικό βάρος σφαγής των χοίρων.

Εάν επιθυμείται βάρος σφαγίου μεταξύ 62-75kg στην αγορά, είναι πολύ πιθανό μεγαλύτερου βάρους σφάγια να τείνουν να αποκτήσουν χαμηλότερη τιμή πώλησης, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι μέσα στην ίδια εκμετάλλευση θα πρέπει είτε να δίνεται λιγότερη ποσότητα τροφής στους χοίρους που τείνουν να εμφανίσουν μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης έτσι ώστε να φθάσουν στο επιθυμητό βάρος σφαγής από κοινού με τους υπόλοιπους χοίρους της εκμετάλλευσης, είτε οι χοίροι με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη να εντοπιστούν έγκαιρα και να σφαχτούν νωρίτερα από τους υπόλοιπους.

Η χαμηλότερη κατανάλωση τροφής έχει αποδειχθεί ότι περιορίζοντας το πάχος του υποδόριου λίπους στο σφάγιο των χοίρων, είναι δυνατό να επιτρέψει τη σφαγή σε μεγαλύτερο βάρος. Ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις όσον αφορά την εναπόθεση υποδόριου λίπους παρατηρούνται στις περιπτώσεις μεγάλης κατανάλωσης τροφής στο τελευταίο στάδιο πάχυνσης από χοίρους με γενετικά περιορισμένες δυνατότητες εναπόθεσης άπαχου κρέατος. Σε αγορές στις οποίες δεν υφίστανται κριτήρια μείωσης της τιμής πώλησης εξαιτίας της περιεκτικότητας του σφαγίου σε λίπος είτε εξαιτίας του μεγάλου βάρους σφαγής, είναι αυτονόητο ότι τα βαρύτερα σφάγια θα πρέπει να αποτελούν το στόχο κάθε χοιροτροφικής εκμετάλλευσης.

Εκμετάλλευση τροφής

Στο συμπέρασμα ότι τα βαρύτερα σφάγια χοίρων πρέπει να προτιμώνται, βρίσκεται αντίθετη η άποψη ότι η εναπόθεση λίπους στα τελικά στάδια σφαγής των χοίρων είναι σίγουρα εξαιρετικά επιβαρυντική όσον αφορά το κόστος χρησιμοποίησης των τροφών εξαιτίας της χαμηλής εκμετάλλευσης τροφής, η οποία οφείλεται με τη σειρά της στο μεγαλύτερο κόστος συντήρησης. Το κόστος συντήρησης επιφέρει περιορισμό της περαιτέρω ανάπτυξης και συσχετίζεται με τη σωματική μάζα του χοίρου. Αυτό σημαίνει ότι εάν σε ΣΒ 60kg παρατηρείται ένα σταθερό κόστος συντήρησης το οποίο υπολογίζεται σε 0,7kg τροφής, στα 90kg το κόστος συντήρησης υπολογίζεται σε 1,1kg τροφής και στα 120kg σε 1,3kg τροφής.

Η εκμετάλλευση της τροφής θα επιδεινωθεί ακόμη στα μέγιστα επίπεδα κατανάλωσης τροφής, όταν η περίσσεια της τροφής καταλήγει στην υπερβολική εναπόθεση σωματικού λίπους. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι περιορίζοντας την κατανάλωση τροφής δεν βελτιώνεται πάντα η εκμετάλλευση της τροφής, αυτό παρατηρείται μόνο στις περιπτώσεις που εμφανίζεται έντονη τάση υπερβολικής εναπόθεσης σωματικού λίπους. Περισσότερο συχνά η περιορισμένη κατανάλωση τροφής, περιορίζοντας το ρυθμό ανάπτυξης, επιδεινώνει την εκμετάλλευση τροφής στην περίοδο ανάπτυξης. Όσο αυξάνεται η κατανάλωση τροφής στη περίοδο ανάπτυξης των χοίρων, παρατηρείται μια επωφελής επίδραση στην εκμετάλλευση τροφής εξαιτίας της προοδευτικής εξοικονόμησης στο κόστος συντήρησης. Τελικά ωστόσο αυξάνοντας συνεχώς τη κατανάλωση τροφής, η εκμετάλλευση επιδεινώνεται εξαιτίας της εναπόθεσης υπερβολικής ποσότητας σωματικού λίπους στα υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης και το γεγονός ότι στο σημείο αυτό για την εναπόθεση μιας μονάδας λιπώδους ιστού απαιτείται τρεις φορές μεγαλύτερη ποσότητα τροφής σε σύγκριση με την εναπόθεση μιας μονάδας άπαχου ιστού.

Ανταπόκριση στην αύξηση κατανάλωσης τροφής

Εμπειρικά αναφέρεται ότι σε κάθε ημερήσια αύξηση κατά 100g στην κατανάλωση της τροφής (περίπου 1,5MJ ΠΕ/ημερήσια) κατά την περίοδο ανάπτυξης πάχυνσης των χοιριδίων από τα 20kg έως τα 100kg σωματικού βάρους, θα επιφέρει μια αύξηση κατά 30-40g στον ημερήσιο ρυθμό ανάπτυξης, μια αύξηση κατά 1mm ή και περισσότερο στο βάθος του υποδόριου λίπους, μια αύξηση κατά 10-15g στην ημερήσια εναπόθεση άπαχου ιστού, μια αύξηση κατά 20-25g στην ημερήσια εναπόθεση λιπώδους ιστού και μια ελάχιστη έως αμελητέα επιδείνωση στην εκμετάλλευση της τροφής. Παρόμοιες εμπειρικές προσεγγίσεις, αν και θεωρούνται ιδιαίτερα προσφιλείς, τείνουν να καταστούν επικίνδυνες.

Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά ο οργανισμός των χοίρων στην πραγματικότητα σε κάθε αύξηση στην κατανάλωση της τροφής εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το απόλυτο επίπεδο τροφής, τις δυνατότητες του ζώου για ανάπτυξη του μυϊκού ιστού, το σωματικό βάρος κατά τη περίοδο που εφαρμόζεται η αύξηση της τροφής και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε διαφορετικές συνθήκες διατροφής, είναι πιθανό ότι μια αύξηση στην κατανάλωση τροφής κατά 100g, μπορεί είτε να μην επιφέρει καμία αύξηση στον ημερήσιο ρυθμό ανάπτυξης είτε να προκαλέσει εναπόθεση 100g άπαχου ιστού (1kg άπαχου ιστού χρειάζεται 15MJ ΠΕ), είτε να χρησιμοποιηθεί για την εναπόθεση 30g λιπώδους ιστού (1kg λιπώδους ιστού χρειάζεται 50MJ ΠΕ) και ασφαλώς είναι δυνατό να προκύψει κάθε δυνατός συνδυασμός μεταξύ των τριών αυτών εκδοχών.

Αλληλεπίδραση με το γονότυπο και το φύλο (δυνατότητα ανάπτυξης μυϊκού ιστού και προδιάθεση για εναπόθεση λίπους)

Αυξάνοντας την κατανάλωση της τροφής στη διατροφή των χοίρων, σε γενικές γραμμές αναμένουμε μια αύξηση στο ρυθμό ανάπτυξης και στην εναπόθεση σωματικού λίπους. Το μέγεθος της αύξησης αυτής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το γονότυπο του ζώου και το φύλο. Αυτό σημαίνει ότι παρόμοιο επίπεδο διατροφής, το οποίο χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκές για την εναπόθεση λίπους σε ένα ευνουχισμένο αρσενικό χοίρο, είναι δυνατό να προκαλέσει μια επιθυμητή ανάπτυξη του μυϊκού ιστού σε ένα θηλυκό. Τα ευνουχισμένα αρσενικά και οι αβελτίωτοι γονότυποι με περιορισμένες δυνατότητες εναπόθεσης μυϊκού ιστού σε γενικές γραμμές χρειάζονται μικρότερες ποσότητες ημερήσιας τροφής, σε σύγκριση με τα θηλυκά ή τα φυσιολογικά (μη ευνουχισμένα) αρσενικά βελτιωμένων γενετικών δυνατοτήτων. Παρατηρούνται ακόμη σημαντικές διαφορές μεταξύ των χοίρων όσον αφορά την κληρονομική προδιάθεση για εναπόθεση λιπώδους ιστού, ακόμη και κατά τη διάρκεια περιορισμένης διατροφής.

Ενώ η αναμενόμενη αναλογία εναπόθεσης στα χοιρίδια είναι περίπου ένα μέρος λιπώδους προς τέσσερα μέρη άπαχου ιστού, η αναλογία αυτή μπορεί να γίνει καλύτερη (ένα προς πέντε) ή και χειρότερη (ένα προς δύο) ανάλογα με την επίδραση τόσο του φύλου όσο και του γονότυπου. Έτσι οι ευνουχισμένοι χοίροι θα έχουν περισσότερο λιπώδη ιστό σε σύγκριση με τα φυσιολογικά αρσενικά σε κάθε επίπεδο διατροφής. Τα χοιρίδια τα οποία επιλέγονται για την ικανότητα εναπόθεσης άπαχου ιστού θα έχουν λιγότερο λίπος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα χοιρίδια σε κάθε επίπεδο διατροφής.

Τρόπος παράθεσης τροφής στους αναπτυσσόμενους χοίρους

Τα αναπτυσσόμενα χοιρίδια όταν δεν έχουν τη δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης στη ταγίστρα σε όλη τη διάρκεια του 24ωρου καταναλώνουν συνήθως το σιτηρέσιο τους σε μια, δύο ή και περισσότερα γεύματα. Αντίθετα, όταν έχουν τη δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης στη ταγίστρα σε όλη τη διάρκεια του 24ωρου, καταναλώνουν το σιτηρέσιο τους κατά κανόνα σε περισσότερα γεύματα, σε κάθε ένα από τα οποία καταναλώνεται μια μικρότερη ποσότητα τροφής. Μέγιστα επίπεδα ημερήσιας κατανάλωσης τροφής, σε συνθήκες πάντα κατά βούληση διατροφής, παρατηρούνται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα χοιρίδια έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν τη ταγίστρα τους 3-4 φορές την ημέρα.

Η σταδιακή αύξηση στη χορηγούμενη ποσότητα σιτηρεσίου κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των χοίρων θεωρείται απαραίτητη αλλά πρέπει να λαμβάνουμε πάντοτε υπόψη ότι:

Τα νεαρά χοιρίδια, αναπτύσσουν αρχικά κυρίως το μυϊκό ιστό τους και είναι πρακτικά αδύνατο να καταναλώσουν ποσότητα τροφή που να υπερκαλύπτει τις ανάγκες τους αυτές.

Με την πρόοδο της ηλικίας τους, οι ρυθμοί ανάπτυξης επιταχύνονται και αυξάνονται ανάλογα και οι ανάγκες τους σε ποσότητα τροφής.

Καθώς τα χοιρίδια φθάνουν στο τελευταίο στάδιο της πάχυνσης τους, οι χοίροι με την κατά βούληση διατροφή υπερκαλύπτουν τις ανάγκες ανάπτυξης του μυϊκού τους ιστού και χρησιμοποιούν την πλεονάζουσα ενέργεια για την εναπόθεση λιπώδους ιστού.

Σε πρακτικές συνθήκες τα χοιρίδια σπάνια ζυγίζονται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης τους, αλλά επειδή η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης τροφής και του ρυθμού ανάπτυξης είναι στενή και άμεση, το σωματικό βάρος τους είναι δυνατό να εκτιμηθεί γρήγορα δια μέσου του μεγέθους της κατανάλωσης τροφής και της ηλικίας τους. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εκλείπει φυσικά ο κίνδυνος λανθασμένης εκτίμησης του σωματικού βάρους. Όταν το σωματικό βάρος των χοίρων εκτιμάται χαμηλότερο του πραγματικού η περιορισμένη χορήγηση τροφής, θα επιβραδύνει το ρυθμό της ανάπτυξης των χοίρων και θα τους εμποδίσει να εκδηλώσουν τις πραγματικές γενετικές τους δυνατότητες. Από την αντίθετη πλευρά, όταν το σωματικό βάρος των χοίρων εκτιμάται μεγαλύτερο του πραγματικού, ακολουθεί παράθεση μεγαλύτερης ποσότητας τροφής. Ο χειρισμός αυτός, δεν έχει πάντα αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους στις οποίες οι χοίροι καθυστέρησαν την ανάπτυξης τους ως συνέπεια προσβολής από διάφορες ασθένειες, αλλά σε φυσιολογικές εκτροφές, η επιπλέον κατανάλωση τροφής θα οδηγήσει στη σημαντική επιβάρυνση του κόστους διατροφής και στην εναπόθεση υπερβολικής ποσότητας λιπώδους ιστού στο σφάγιο. Τα μειονεκτήματα αυτά ξεπερνιούνται με την βελτίωση και τον έλεγχο του τρόπου εκτίμησης του σωματικού βάρους των χοίρων δια μέσου της κατανάλωσης τροφής και της ηλικίας τους, με πραγματικές ζυγίσεις μια ή δύο φορές το χρόνο.

Χοιρομητέρες

Η άριστη διατροφική αγωγή στις χοιρομητέρες θα πρέπει να εξασφαλίζει:

Μέγιστο αριθμό χοιριδίων ανά τοκετοομάδα.

Σωστό σωματικό βάρος κάθε χοιριδίου κατά τη γέννηση.

Μέγιστο αριθμό χοιριδίων ανά έτος (περιορίζοντας το διάστημα μεταξύ απογαλακτισμού και σύλληψης).

Μέγιστο μέγεθος γαλακτοπαραγωγής (μεγιστοποιώντας την ανάπτυξη των χοιριδίων από τη γέννηση έως την ηλικία των 28 ημερών).

Μέγιστη μακροζωία και χρόνο παραγωγικότητας.

Συνήθεις μεταβολές στο σωματικό βάρος των χοιρομητέρων

Σε γενικές γραμμές το σωματικό βάρος των χοιρομητέρων αυξάνεται κατά τη διάρκεια της κυοφορίας και μειώνεται κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου. Επιπλέον, κατά τον τοκετό παρατηρείται μια σημαντική μείωση στο σωματικό βάρος των χοιρομητέρων, διότι απομακρύνονται από το σώμα τους εκτός από τα έμβρυα, οι εμβρυακούς υμένες, ένα μέρος του πλακούντα (50%) και άφθονα υγρά.

Η περιεκτικότητα του σώματος των χοιρομητέρων σε λίπος αυξάνει σημαντικά κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, ενώ αντίθετα η περιεκτικότητα αυτή περιορίζεται κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου. Ωστόσο, η ικανότητα εναπόθεσης λιπώδους ιστού κατά τη διάρκεια της κυοφορίας δεν παραμένει σταθερή σε όλη τη διάρκεια της παραγωγικής ζωής των χοιρομητέρων, αλλά επηρεάζεται τόσο από την ηλικία όσο και από το σωματικό τους μέγεθος. Επιπλέον, κάτω από καλά ελεγχόμενες συνθήκες διατροφής, η μέση περιεκτικότητα του σώματος των χοιρομητέρων σε λίπος κυμαίνεται κατά μέσο μεταξύ 15-20% σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους (χαμηλότερη τιμή στον απογαλακτισμό και υψηλότερη στο τοκετό). Ως αποτέλεσμα, το σωματικό βάρος της χοιρομητέρας αυξάνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της ζωής της, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητη και η ανάλογη αύξηση της περιεκτικότητας του σώματος της σε λίπος.

Μεγαλύτερη της κανονικής κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, θα έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους, ενώ αντίθετα περιορισμένη κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου, θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες απώλειες σωματικού βάρους της χοιρομητέρας.

Σε όλες τις περιπτώσεις οι απώλειες στο σωματικό βάρος κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου, αναφέρονται κυρίως στην απώλεια λιπώδους ιστού, που χρησιμοποιείται για να καλύψει τις ανάγκες σύνθεσης του μητρικού γάλακτος. Αντίθετα, οι απώλειες σε πρωτεΐνη την περίοδο αυτή πρέπει να θεωρούνται αμελητέες σε συνθήκες κανονικής διατροφής και δημιουργούν πρόβλημα στον οργανισμό των χοιρομητέρων, μόνο στις περιπτώσεις κατανάλωσης σιτηρεσίων ελλειμματικών σε πρωτεΐνη ή ακόμη και σε ενέργεια όταν οι χοιρομητέρες έχουν ήδη εξαντλήσει τα σωματικά ενεργειακά τους αποθέματα.

Στον πίνακα 30 φαίνονται οι μεταβολές στο σωματικό βάρος των χοιρομητέρων, που οχεύθηκαν για πρώτη φορά στο σωματικό βάρος των 125kg, έως το τέλος της παραγωγικής τους ζωής.

|Πίνακας 30. Αύξηση στο σωματικό βάρος χοιρομητέρων αναπαραγωγής, που οχεύθηκαν πρώτη φορά στο σωματικό βάρος των 125kg μέχρι |

|την ενηλικίωση τους και διατράφηκαν κάτω από συνήθεις συνθήκες διατροφής. |

|Τοκετός |Μεταβολή σωματικού βάρους από σύλληψη σε σύλληψη (kg) |Σωματικό βάρος την επόμενη σύλληψη (kg) |

|1 |35 |160 |

|2 |28 |188 |

|3 |23 |211 |

|4 |18 |229 |

|5 |14 |243 |

Στο πίνακα 31 φαίνεται η αύξηση της περιεκτικότητας του σώματος της χοιρομητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της σε πρωτεΐνη και λίπος, όταν οι συνθήκες διατροφής της είναι φυσιολογικές.

|Πίνακας 31. Αύξηση της περιεκτικότητας της χοιρομητέρας σε σωματική πρωτεΐνη και λίπος κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, σε |

|συνθήκες φυσιολογικής διατροφής. |

|Τοκετός |Αύξηση της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη (kg) |Αύξηση της περιεκτικότητας σε λίπος (kg) |

|1 |11 |15 |

|2 |8 |11 |

|3 |6 |9 |

|4 |4 |7 |

|5 |3 |5 |

Διατροφική αγωγή κατά την πρώτη οχεία

Το σωματικό βάρος των νεαρών χοιρομητέρων στην πρώτη οχεία, εξαρτάται από τον γονότυπο τους. Οι ασιατικές φυλές και οι αβελτίωτοι ευρωπαϊκοί τύποι, φθάνουν συνήθως νωρίτερα και με μικρότερο σωματικό βάρος στην ηλικία της πρώτης οχείας σε σύγκριση με τα σύγχρονα υβρίδια, που εμφανίζουν με τη σειρά τους συγκριτικά μεγαλύτερες δυνατότητες εναπόθεσης μυϊκού ιστού και μεγαλύτερη παραγωγικότητα σε σύγκριση με τις πρώτες. Για τους βελτιωμένους γονότυπους, ένα σύνηθες σωματικό βάρος των χοιρομητέρων κατά τη πρώτη οχεία είναι το βάρος των 125kg, το οποίο και αποκτούν σε ηλικία περίπου 210 ημερών. Έχει αποδειχθεί ότι η πρώτη οχεία στο βάρος αυτό, συνδυάζεται για τους συγκεκριμένους γονότυπους με το υψηλότερο δυνατό ποσοστό γονιμότητας και την καλύτερη κατάσταση υγείας.

Στην ηλικία αυτή το σώμα των νεαρών χοιρομητέρων περιέχει υψηλότερα ποσοστό λίπους (>17%) σε σύγκριση με εκείνα της πρωτεΐνης και το βάθος του υποδόριου λίπους στο ύψος του Ρ2 σπονδύλου ξεπερνά πιθανά τα 18mm. Ωστόσο, όταν κατά τη διατροφή των υβριδικών χοίρων επιτυγχάνονται οι μέγιστες αποδόσεις όσον αφορά την εναπόθεση μυϊκού ιστού, το σωματικό βάρος των 125kg είναι δυνατό να επιτευχθεί και σε ηλικία μικρότερη των 180 ημερών, όταν το βάθος του υποδόριου λίπους στο ύψος του Ρ2 σπονδύλου είναι μικρότερο από 16mm.

Το σιτηρέσιο το οποίο δίνεται κατά την περίοδο της ανάπτυξης των νεαρών χοιρομητέρων, δεν είναι απαραίτητο να περιέχει πολύ υψηλά, αλλά κανονικά επίπεδα πρωτεΐνης και σχετικά χαμηλά επίπεδα ενέργειας. Ένα καλό σιτηρέσιο για την περίπτωση αυτή είναι το σιτηρέσιο που χορηγείται στις χοιρομητέρες κατά την περίοδο της γαλακτοπαραγωγής. Όσον αφορά το επίπεδο της διατροφής, επιβάλλεται να είναι ελαφρά χαμηλότερο από το αντίστοιχο που χορηγείται στους παχυνόμενους χοίρους κατά τη διάρκεια του τελικού σταδίου πάχυνσης. Υπάρχει η άποψη ότι, ένας επιθυμητός ρυθμός ανάπτυξης των νεαρών χοιρομητέρων από το σωματικό βάρος των 30-125kg, εξασφαλίζεται με μια κατά μέσο όρο ημερήσια κατανάλωση τροφής 700g. Ωστόσο, γενικά είναι αρκετά παρακινδυνευμένο να προσπαθήσει κάποιος να γενικέψει το επίπεδο διατροφής, το οποίο πρέπει να χορηγείται στις νεαρές χοίρους αναπαραγωγής μέχρι την ηλικία της πρώτης οχείας τους, διότι την τελική διαμόρφωση του επιπέδου αυτού επηρεάζουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες. Ως τελικός στόχος σε όλες τις περιπτώσεις ωστόσο παραμένει όπως το σώμα στις νεαρές χοιρομητέρες όταν οχευθούν για πρώτη φορά στον 3ο κατά σειρά οιστρικό κύκλο στην εφηβική τους ηλικία να περιέχει αρκετά αλλά όχι υπερβολικά σωματικά αποθέματα λίπους. Έτσι φαίνεται ότι η ηλικία και το σωματικό βάρος από μόνα τους δεν επαρκούν για να καθορίσουν το χρόνο στον οποίο πρέπει να εφαρμοστεί για τις νεαρές χοιρομητέρες η πρώτη οχεία.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η υιοθέτηση ενός σύντομου προγράμματος «διατροφικής διέγερσης» (flusing) πριν την πρώτη οχεία ασκεί θετικές επιδράσεις, αλλά ένα επαρκές επίπεδο διατροφής το οποίο θα μπορούσε να συμβάλλει στην εναπόθεση λιπώδους ιστού πριν τη περίοδο της πρώτης οχείας στο σώμα της νεαρής χοιρομητέρας, θεωρείται ουσιαστικό.

Διατροφική αγωγή κατά την κυοφορία

Από ερευνητικές εργασίες προέκυψε ότι σε διατροφικά επίπεδα μικρότερα των 2kg οι έγκυες χοιρομητέρες δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους σε θρεπτικά συστατικά και ενέργεια, με αποτέλεσμα να διασπούν τους σωματικούς τους ιστούς για να εξασφαλίσουν την ομαλή ανάπτυξη των εμβρύων τους. Παράλληλα στις περιπτώσεις αυτές παρατηρείται μια σημαντική μείωση στο μέγεθος της τοκετομάδας, ενώ μετά τον τοκετό τα νεογέννητα χοιρίδια εμφανίζουν σημαντικά μικρότερο σωματικό βάρος σε σύγκριση με εκείνα που γεννιούνται από χοιρομητέρες που καταναλώνουν κανονικά επίπεδα τροφής.

Το σωματικό βάρος των νεογέννητων χοιριδίων φαίνεται ότι μπορεί να αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 200g, εάν η ποσότητα της τροφής που καταναλώνουν οι χοιρομητέρες κατά τη διάρκεια των 115 ημερών της κυοφορίας είναι 1kg μεγαλύτερη (περίπου 3kg). Σε γενικές γραμμές οι απώλειες των νεογέννητων χοιριδίων αρχίζουν να γίνονται σημαντικές όταν το σωματικό βάρος τους κατά τον τοκετό είναι μικρότερο του 1kg.

Το βάρος γέννησης των χοιριδίων κατά τη γέννηση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις μετέπειτα παραγωγικές τους ιδιότητες. Η επίδραση αυτή ωστόσο δεν είναι άμεση αλλά έμμεση, δια μέσου παραγόντων όπως η μετά τον τοκετό κατάσταση της υγείας και η θέση στην κατάσταση ιεραρχίας της τοκετομάδας για τη λήψη μητρικού γάλακτος και τροφής.

Με δεδομένο ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του εμβρύου στο πλακούντα είναι υπερθετικός, δραματική αύξηση στο βάρος του εμβρύου λαμβάνει χώρα στις τρεις τελευταίες εβδομάδες κυοφορίας της χοιρομητέρας. Αυξάνοντας τη χορήγηση τροφής την περίοδο αυτή είναι πιθανό ότι θα προκύψουν ευνοϊκές επιδράσεις τόσο για τον οργανισμό της μητέρας όσο και για το ρυθμό ανάπτυξης των εμβρύων. Η διατροφική αυτή μεταχείριση φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις χοιρομητέρες που διαθέτουν ανεπαρκή σωματικά αποθέματα λίπους. Η σχέση μεταξύ της χορήγησης τροφής και της αύξησης του σωματικού βάρους της μητέρας την περίοδο των τελευταίων ημερών της κυοφορίας είναι σχεδόν γραμμική.

Η εναποθήκευση λιπώδους ιστού φαίνεται ότι γίνεται περισσότερο αποτελεσματικά στο σώμα της εγκύου χοιρομητέρας κατά τα πρώτα ¾ της κυοφορίας, ενώ αντίθετα στο τελευταίο τέταρτο της κυοφορίας ορισμένη ποσότητα λιπώδους ιστού από τον οργανισμό της μητέρας διασπάται και χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του σώματος και των εμβρύων, εάν η ποσότητα της τροφής δεν επαρκεί για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες συντήρησης του μητρικού σώματος και της ανάπτυξης των εμβρύων. Κατά πόσο οι απώλειες σωματικού λίπους κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, αποτελούν ένα ανεπιθύμητο βιολογικό φαινόμενο ή προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς διατροφής στο τελευταίο τέταρτο της κυοφορίας, δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί.

Η αύξηση του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια της κυοφορίας σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος της κατανάλωσης τροφής. Η ανταπόκριση αυτή δεν είναι παρόμοια για όλες τις χοιρομητέρες και παρατηρείται μεταξύ τους σημαντική διακύμανση. Σε γενικές γραμμές το βάρος της χοιρομητέρας μπορεί να αυξηθεί κατά 40kg ή και περισσότερο εάν η ημερήσια κατανάλωση τροφής φθάσει τα 3kg, ενώ η κατανάλωσης 1,5kg τροφής θα επιφέρει μια στασιμότητα στην αύξηση του σωματικού βάρους. Το συνολικό σωματικό κέρδος βάρους της μητέρας (καθαρό σωματικό κέρδος βάρους συν το βάρος των εμβρύων) θα είναι 20kg μεγαλύτερο σε σύγκριση με το καθαρό σωματικό κέρδος βάρους της χοιρομητέρας.

Μια εξίσωση από την οποία είναι δυνατός ο προσδιορισμός του κέρδους βάρους της χοιρομητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (ΚΒεγκ) σε σχέση με την ημερήσια κατανάλωση τροφής (Κτρ) έχει ως εξής:

ΚΒεγκ (kg) = 25Κτρ (kg) – 27

Από την εξίσωση αυτή προκύπτει ότι με μια κατανάλωση τροφής 2,2kg από μια έγκυο χοιρομητέρα, θα προκύψει μια αύξηση σωματικού βάρους σε όλη τη διάρκεια της κυοφορίας 28kg και επιβεβαιώνει την παραδοχή ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των χοιρομητέρων είναι δυνατό να αυξάνεται με μια εκμετάλλευση τροφής 0,22 ή ένα ρυθμό χρησιμοποίησης 4,6kg τροφής για κάθε kg σωματικού κέρδους βάρους.

Διατροφική αγωγή χοιρομητέρων κατά τη περίοδο από τον απογαλακτισμό έως τη σύλληψη

Για την περίοδο αυτή φαίνεται ότι υπάρχουν αντιφατικές ενδείξεις, από τις οποίες προκύπτει ότι τόσο η υψηλή όσο και η χαμηλή κατανάλωση τροφής είναι δυνατό να επηρεάσουν τόσο το μέγεθος των ωοθηλακιορηξιών, όσο και τον αριθμό των εμβρύων που θα εγκατασταθούν ομαλά στα τοιχώματα της μήτρας.

Φαίνεται ότι μεγάλη κατανάλωση τροφής πριν την περίοδο της σύλληψης και για τη διάρκεια των 3 πρώτων εβδομάδων της κυοφορίας είναι αντιπαραγωγική, αλλά πολύ υψηλά διατροφικά επίπεδα μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων σε γενικές γραμμές, είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν. Ακόμη υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδεχόμενα προβλήματα με την εμφύτευση των εμβρύων θα προκύψουν μόνο με επίπεδα διατροφής νωρίς κατά την έναρξη της κυοφορίας, που φθάνουν ή και ξεπερνούν τα 3kg ημερήσια.

Από την άλλη μια χοιρομητέρα ήδη εξασθενημένη και αδύνατη, όπως αναμένεται να είναι μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων δεν φαίνεται πιθανό να έχει κανένα όφελος από την εφαρμογή ενός περιορισμένου προγράμματος διατροφής.

Έτσι μπορούμε να καταλήξουμε ότι μεταξύ απογαλακτισμού και σύλληψης και για τις πρώτες 3-5 ημέρες της περιόδου αυτής οι χοιρομητέρες μπορούν να καταναλώνουν όση ποσότητα σιτηρεσίου επιθυμούν, φθάνοντας ακόμη και τα 3-4kg σιτηρεσίου ημερήσια. Εάν η σύλληψη καθυστερήσει, ένας ενδεχόμενος περιορισμός της χορηγούμενης ποσότητας τροφής είναι ενδεδειγμένος και το επίπεδο της τροφής θα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα με την κατάσταση που εμφανίζει η χοιρομητέρα, αλλά δε θα πρέπει να ξεφεύγει από τα όρια των 2-3kg ημερησίως.

Η διατροφική αγωγή των χοιρομητέρων κατά τη διάρκεια των πρώτων 3 εβδομάδων της κυοφορίας πρέπει να σχεδιαστεί με ιδιαίτερη επιμέλεια, διότι κατά την περίοδο αυτή λαμβάνει χώρα η διαδικασία εγκατάστασης των εμβρύων, η οποία ασκεί μεγάλη επίδραση στο τελικό μέγεθος της τοκετομάδας. Φαίνεται ότι τόσο το υψηλό όσο και το χαμηλό επίπεδο διατροφής κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, είναι δυνατό να επηρεάσει σημαντικά τον αριθμό των εμβρύων που θα εγκατασταθούν τελικά στα τοιχώματα της μήτρας. Το επίπεδο αυτό της διατροφής εξαρτάται από τη γενική κατάσταση της χοιρομητέρας. Το διατροφικό επίπεδο νωρίς με την έναρξη της κυοφορίας, πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 2-3kg ημερησίως, με το υψηλότερο επίπεδο (3kg) να χορηγείται στις χοιρομητέρες, οι οποίες εμφανίζουν τη χειρότερη σωματική κατάσταση και το χαμηλότερο επίπεδο (2kg) στις χοιρομητέρες οι οποίες εμφανίζουν καλή σωματική κατάσταση.

Διατροφική αγωγή κατά την περίοδο της γαλακτοπαραγωγής

Η χορηγούμενη ποσότητα τροφής κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, πρέπει να εξασφαλίζει:

Τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή γάλακτος, η οποία να μεγιστοποιεί το σωματικό βάρος των χοιριδίων κατά τον απογαλακτισμό.

Τις χαμηλότερες απώλειες λίπους και πρωτεΐνης από τα σωματικά αποθέματα της μητέρας, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό σημαντικά την διάρκεια της περιόδου από τον απογαλακτισμό έως την σύλληψη και συμβάλλοντας θετικά στο τελικό μέγεθος της τοκετομάδας.

Είναι επαρκώς αποδεδειγμένο ότι οι χοιρομητέρες αυξάνουν τα σωματικά τους αποθέματα σε λιπώδη και μυϊκό ιστό κατά τη διάρκεια της κυοφορίας και τα περιορίζουν κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής. Είναι πιθανόν ότι υφίσταται κάποια σχέση μεταξύ των δύο αυτών φάσεων της αναπαραγωγικής ζωής των χοιρομητέρων.

Οι χοιρομητέρες με τα μεγαλύτερα αποθέματα λίπους και μεγαλύτερο σωματικό βάρος κατά τον τοκετό, διαθέτουν μεγαλύτερη αναλογία «αναλώσιμου» ιστού κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής και της πρώτης ανάπτυξης των χοιριδίων.

Μετά τον τοκετό η διάθεση κατανάλωσης τροφής των χοιρομητέρων είναι πολύ περιορισμένη και αρνητικά συσχετισμένη με το μέγεθος της κατανάλωσης τροφής πριν από αυτόν. Μια ημερήσια αύξηση στη χορηγούμενη ποσότητα τροφής κατά 0,5kg κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, φαίνεται ότι μπορεί να προκαλέσει μια αντίστοιχη μείωση κατά 0,5kg στην ημερήσια κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου, αλλά συνήθως η σχέση αυτή είναι περισσότερο χαλαρή.

Το μέγεθος της κατανάλωσης τροφής κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής των χοιρομητέρων, φαίνεται ότι συσχετίζεται και με το μέγεθος των σωματικών τους αποθεμάτων σε λιπώδη ιστό. Οι χοιρομητέρες με τα μεγαλύτερα σωματικά αποθέματα λίπους κατά τον τοκετό, εμφανίζουν κατά κανόνα μεγαλύτερο περιορισμό στην κατανάλωση τροφής.

Κάτω από συνθήκες κατά βούληση διατροφής, η ημερήσια κατανάλωση τροφής από τις χοιρομητέρες κατά τη διάρκεια της περιόδου γαλακτοπαραγωγής μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 3-9kg. Το μέγεθος της κατανάλωσης της τροφής εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από το μέγεθος της τοκετομάδας. Για παράδειγμα, 4kg τροφής επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες της χοιρομητέρας και επιπλέον 0,4kg τροφής για το κάθε χοιρίδιο για αριθμό χοιριδίων μέχρι έξη, η ακόμη και 2kg τροφής για κάθε χοιρομητέρα και επιπλέον 0,4kg τροφής για όλα τα χοιρίδια της τοκετομάδας. Ωστόσο, συνήθως στη πράξη οι χοιρομητέρες καταναλώνουν μια σταθερή ποσότητα τροφής, η οποία είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος της τοκετομάδας.

Στα θερμά κλίματα και στους χώρους ανάπτυξης των χοιριδίων, όπου οι θερμοκρασίες του περιβάλλοντος είναι υψηλές, η κατανάλωση της απαραίτητης ποσότητας τροφής από τις χοιρομητέρες αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Μπορεί να εκτιμηθεί ότι η όρεξη των χοιρομητέρων την περίοδο της γαλακτοπαραγωγής θα περιοριστεί περίπου κατά 0,2kg/ ημέρα για κάθε 1ο C επιπλέον της θερμοκρασίας άνετης διαβίωσης (15ο C περίπου για τις χοιρομητέρες γαλακτοπαραγωγής). Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η μέγιστη κατανάλωση τροφής είναι αδύνατο να ξεπεράσει τα 4kg ημερησίως.

Περιορίζοντας τη παραγωγή θερμότητας από το σώμα, εφοδιάζοντας τον οργανισμό με ενέργεια με τη μορφή λίπους παρά με τη μορφή υδατανθράκων, είναι δυνατό να διευκολύνουμε τη διατήρηση της όρεξης κατά τη διάρκεια της περιόδου των υψηλών θερμοκρασιών του περιβάλλοντος. Άλλες πρακτικές για να περιορίσουμε τη πιθανότητα απωλειών της όρεξης από τη θερμική καταπόνηση συμπεριλαμβάνουν την αύξηση της έντασης εξαέρωσης, την εφαρμογή συστημάτων υδρονέφωσης και υδατόλουτρων και τη βελτίωση των συνθηκών του δαπέδου με τη χρησιμοποίηση στερεών παρά διάτρητων υλικών.

Όλες αυτές οι πρακτικές τείνουν να περιορίσουν το μέγεθος της θερμικής καταπόνησης των χοιρομητέρων και μεταξύ αυτών η αύξηση έντασης εξαερισμού θεωρείται δικαίως ως εκείνη με τα ταχύτερα αποτελέσματα, καθώς απομακρύνει ταχύτατα την πλεονάζουσα θερμότητα από την επιφάνεια του σώματος. Ταχύτατη απομάκρυνση της θερμότητας από το σώμα επίσης επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του επιπέδου παραγωγής θερμότητας από τον οργανισμό, γεγονός το οποίο εξίσου ματαιώνει την ανάγκη για περιορισμό στην κατανάλωση τροφής. Ο συνδυασμός όλων αυτών των πρακτικών μέτρων, είναι δυνατό να περιορίσει τη μείωση στη κατανάλωση τροφής και να αποτελέσει ένα καλό τρόπο διαχείρισης για την αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων.

Ορισμένες χοιρομητέρες, οι οποίες διατηρούνται σε γενικά δροσερές συνθήκες περιβάλλοντος είναι δυνατό να καταναλώσουν έως και 7 ή και 8kg τροφής την ημέρα, αλλά οι περισσότερες δεν καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα από τα 6,5kg κατά τη διάρκεια της περιόδου γαλακτοπαραγωγής. Την πρώτη ημέρα μετά τον τοκετό, συνήθως καταναλώνεται μια μικρή ποσότητα τροφής (1-2kg), αλλά η ποσότητα αυτή αυξάνεται στη συνέχεια σχεδόν κατά 1kg ημερήσια, έως ότου φθάσει το συνολικό ημερήσιο ποσό των 6-7kg ή και μεγαλύτερο, κάτι το οποίο παρατηρείται συνήθως στο τέλος της πρώτης εβδομάδας μετά τον τοκετό. Στην συνέχεια η κατανάλωση της τροφής παραμένει σταθερή έως την 21η περίπου ημέρα, οπότε είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποια μείωση ακολουθώντας τον περιορισμό της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος. Χοιρομητέρες με φυσιολογικό μέγεθος τοκετομάδας καταναλώνουν συνήθως 4kg τροφής ή και λιγότερο κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής, αλλά οι χοιρομητέρες με μεγαλύτερο μέγεθος τοκετομάδας και γενικά υψηλότερης παραγωγικότητας είναι δυνατό να καταναλώσουν ημερήσια έως 9kg σιτηρεσίου ή και περισσότερο. Χοιρομητέρες στις οποίες χορηγείται υγρή τροφή, καταναλώνουν συνήθως 10-20% μεγαλύτερη ποσότητα σιτηρεσίου σε σύγκριση με τις χοιρομητέρες στις οποίες διατίθεται ξηρή τροφή.

Το σωματικό βάρος των χοιρομητέρων κατά την περίοδο της γαλακτοπαραγωγής και οι απώλειες σωματικού λίπους εξαρτώνται άμεσα από το μέγεθος της κατανάλωσης της τροφής. Σε συνθήκες πολύ υψηλής κατανάλωσης τροφής το σωματικό βάρος της χοιρομητέρας είναι δυνατό να αυξηθεί περισσότερο από 10kg για μια περίοδο γαλακτοπαραγωγής 28 ημερών. Αντίθετα, η χαμηλότερη κατανάλωση τροφής μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια σωματικού βάρους για τη χοιρομητέρα έως και 20kg για την ίδια διάρκεια της περιόδου γαλακτοπαραγωγής.

Οι απώλειες σωματικού λίπους, όπως μετριούνται με τη μεταβολή του βάθους του υποδόριου λίπους στο ύψος του Ρ2 σπονδύλου, εμφανίζουν παρόμοιες τάσεις. Η μείωση της τροφής, μπορεί να προκαλέσει μια σημαντική ελάττωση του βάθους του υποδόριου λίπους στο σημείο αυτό έως και 5mm για μια περίοδο γαλακτοπαραγωγής 28 ημερών, ενώ αντίθετα η μέγιστη κατανάλωση τροφής είναι δυνατό να περιορίσει τελείως την ελάττωση αυτή, διατηρώντας το βάθος του υποδόριου λίπους αμετάβλητο. Μια μέση ημερήσια κατανάλωση 6kg τροφής κατά τη διάρκεια μιας γαλακτοπαραγωγικής περιόδου 28 ημερών, οδηγεί στις περισσότερες περιπτώσεις σε μια απώλεια σωματικού βάρους 9kg και σε μια μείωση του βάθους του υποδόριου λίπους στο ύψος του Ρ2 σπονδύλου κατά 3mm.

Η κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής ασκεί θετικές επιδράσεις στο μέγεθος της γαλακτοπαραγωγής και στο βάρος των χοιριδίων κατά τον απογαλακτισμό. Με δεδομένο ότι το 70% περίπου του σωματικού λίπους των χοίρων απαντά ως υποδόριο, είναι σχετικά εύκολο να προσδιορίσουμε τη σωματική κατάσταση της χοιρομητέρας, με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι.

Η οπτική εκτίμηση κάθε χοιρομητέρας και η κατάταξης της σωματικής της κατάστασης με βάση μια κλίμακα από το 1-10, μπορεί να γίνει στο ύψος του Ρ2 σπονδύλου με τη βοήθεια ειδικής συσκευής υπερήχων. Ως γενικός κανόνας ισχύει ότι το βάθος σε mm στο ύψος του συγκεκριμένου σπονδύλου είναι τριπλάσιο από την τιμή του σκορ της χοιρομητέρας. Η χρησιμοποίηση της σωματικής κατάστασης της χοιρομητέρας, για τον προσδιορισμό της απαιτούμενης ποσότητας τροφής, εμφανίζει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να γίνει ανεξάρτητα της κατάστασης υγείας της χοιρομητέρας ή του τρόπου διαχείρισης της εκμετάλλευσης.

Μια επιθυμητή μέση τιμή κατάταξης με βάση τη κλίμακα 1-10, για το τέλος της κυοφορίας είναι η τιμή 6, ενώ η αντίστοιχη τιμή για το τέλος της περιόδου γαλακτοπαραγωγής είναι η τιμή 4. Σε φυσιολογικές καταστάσεις διαχείρισης οι τιμές αυτές μπορούν εύκολα να επιτευχθούν με ελάχιστες μόνο τροποποιήσεις στο επίπεδο της τροφής. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί για τις χοιρομητέρες, οι οποίες εμφανίζουν τιμή κατάταξης μικρότερη από 4 και μεγαλύτερη από 6. Μάλιστα είναι αποδεδειγμένο ότι χοιρομητέρες με σύγχρονο γενετικό υβριδικό υλικό κατά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων τους εμφανίζουν συνήθως τιμές σωματικής κατάστασης μικρότερες από 4, γεγονός το οποίο οφείλεται στην ανεπαρκή κατανάλωση τροφής κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγικής περιόδου, γεγονός το οποίο επιφέρει δυσάρεστα αποτελέσματα.

Η τιμή κατάταξης κάθε χοιρομητέρας στον απογαλακτισμό, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη τιμή κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, αλλά και από το μέγεθος των απωλειών των σωματικών εφεδρειών κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από το μέγεθος κατανάλωσης τροφής. Προβλήματα τα οποία να αναφέρονται σε ενδεχόμενες επιδράσεις της σωματικής κατάστασης της χοιρομητέρας στο ποσοστό γονιμότητας της δεν αναφέρονται, ωστόσο άλλοι παράγοντες όπως η υγεία, η κατάσταση της ορμονικής ισορροπίας στον οργανισμό της χοιρομητέρας, οι συνθήκες του περιβάλλοντος και η γονιμότητα των κάπρων, μπορούν να ασκήσουν σοβαρό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή.

Ένα παράδειγμα για τη κατάρτιση ενός σωστού προγράμματος διατροφής στις χοιρομητέρες μιας εκμετάλλευσης δίνεται στον πίνακα 32 που ακολουθεί.

|Πίνακας 32. Διατροφή εγκύων χοιρομητέρων με βάση τη σωματική τους κατάσταση. |

|Χρησιμοποιώντας όλες τις χοιρομητέρες αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης, που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή που δεν είναι |

|έγκυες αλλά δεν βρίσκονται σε γαλακτοπαραγωγική περίοδο, υπολόγισε τη μέση χορηγούμενη ποσότητα τροφής ανά χοιρομητέρα. |

|Κράτησε αυτό το νούμερο. |

|Κατάταξε όλες τις χοιρομητέρες που δεν βρίσκονται σε περίοδο γαλουχίας (έγκυες και μη έγκυες). Για την κατάταξη αυτή |

|χρησιμοποίησε μια κλίμακα από 1-10, κατατάσσοντας σε 1 στις χοιρομητέρες που βρίσκονται σε πολύ κακή θρεπτική κατάσταση και σε|

|10 εκείνες που βρίσκονται σε άριστη κατάσταση. Η μέση τιμή κατάταξης της αγέλης πρέπει να βρίσκεται γύρω στο 5. Συνήθως οι |

|νεαρές χοιρομητέρες κατατάσσονται σε κλίμακα μεγαλύτερη από 5, ενώ οι γηραιότερες σε κλίμακα μικρότερη από 5. Οι νεαρές |

|χοιρομητέρες αμέσως μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων τους πρέπει να κατατάσσονται στο 4, ενώ οι έγκυες χοιρομητέρες όλων |

|των ηλικιών, γύρω στο 6. |

|Εάν η μέση τιμή κατάταξης των χοιρομητέρων της αγέλης που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή που δεν είναι έγκυες αλλά δεν |

|βρίσκονται σε περίοδο γαλουχίας ξεπερνά το 5, η μέση ποσότητα χορηγούμενης τροφής ανά χοιρομητέρα που υπολογίστηκε στο σημείο |

|1 αυτού του πίνακα πρέπει να μειωθεί. Εάν αντίθετα, η μέση τιμή κατάταξης είναι μικρότερη από 5, η μέση χορηγούμενη ποσότητα |

|τροφής πρέπει να αυξηθεί. Σε όλες τις περιπτώσεις η αυξομείωση της ποσότητας τροφής δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από ±0,2kg |

|ανά χοιρομητέρα και ημέρα. |

|Υπάρχει περίπτωση, ενώ ο μέσος όρος της εκμετάλλευσης είναι καλός, να εκτρέφονται χοιρομητέρες που χαρακτηρίζονται ως πολύ |

|αδύνατες ή ως πολύ παχιές. Στην προκειμένη περίπτωση το καλύτερο μπορεί να επιτευχθεί με την ατομική διατροφή κάθε |

|χοιρομητέρας με βάση τη θρεπτική της κατάσταση. |

|Σε κάθε χοιρομητέρα εκτιμούμε τη σωματική κατάσταση αμέσως μετά τον απογαλακτισμό των χοιριδίων της. Διατρέφουμε τη |

|χοιρομητέρα σύμφωνα με τα δεδομένα του πίνακα που βρίσκεται παρακάτω, έως ότου η τιμή της σωματικής της κατάταξης φθάσει στο |

|6. Εάν ήδη την περίοδο αυτή η σωματική κατάσταση της χοιρομητέρας είναι μεγαλύτερη από 6, με τους χειρισμούς που αναφέρονται |

|από στις παραγράφους 1-3 του πίνακα, προσπαθούμε να την επαναφέρουμε στο μέσο όρο της αγέλης. |

|Στον απογαλακτισμό η διατροφή της χοιρομητέρας πρέπει να αλλάξει άμεσα, από το σιτηρέσιο γαλακτοπαραγωγής σε ένα άλλο |

|σιτηρέσιο το οποίο θα την προετοιμάσει κατάλληλα μέχρι την ημερομηνία της οχείας. Η ελάχιστη κατανάλωση τροφής τη περίοδο αυτή|

|δε πρέπει να είναι μικρότερη από τα 3kg ημερησίως, αλλά συνήθως η χορήγηση της τροφής τη περίοδο αυτή είναι κατά βούληση. Δεν |

|θεωρείται απαραίτητο να πιέσουμε τις χοιρομητέρες για κατανάλωση μεγαλύτερη των 3,5kg ημερήσια. Οι χοιρομητέρες συνήθως |

|οχεύονται μέσα σε χρονικό διάστημα 10 ημερών από τον απογαλακτισμό και η διατροφή τους μέχρι τη περίοδο αυτή πρέπει να γίνεται|

|σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί. |

|Αύξηση ή μείωση της μέσης ημερήσιας χορήγησης τροφής ανά έγκυο χοιρομητέρα ανάλογα με τη τιμή της σωματικής της κατάταξης. |

| |Πιθανή ποσότητα τροφής, που πρέπει να χορηγείται επιπλέον (ή να|

| |αφαιρείται) στη ποσότητα τροφής εγκύων χοιρομητέρων (kg/ημέρα) |

|Τιμή σωματικής κατάταξης | |

|2 |+0,6 |

|3 |+0,4 |

|4 |+0,3 |

|5 |+0,2 |

|6 |- |

|7 |-0,2 |

|8 |-0,3 |

Πρακτικά:

Πρέπει να γίνεται συχνή κατάταξη των χοιρομητέρων στην κλίμακα με βάση τη σωματική τους κατάσταση κατά τη διάρκεια της κυοφορίας και με βάση τη κατάταξη αυτή να γίνεται η κατάλληλη προσαρμογή στο σιτηρέσιο.

Η χορήγηση της τροφής φυσιολογικά κατά τη διάρκεια της κυοφορίας κυμαίνεται μεταξύ 2-2,8kg.

Ενωρίς κατά την κυοφορία το επίπεδο της τροφής είναι συνήθως 2,5kg ημερήσια και ανεξάρτητα από τη σωματική κατάσταση της χοιρομητέρας.

Κατά τη διάρκεια της γαλακτοπαραγωγής το προτιμότερο σύστημα διατροφής είναι το σύστημα της κατά βούληση διατροφής. Εάν το μέγεθος της τοκετομάδας είναι μικρό ( ................
................

In order to avoid copyright disputes, this page is only a partial summary.

Google Online Preview   Download